Write Your Stories..

Καλώς ήρθες, στην παρέα μας!

Ένας νέος κόσμος, με μπόλικη φαντασία,ρομαντισμό,
τρόμο και συγκίνηση σε περιμένει!

Θυμάσαι τότε που έγραφες αποσπάσματα της φαντασίας σου
χαρτάκια και τα έκρυβες στο συρτάρι σου?

Και όταν τα έβρισκε η μητέρα σου ένιωθε υπερήφανη
για σένα? Καιρός να δείξεις αυτό που είσαι!

Καιρός να βγάλεις από μέσα σου το ταλέντο που κρύβεις!

Just start to write your storie!


Εγγραφείτε στο φόρουμ, είναι εύκολο και γρήγορο

Write Your Stories..

Καλώς ήρθες, στην παρέα μας!

Ένας νέος κόσμος, με μπόλικη φαντασία,ρομαντισμό,
τρόμο και συγκίνηση σε περιμένει!

Θυμάσαι τότε που έγραφες αποσπάσματα της φαντασίας σου
χαρτάκια και τα έκρυβες στο συρτάρι σου?

Και όταν τα έβρισκε η μητέρα σου ένιωθε υπερήφανη
για σένα? Καιρός να δείξεις αυτό που είσαι!

Καιρός να βγάλεις από μέσα σου το ταλέντο που κρύβεις!

Just start to write your storie!
Write Your Stories..
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Midnight (by Nantia Hale_Biers)

Πήγαινε κάτω

Midnight (by Nantia Hale_Biers) Empty Midnight (by Nantia Hale_Biers)

Δημοσίευση από Nantia Hale_Biers Δευ Αυγ 22, 2011 4:53 pm

«Εσεις που μπαινετε ξεχαστε κάθε ελπιδα»
Δαντης-Κολαση

Εισαγωγη
«εισαι ετοιμος;»ρωτησε ο ιερεας κρατωντας στο χερι του τον σταυρο προτασοντας τον μπροστα στο σκοταδι.
Το χερι του ηταν τυλιγμενο μεχρι τον αγκωνα με ένα μαυρο βρωμικο πανι και στα δαχτυλα του ειχε πληγες ξεραμενες με αιμα.
Το αγορι δεν κουνηθηκε.Χτυπησε ελαφρα και νευρικα το ποδι του πανω στο υγρο μαρμαρο και μετα εγνεψε καταφατικα.Ολα τελειωναν εδώ.Ολα αρχιζαν εδώ.Θα αντικριζαν την αληθεια η μια οφθαλμαπατη;Ο μονος τροπος για να το μαθουν ηταν να μπουν βαθια μεσα στην κρυπτη.

Κεφαλαιο 1
Το φως μπηκε από το παραθυρο μου γυρω στις 6 τα ξημερωματα κανοντας με να ξυπνησω ζαλισμενος.Ειχα ξεχασει να κατεβασω το παντζουρι όπως επισης ειχα ξεχασει να κλεισω τον υπολογιστη.Το λαπτοπ ακομα βουιζε πανω στο γραφειο μου ενώ η οθονη ηταν μαυρη σαν την νυχτα.
Σηκωθηκα παραπατοντας και εκλεισα το καπακι με δυναμη. Κατεβηκα τα σκαλια και πηγα στην κουζινα.Η γιαγια μου ακομα κοιμοταν και η αδερφη μου μαλλον δεν ειχε γυρισει ακομα από εξω.
Το να εισαι ορφανος δεν είναι και από τα καλυτερα πραγματα στον κοσμο ετσι αναγκαζεσε να ζεις με αυτό.
Την μερα που ειχαν πεθανει οι γονεις μου ειχα τα γενεθλια μου-εμπαινα στα 12.
Ενας ληστης τους μαχαιρωσε στον δρομο και τους ληστεψε.Εκτοτε δεν ξαναγιορτασα γενεθλια ξανα.
Ο ηχος των κλειδιων κροταλιζε την κλειδαρια της εξωπορτας και η Λουσι μπηκε στο σαλονι με αργα βηματα.
«Νομιζεις δεν σε πηρα χαμπαρι;»ρωτησα καθως εμπαινα στο σαλονι με ένα κοματι ψωμι και μαρμελαδα στο χερι.
«Ηλιθιε γιατι εισαι ξυπνιος τετοια ωρα;»με ρωτησε καθως κρεμουσε το παλτο της στην κρεμαστρα διπλα στην πορτα.
«Σε περιμενα για να μου πεις μια ωραια δικαιολογια να ξεκινησω την μερα μου»απαντησα με γεματο το στομα.
«Αφου ξερεις οπωτε εχει παρτι ο Τζοζεφ το ξημερωνουμε.Εσυ γιατι δεν ερχεσε ποτε αληθεια;θα ηταν μια ωραια αρχη για να κανεις φιλους ξερεις»
«Εχω φιλους!»απαντησα αγρια ενώ εκεινη σωριαστηκε στον καναπε.
«Ναι;τι φιλους;τους 835 φιλους στο facebook τους αλλους 1.257 στο twitter η τους 3.358 στο Tumbrl;»ρωτησε σηκωνοντας το ένα της φρυδι.
«Σκασε φρικιο!Εχω φιλους δεν ειμαι σαν εσενα που κάθε βραδυ αλαζω και γκομενο και φιλες»Σηκωθηκα από τον καναπε και διεσχησα το δωματιο.
«Δεν είναι ζωη τα βιβλια και ο υπολογιστης Τζοναθαν!»μου φωναξε καθως την προσπερνουσα και πηγα στο δωματιο μου κλεινοντας την πορτα τοσο δυνατα που κομματακια ασβεστη επεσαν στο μαρμαρο και ακουστηκαν σαν τον ηχο της σιγανης βροχης της Ανοιξης.
«Σκυλα» μουρμουρησα και επεσα στο κρεβατι.Εκλεισα τα ματια μου σφιχτα και ευχηθηκα να εξαφανιζοταν τα παντα γυρω μου.
Όταν τα ξανα ανοιξα κοιταξα το ρολοι στο κομοδινο μου και ελεγε 11 ακριβως.Οι ανοιξιατικες διακοπες στην Καλιφορνια ηταν ένα από τα ωραιοτερα πραγματα στην ζωη.Αν εξαιρεσεις τους ενοχλητικους τουριστες και τις χαζες μαζορετες που κάθε μερα κανουν προπονηση το τραγουδι και το χορευτικο της ομαδας τους απεναντι από το σπιτι μου καθως βρισκοταν το στεκι της Αλισιας οπου ηταν αρχηγος τους.Τουλαχιστον δεν ειχαμε σχολειο και ειχα αμετρητο χρονο να διαβασω τα βιβλια μου.
Αυτο ηταν ένα καλο.
Μιας και ειχα ξεμεινει από βιβλια αδιαβαστα ειπα να παω στο βιβλιοπωλειο της γειτονιας να διαλεξω τιποτα καινουργιο.
Σηκωθηκα και ντυθηκα με ένα τζιν και ένα κοντομανηκο μαυρο μπλουζακι και χτενισα λιγο τα μαλλια μου προς τα πανω.Η αδερφη μου ελεγε ότι ημουν παντα ομορφος και θα μπορουσα να εχω οποια παρεα θελω και οποιο κοριτσι θελω αν δεν ημουν τοσο αποτυχημενος.
Η αληθεια ηταν πως τα πρασινα ματια και το υψος δεν κανουν τον αλλον αγαπητο και κοινωνικο.
Δεν ειχα φιλους η αληθεια ηταν στο σχολειο με περνουσαν για φρικιο και κανεις δεν καθοταν στην τραπεζαρια μαζι μου ακομα και αν δεν υπηρχε άλλη θεση.Προτιμουσαν να καθησουν κατω παρα με τον Χαμενο-ορφανο Τζοναθαν.
Η αδερφη μου παλι μιας και πηγαινε κολεγιο ειχε φιλους και κοινωνικη ζωη σε αντιθεση με εμενα.
Αμετρητες φορες όταν ερχοταν φιλες της στο σπιτι να κατσουν και με εβλεπαν γοητευοταν η αληθεια είναι από μενα αλλα μολις μιλουσαμε λιγο ετρεχαν χιλιομετρα μακρια.Η αληθεια είναι ότι μονο αυτές μιλουσαν.Εγω απλα ακουγα.
Ισως η ψυχροτητα στα ματια μου εκανε τους αλλους περα αλλα η γιαγια μου ελεγε ότι παντα ειχα ματια φωτεινα σαν τον ηλιο και χαμογελο αγγελου.Αλλα βεβαια μια γιαγια τι να πει για το εγκονακι της;
Βγηκα από το σπιτι και όταν εστριψα για το βιβλιοπωλειο του Κραφτ ανακαλυψα με εκπληξη πως ηταν κλειστο.
«Διαολε.»μουρμουρησα μεσα από τα δοντια μου και πλησιασα στην πισω πορτα.
Ο κυριος Καρπ παντα μου ανοιγε και παντα κρατουσε τα καλυτερα βιβλια για μενα μιας και πηγαινα εκει από 8 χρονων.
Η παλια σιδερενια πορτα ηταν κελιδωμενη αλλα υπηρχε ένα χαρτι πανω γραμμενο με απαισια γραμματα
‘Κλειστο για σημερα λογω διακοπων για βιβλια με νοημα στου Παολινι’
Αφησα το χαρτι στην θεση του με έναν αναστεναγμο.
Μαλιστα,ο κυριος Καρπ πηγε διακοπουλες καιμας στελνει στον πως-τον-λενε Παολινι για βιβλια με νοημα.Το νοημα;Κατι τετοια μονο ο κυριος Καρπ τα καταλαβαινε.
Μιας και δεν ειχα τιποτα καλυτερο να κανω σπιτι ειπα να παω στο βιβλιοπωλειο αυτου του Παολινι.
Εβγαλα το κινητο και συνδεθηκα με το wi-fi.Εψαξα για ένα βιβλιοπωλειο με τον ονομα καποιου Παολινι κα ιμου εβγαλε ένα 4 τετραγωνα παρακατω.
Αφου δεν ηταν μακρια γιατι να μην εριχνα μια ματια.
Κατηφορισα την κατηφορα ενώ ζεστος αερας φυσουσε.Τα παιδια δεν ειχαν ξυπνησει ακομα και στον δρομο εβλεπες μονο γυναικες που γυρνουσαν από τα ψωνια τους και να καθονται στο παγακι του παρκου να μιλανε μεταξυ τους.
Η γειτονια μας είναι τοσο ησυχη που σπανια περνανε αυτοκινητα.Ειναι ενας παραδεισος στην Καλιφορνια.
Τα λουλουδια που μολις ειχαν ανθισει μυριζαν πασχαλια και τριανταφυλλο και ο ουρανος ηταν γαλανος χωρις ιχνος καποιου συννεφου.
Όταν εφτασα στην διευθηνση που ειχα δει στο ιντερνετ αντι για ένα βιβλιοπωλειο αντικρισα μια παλι αποθηκη που το μονο πραγμα που εβλεπες και μπρουσες να καταλαβεις ότι είναι βιβλιοπωλειο ηταν η παλια πινακιδα που εγραφε με σκουρα ξεφτησμενα γραμματα «Βιβλιοπωλειο».
Πλησιασα δειλα δειλα και ανοιξα την παλια ξυλινη πορτα.
Μπηκα μεσα και ο χωρος ηταν φωτεινος από τα παραθυρα αλλα πολλυ βρωμικος και σκονισμενος.
Τουλαχιστον υπηρχαν βιβλια.
Τα ραφια ηταν γεματο βιβλια και εφταναν μεχρι το βαθος του δωματιου.Προχωρησα μερικα βηματα όταν ενας ανθρωπος εμφανιστηκε πισω από ένα παλιο ξυλινο γραφειο.
«Μπορω να σε βοηθησω μικρε;»με ρωτησε.Ηταν γυρω στα 60 με ασπρα μαλλια και ασπρα γενια,τα γυαλια του ηταν μαυρα και κοκαλινα και καμπουριαζε σαν να ειχε ένα βαρος στην πλατη του.Παρολα αυτά το βλεμμα του ηταν πολλυ αδιακριτο.
«Ψαχνω για καποιο βιβλιο»ψελισσα.
«Καποιο συγκεκριμενο;»με ρωτησε καθως βγηκε από το γραφειο και αρχισε να με πλησιαζει.Ηταν πιο κοντος από μενα και στο χερι κρατουσε ένα βαρυ μεγαλο δερματινο βιβλιο.
«Όχι ιδιαιτερα»απαντησα και εβαλα τα χερια στις τσεπες του τζιν μου.Εκανα ένα βημα πισω.
«Βιβλια για παιδακια σαν εσενα θα βρεις σε εκεινο το ραφι»ειπε και εδειξε με το δεξι του χερι το ραφι πισω μου με τα βιβλια συγχρονης λογοτεχνιας.
Κοιταξα τα υπολοιπα ραφια.
«Τα αλλα ραφια τι εχουν;»ρωτησα και εδειξα με το κεφαλι μου το υπολοιπο δωματιο.
«Τα αυπολοιπα βιβλια είναι για αλλους»απαντησε και εβγαλε τα γυαλια του και τα κρεμασε στην δεξια τσεπη του πουκαμισου του.
«Ποιους αλλους;»ρωτησα με περιεργεια ενώ κοιτουσα ακομη τα απομακρυσμενα ραφια.
«Πολλα ρωτας μικρε.Η παρε ένα βιβλιο η φυγε.»απαντησε με μια ψυχρη φωνη σαν ξυραφι και γυρισε πισω στο γραφειο του.
Εκατσε και ανοιξε το βιβλιο του και αρχισε να το διαβαζει.Εγω κοιτουσα τα ραφια που μου εδειξε που ηταν για παιδια σαν και εμενα όπως ειπε και ξεφυλιζα αδιαφορα βιβλια που τα ειχα διαβασει.
Εριξα μια ματια πισω στον γερο και ειδα ότι ηταν βαθια αποροφημενος στο βιβλιο του και μαλλον δεν με προσεχε.
Πλησιασα τα υπολοιπα ραφια.
Υπηρχαν κυριως παλια βιβλια με δερματινο εξωφυλλο ενώ κανενα δεν ειχε τιτλο στο πλαι.
Καθως εκανα μερικα βηματα κατι σκληρο χτυπησε το ποδι μου.Κοιταξα κατω και ηταν ένα βιβλιο με καφε σκληρο εξωφυλλο.κοιταξα πισω να δω αν με ακουσε ο γερος και τον ειδα να διαβαζει ακομα ενώ εξινε τα γενια του.
Εσκηψα και σηκωσα το βιβλιο.Μπροστα δεν ειχε τιτλο ουτε συγγραφεα και ετσι το ανοιξα.
Οι σελιδες οτυ ηταν παλιες και κιτρινες
Διαβασα την πρωτη σελιδα που ηταν γραμμενη με μευρο μελανι
‘ΑΔΗΣ’
‘Ασμα πρωτο’
‘Στο μεσοστρατι απανω της ζωης μας σε σκοτεινο πλανεθηκα ρουμανι ηταν ο δρομος ο σωστος χαμενος.Αχ τι βαρυ πως ηταν να στορίσω το αγριο δασό σφιχτοδεμενο δασό που ως θυμηθω αναντωνετε η τρομαρα τοσο πικρο που λιγο πιο να ναι ο Χαρος.’
«Τι κανεις εκει;»το βιβλιο μου επεσε από τα χαρια και προσγειωθηκε στο ξυλινο πατωμα με έναν γδουπο.
Ο γερος με κοιτουσε με φρικη και δυσπιστικα μαζι καθως τα χερια του ηταν σφιγμενα γροθιες.
«Το βρηκα κατω και ειπα να το βαλω στην θεση του»ψελισσα οσο πιο δυνατα μπορουσα ένα κρυος ιδρωτας με ελουζε.
«Τι διαβασες;»ρωτησε με ψυχρη αβεβαιη φωνη.
«Σε ρωτησα τι διαβασες;»ξαναρωτησε με μια οκταβα ψιλοτερη.Την ειχα βαψει για τα καλα.
«Δ-δ-δ-δεν ξερω δεν καταλαβα και καλα.Δεν ειχε τιτλο
Ο γερος εσκυψε και πηρε το βιβλιο από το πατωμα και το ανοιξε.Ξαφνικα ανοιξε το στομα του και τα χερια του αρχισαν να τρεμουν.
«Αγγιξες την ‘Θεια Κωμωδια;’»ρωτησε σοκαρισμενος.
Καταπια και μιλησα
«Ετσι νομιζω.»καταφερα να πω
Μετα καταλαβα ότι τοση ωρα μιλουσαμε για την Θεια Κωμωδια του Δαντη αλλα δεν καταλαβαινω γιατι ηταν κακο να την διαβασεις την διδαχτηκαμε και στο σχολειο μονο που εγω ελειπα.
«Παρτο!»φωναξε και μου ετεινε με το χερι του το βιβλιο να το παρω.
«Παρτο σου λεω τωρα είναι δικη σου ευθυνη»ειπε και το βιβλιο ηταν ακομα στο αερα με τα χερια του ακομα να τρεμουν.Δεν ηθελα να το παρω.Αλλα δεν ξερω γιατι το χερι μου σηκωθηκε αυτοματα και το αγγιξε.Ηθελα να το παρω και να τρεξω να εξαφανιστω αλλα δεν γνωριζα γιατι ηθελα να το κανω αυτό.
Αγγιξα το σκληρο εξωφυλλο μετα ακουμπησα με τα δαχτυλα μου τα φυλλα και τελικα το πηρα στα χερια μου.
«Τωρα φυγε!Φυγε και μιας που το ξεκινησες κανονισε να το τελειωσεις.Για δικο σου καλο.»ειπε και εξαφανιστηκε μεσα στην παλια μεταλλικη πορτα που ηταν διπλα μας.Μαλλον ένα ειδος γραφειου η κατι τετοιο.
Κοιταξα εντρομος το βιβλιο.
Τι το κακο ειχε ο Δαντης;Δεν ηταν απαγορευμενο κειμενο αυτό παντου υπηρχε σε όλα τα βιβλιοπωλεια σε ολους τους εκδοτικους οικους σε όλα τα σχολεια.
Κοιταξα γυρω μου.Κανεις μεσα στο μαγαζι.Οι μυγες αρχιζαν να γινονται ενοχλητικες στο αερα και η σκονη από τα ραφια γινοταν αφορητη.
Εριξα μια ματια στην πορτα που μπηκε ο γερος και μετα βγηκα από την βιβλιοπωλειο κλεινοντας την πορτα πισω μου αθορυβα.

Κεφαλαιο 2
Ενιωθα το βιβλιο σαν να ειχε 100 κιλα και με τραβουσε προς τα κατω.Ο ανοιξιατικος αερας φυσουσε και ένα κυμα δροσιας με διαπερασε καθως ανεβηκα τα σκαλια της βεραντας στο σπιτι μου.Ανοιξα με τα κλειδια και μου και ειδα την γιαγια μου να καθετε στην μεγαλη παλια πολυθρονα στο σαλονι και να πινει καφε.
«Ηρθες Τζοναθαν;»με ρωτησε με ένα χαμογελο και κατεβασε το φλυτζανι της στο τραπεζακι με τα μουστοκουλουρα διπλα της.
«Ναι πηγα στο βιβλιοπωλειο μια στιγμη»απαντησα και ενιωσα το βιβλιο να με καιει τα χερια.
«Πηρες τιποτα καλο;»με ρωτησε κοιταζοντας το βιβλιο που ειχα σφιξει στα χερια μου.
Κοιταξα προς την άλλη πλευρα και εγλειψα τα χειλη μου.
«Όχι μην νομιζεις κατι απλο.Θα ειμαι πανω αν με χρειαστεις.»απαντησα γρηγορα και ανεβηκα τα σκαλια τρεχοντας.
Μπηκα στο δωματιο μου και αφησα το βιβλιο πανω στο κομοδινο μου κανοντας έναν γδουπο.Πηγα προς την ντουλαπα και διαλεξα μια μαυρη φορμα και ένα ασπρο μπλουζακι.Τα πηρα και μπηκα στο μπανιο για ένα ντουζ.
Το καυτο νερο ηταν ότι πρεπει για να χαλαρωσω λιγο.Το αφρολουτσο μυριζε φρουτα του δασους και ολο το μπανιο πηρε την μυρωδια των φρουτων.
Μολις τελειωσα σκουπιστηκα,επλυνα τα δοντια μου και ντυθηκα μεσα στο μπανιο.
Μολις ανοιξα την πορτα ειδα την Λουσι να στεκετε ορθια μπροστα από το κρεβατι μου και να είναι σκυφτη σε κατι που κρατουσε.Μαλλον δεν με ακουσε γιατι δεν γυρισε καθολου.Κοιταξα το κομοδινο.
Το βιβλιο ελειπε.
«Όχι!»φωναξα και αμεσως ετρεξα προς το μερος της.
Εκεινη γυρισε τρομαγμενη προς το μερος μου με τα ματια γουρλωμενα.
Της αρπαξα το βιβλιο και το πεταξα στην άλλη ακρη του δωματιο χτυποτας πανω στον τοιχο.
«Τζοναθαν»ειπε σχεδον ψιθυριστα και σοκαρισμενη.
«Γιατι πειραζεις τα πραγματα μου;Δεν σου εχω πει τοσες φορες ότι δεν αγγιζεις τιποτα από εδώ μεσα;»της φωναξα δυνατα και εξαγριωμενα.
Εκεινη εκανε ένα βημα πισω και εβαλε το χερι της στο στομα της βγαζοντας μια πνιχτη κραυγη.
«Όχι όχι Λουσι συγνωμη»ειπα κουνοντας το κεφαλι μου και αμεσως την αγκαλιασα δυνατα.Της χαιδεψα τα μαλλια και της φιλησα το μετωπο.Μυριζε αφρολουτρο κερασι.
«Δεν ηθελα..»κλαψουρισε ενώ εχωσε το προσωπο της στο στηθος μου.Πως ηταν δυνατον να είναι τοσο ευαισθητη;
«Δεν πειραζει δεν εγινε και τιποτα»της ειπα καθησηχαστικα ενώ ετριβα την παλαμη μου στην πλατη της.
Η αληθεια ηταν ότι οντως εγινε κατι μονο που δεν ηξερα ουτε εγω τι.Δεν επρεπε να ανοιξει εκεινο το βιβλιο όπως δεν επρεπε να το ανοιξω ουτε και εγω.
«Ηρθα απλα να σου ζητησω συγνωμη για πριν που σε ειπα ότι δεν εχεις φιλους.Δεν ηθελα να σε κανω να νιωσεις ασχημα»μου ειπε και με κοιταξε ενώ με την αναποδη παλαμη της σκουπισε ένα δακρυ στο δεξι της μαγουλο.
«Και εγω σου ζηταω συγνωμη που σε ειπα φρικιο και σκυλα.»χαμογελασα και της χαιδεψα το μαγουλο.
«Ποτε με ειπες σκυλα;»ρωτησε με τα φυδια της να ζαρωνουν ενώ ένα χαμογελο σχηματιστηκε στα χειλη της.
Κοιταξα τον τοιχο.Ανοιξα το στομα μου να πω κατι αλλα μετα το ξαναεκλεισα όταν καταλαβα ότι δεν ειχα τιποτα να πω τελικα.
«Χαζε»ειπε χαμογελοντας και χαιδεψε τα μαλλια μου.
«Αληθεια τι βιβλιο είναι αυτό;»ρωτησε κοιταζοντας το βιβλιο που ειχε προσγειωθει στην άλλη ακρη του δωματιου.
«Ουτε εγω ξερω για αυτό το πηρα για να το διαβασω»απαντησα.Στην πραγματικοτητα ειλικρινα δεν ηξερα τι βιβλιο ηταν αυτό.
Χαμογελασε και εκανε μεταβολη να φυγει.
«Αληθεια Λουσι,διαβασες καμια σελιδα;»την ρωτησα την ωρα που ανοιξε την πορτα.
«Ναι διαβασα την πρωτη σελιδα και ειλικρινα δεν καταλαβα τιποτα.»ειπε και εκλεισε την πορτα πισω της.
Το αρωμα από το κερασι στα μαλλια της ειχε μεινει ακομα στον αερα.Το βλεμμα μου επεσε πανω στο γραφειο μου που ειχα μια φωτογραφια μαζι της όταν ειμασταν εγω 8 και αυτή 9.Ειμασταν στην αυλη και η Λουσι φορουσε ένα ασπρο ψαθινο καπελο και εγω ημουν μουτρωμενος γιατι δεν με αφηναν να μπω στην φουσκωτη πισινα γιατι ειχα πυρετο.
Ημουν τοσο τυχερος που ειχα μια τετοια αδερφη.Η μαλλον μια τετοια ετεροθαλη αδερφη.Την υοθετησαν οι γονεις μου όταν ηταν 2 μηνων.Το μονο που ξερουμε για την οικογενεια της είναι ότι εχει αγνωστο πατερα και η μανα της είναι ναρκομανης χαμενη καπου στο Λος Αντζελες.
Όταν πεθαναν οι γονεις μου δεθηκαμε τοσο πολλυ που σχεδον δεν μποσουσαμε μακρυα ο ενας από τον αλλον.Οταν στεναχωριοταν στεναχωριομουν και εγω,όταν γελουσε γελουσα και εγω,όταν πονουσε πονουσα και εγω,η Λουσι ειναι η ζωη μου,την αγαπω όπως την αναπνοη.
Κοιταξα το βιβλιο.
Πλησιασα προς το μερος που ειχε πεσει και το σηκωσα.Τελικα ηταν αρκετα βαρυ.Με το ματι καταλαβα ότι πανω κατω θα ηταν γυρω στις 600 σελιδες.Καθησα στο κρεβατι και το ανοιξα.Ξαναδιαβασα την πρωτη σελιδα ξανα και ξανα ενώ δεν καταλαβαινα τιποτα από το νοημα της οσο και να προσπαθουσα.Διαβασα την Δευετρη.
‘Και καθως η βαρκα ταξιδευε ταρακουνιομασταν πανω κατω γιατι οι εξαγριωμενες ψυχες ηθελαν να μας πνιξουν.’
«Τι στο…;»ειπα με σφιγμενα δοντια ενώ εκλεισα το βιβλιο με δυναμη.
Σηκωθηκα και βγηκα από το δωματιο με φορα.
Κατεβηκα τα σκαλια τρεχοντας και ανοιξα την εξωπορτα βγαινοντας εξω χωρις να απαντησω την γιαγια μου που με ρωτησε που παω.
Αρχισα να τρεχω γρηγορα και ο αερας εκανε τα ματια μου να τσουζουν από την αλεργια μου στην γυρη.Το προβλημα μου κάθε ανοιξη.
Όταν εστριψα στο βιβλιοπωλειο του κυριου Παολινι σταματησα να τρεχω.
Κοιταξα το κτηριο από πανω μεχρι κατω και μπηκα μεσα .Ο Παολινι στεκοταν πισω από το παλιο γραφειο του και ξεδιαλεγε κατι παλια βιβλια βαζοντας πανω τους τιμη.
Μολις με ειδε εβγαλε τα γυαλια του και τα ματια του ανοιξαν από την εκπληξη.
«Τι θες εσυ εδώ;»με ρωτησε με αυστηρη φωνη.
«Θελω να μου πεις τι στο διαολο είναι αυτό που μου εδωσες!»φωναξα ενώ κουνουσα το βιβλιο μπορστα του στον αερα.
«Δεν σου το εδωσα μικρε,εσυ το πηρες μονος σου»απαντησε με ηρεμο υφος βαζοντας τα χερια του στις τσεπες του παντελονιου του.
«Εσυ ειπες ότι είναι δικη μου ευθηνη τωρα,τι στο καλο συμβαινει εδώ θελω να μου πεις τωρα!»τριριξα και κοπανησα το βιβλιο πανω στο γραφειο του με δυναμη που σηκωσε ένα κυμα σκονης και ενας εκωφαντικος βαρυς ηχος εσκισε τον αερα.
«Από την στιγμη που το διαβασες σου ανηκει.Εστω και να το αγγιξεις είναι δικο σου δενεσε μαζι του δεν σε αφηνει σε ησυχια μεχρι να το ολοκληρωσεις μεχρι την τελευταια λεξη.»απαντησε με αυστηρο τροπο ενώ εβαλε ξανα τα γυαλια του στερεονοντας πανω στην μυτη του.
«Δηλαδη εγω και η Λουσι…»ειπα μεσα από τα δοντια μου στον εαυτο μου κανοντας ένα βημα πισω.
«Θες να μου πεις ότι το διαβασε και άλλος ανθρωπος;»ρωτησε εκπληκτος.
Κουνησα το κεφαλι μου ζαλισμενος.
«Διαολε!»φωναξε και χτυπησε την παλαμι του πανω στο γραφειο του σηκονοντας και άλλη σκονη.
«Τι τρεχει με αυτό το βιβλιο πες μου τωρα»ειπα με σχεδον ψιθυρηστη τρεμαμενη φωνη.
«Ακου μικρε δεν θελω να μπλεξω για αυτό καλα θα κανεις να το ολοκληρωσεις γρηγορα και μετα να το καψεις.Με καταλαβες;»ειπε και το βλεμμα του ηταν τοσο αυστηρο όπως των δασκαλων όταν πιανουν τα παιδια στην ταξη να κανουν αταξιες.
«Ακου να σου πω γερο δεν με νοιαζει ποιος εισαι η γιατι ειχες αυτό το βιβλιο αλλα εγω θελω να μαθω τι τρεχει με αυτό το βιβλιο εδώ και τωρα!»του ειπα με ψυχρη φωνη σαν παγος.
Διστασε μια στιγμη αλλα μετα με προσπερασε αποφασισμενος.
«Ελα μαζι μου»ειπε και μπηκε μεσα στην πορτα που τον ειχα δει να χανετε τις προαλες.
Τον ακολουθησα με γρηγορα βηματα.
Το δωματιο ηταν σκοτεινο και ειχε πανω στον τοιχο γεματα ραφια.Δεν υπηρχαν παραθυρα μονο μια παλια λαμπα πετρελαιου να κρεμετε για να δινει λιγοστο φως.Παντου υπηρχε σκονη και βρωμια ενώ χαρτια και βιβλια ηταν πεταμενα στο πατωμα.Ο γερος πατησε τα πεταμενα χαρτια και πηγε προς ένα ραφι που κρεμοταν στον τοιχο γεματο σκονη οπου υπηρχαν βιβλια.Ψιλαφησε λιγο και μετα εβγαλε ένα χαρτι,έναν φακελο,παλιο και καφε με σκισμενες ακρες.
Γυρισε προς το μερος μου και τον ανοιξε.Εβγαλε από μεσα ένα παλιο κιτρινο και ευαισθητο χαρτι με καφε σχεδια και λατινικες λεξεις.
«Αυτό είναι η τελευαταια σελιδα από το Ευαγγελιο»ειπε και με κοιταξε.
«Δεν είναι όμως όπως τα υπολοιπα ευαγγελια.Ειναι διαφορετικα γραμμενη.»
«Όταν λες διαφορετικα γραμμενη;»ρωτησα
«Λεει αλλα πραγματα.»απαντησε και χαμογελασε.
«Αλλα πραγματα…;»ειπα σχεδον από μεσα μου.
«Και δεν μπορω να καταλαβω τι σχεση εχει το βιβλιο που μου εδωσες με αυτό;»ρωτησα τελικα.
«Τι βιβλιο δεν είναι η θεια κωμωδια του Δαντη μικρε»ειπε σοβαρα.
«Και βεβαια είναι,την διδαχτηκα στο σχολειο είναι ακριβως η ιδια εισαγωγη.»ειπα
«Είναι η Θεια Κωμωδια,αλλα όχι του Δαντη.Ο Δαντης εγραψε στην Θεια Κωμωδια για την Κολαση το Καθαρτηριο και τον Παραδεισο.Τα εγραψε όπως τα ειχε φαναστει εκεινος ηταν ένα εργο λογοτεχνικο.Αυτο όμως που κρατας είναι η Θεια Κωμωδια του Ζοφιήλ.»
«Οριστε;»ρωτησα σμιγοντας τα φρυδια μου.
«Εισαι και ασχετος αναθεμα σε!»μουγκρισε και εβαλε την σελιδα μεσα στον φακελο.
«Ο Ζοφιήλ είναι ενας από τους Μεγιστους Αγγελους του Θεου.Ειναι εκεινος που εδιωξε τον Αδαμ και την Ευα από τον Παραδεισο.Εγραψε την τελευταια σελιδα του προτοτυπου Ευαγγελιου μαζι με τον Αγγελο Αναιήλ.Όπως επισης εγραψε και αυτό το βιβλιο.»Ειπε βαζοντας τον φακελο πισω στο ραφι.
«Και εγω τι σχεση εχω με όλα αυτά γιατι να κρατησω το βιβλιο;»ρωτσα μπερδεμενος,ο τυπος με δουελευε μπροστα στα ματια μου για αγγελους και βλακιες.
«Οποιος αγγιζει αυτό το βιβλιο καιγετε ζωντανος σε δευτερολεπτα.Εσυ όμως δεν καηκες.»ειπε.
Το κεφαλι μου αρχισε να βουιζει.
«Και η αδερφη μου το αγγιξε και δεν επαθε τιποτα.»
Τα ματια του ανοιξα διαπλατα και εκανε ένα βημα πισω.
«Αβατον και Αματιήλ»ψιυθρισε σοκαρισμενος και εκανε άλλο ένα βημα πισω μεχρι που επεσε πανω σε ένα ραφι με σκονη.Εγω εμεινα αν τον κοιταζω με φρυδια ζαρωμενα.
Ξαφνικα γονατισε και ακουμπησε το μετωπο του στο πατωμα.
«Άναρχε Λόγε, ιεραίς δεήσεσι, των Χερουβείμ Σεραφείμ, Εξουσιών Θρόνων, και θείων Δυνάμεων, Αγγέλων Αρχαγγέλων τε, Αρχών Κυριοτήτων, τα σα ελέη τα πλούσια, δώρησαι ημίν ως φιλάνθρωπος.Εκ των σκανδάλων του εχθρού, ω Σεραφείμ ρύσασθέ με, Εξουσίαι Χερουβείμ ικετεύω, Κυριότητες, Αρχαί και Θρόνοι και Αρχάγγελοι, συν τοις Αγγέλοις πάσι, τον Λυτρωτήν ικετεύσατε.»ελεγε πνιχτα ένα τα χερια του ειχαν σφιχτει σε γροθιες.
«Τι κανεις εκει;»ρωτησα και εκανα ένα βημα μπροστα.
«Νοεραί σε Δυνάμεις, νυν καθικετεύουσιν εύσπλαχνε Κύριε, Εξουσίαι Θρόνοι, Σεραφείμ Κυριότητες Άγγελοι, συν τοις Αρχαγγέλοις και ταις Αρχαίς• Ίλεως έσο τω λαώ σου, και σώσον ως εύσπλαγχος.Ρυσθήναι με της εκεί, αποκειμένης κολάσεως, δεήθητε Χερουβείμ, Θρόνοι Κυριότητες, Άγγελοι Αρχάγγελοι, Αρχαί και Δυνάμεις, τον Δεσπότην πάσης κτίσεως.Φωτός φώτα δεύτερα, του πρώτου όντες, άγιοι Άγγελοι, εν μεθέξει αΰλω και πανολβίω καταφαιδρύνεσθε• όθεν κραυγάζω• Τον νουν μου φωτίσατε, εσκοτισμένον αεί βίου τοις πάθεσιν.»συνεχιζε εκεινος χωρις να μου δινει σημασια.
Εμοιαζε να προσευχετε.
«Πάσαι αι ουράνιαι δυνάμεις των αγίων Αγγέλων και Αρχαγγέλων, πρεσβεύσατε υπέρ ημών των αμαρτωλών.Άγγελον ειρήνης, πιστόν οδηγόν, φύλακα των ψυχών και των σωμάτων ημών, παρά του Κυρίου αιτησώμεθα.»ειπε ξανα και μετα σηκωσε αποτομα το κεφαλι του προς το μερος μου.Τα ματια του εμοιαζαν τρελα και ειχε μια εκφραση ικανοποιησης.
Εκανα ένα βημα πισω.
«Άγιε Μιχαήλ Αρχάγγελε, υπεράσπισέ μας την ημέρα της μάχης, γίνε ο φρουρός μας ενάντια στην κακία και στις παγίδες του διαβόλου. O Θεός ας τον επιτιμήσει, παρακαλούμε ταπεινά, κι Εσύ, Άρχοντα της Επουρανίου Στρατιάς, με τη Δύναμη του Θεού, ρίξε στην Κόλαση το Σατανά και όλα τ' άλλα πονηρά πνεύματα, που περιφέρονται ανά τον κόσμο, αναζητώντας τον όλεθρο των ψυχών με την βοηθεια του Αματον. Αμήν.»¨ειπε και κοιταζοντας με με ένα τρελο χαμογελο.
«Δεν καταλαβαινω»ειπα κουνοντας το κεφαλι μου.Γυρισα πισω να φυγω όταν με αρπαξε από το μανικι της μπλουζας μου.
«Το βιβλιο και τα ματια σου»ειπε πνιχτα και εγω τραβηχτηκα αποτομα για να ξεφυγω με από τελεσμα να τον ριξω κατω.Αρχισα να τρεχω προς την εξωπορτα όταν φωναξε από πισω μου.
«Παρε τον Ιερεα.Θα τον βρεις στην Εκκλησια την Κυριακη παει και εκομολογητε μετα την Λειτοουργεια.Πες του σε εστειλε ο Παολινι.Εκεινος θα σου πει τι να κανεις εσυ καιη αδερφη σου.»ειπε και εγω εκλεισα την πορτα πισω μου με δυναμη αφου πηρα το βιβλιο πανω από το παλιο γραφειο.
Κεφαλαιο 2

Μπηκα μεσα στο σπιτι με αργα βηματα προσπαθοντας να μην γινω αντυληπτος στην γιαγια μου που καθοταν στο σαλονι βλεποντας τηλεοραση.
Προσπερασα το χωλ και ανεβηκα τις σκαλες όταν η φωνη της γιαγιας μου με προλαβε
«Τζοναθαν γυρισες;»γυρισα και την ειδα να στεκετε στην βαση της σκαλας και να με κοιταζει με απορια.
«Ναι ειμαι λιγο κουρασμενος θα παω να ξαπλωσω»ειπα κοφτα και γυρισα πλατη.
«Δεν θες να σου ετοιμασω κατι να φας;»ρωτησε
«όχι ευχαριστω»ειπα πισω από τον ωμο μου όταν ξαναγυρισα και την κοιταξα.
«Γιαγια;»
«Ναι αγορι μου»
«Που είναι η Λουσι;»
«Στο δωματιο της» ειπε και εγω εκανα μεταβολη και εφυγα.
Όταν εφτασα εξω από την το δωματιο της Λουσι χτυπησα την πορτα με τρια ελαφρα χτυπηματα.
Δεν πηρα απαντηση.
Ανοιξα αργα την πορτα και κοιταξα μεσα.
Το δωματιο ηταν σκοτεινο και εκεινη ηταν ξαπλωμενη στο κρεβατι της.
Κοιμοταν.
Πλησιασα αργα και εκατσα διπλα της.χαιδεψα τα μακρυα καστανα μαλλια της και εκεινη ταρακουνηθηκε λιγο.Δεν ηθελα να την ξυπνησω κοιμοταν τοσο ηρεμα.Ηταν τοσο ομορφη όταν κοιμοταν ετσι.
Εκεινη όμως ανοιξε τα ματια της και με κοιταξε με ένα χαμογελο
«Τζοναθαν;»ειπε νυσταγμενα.
«Δεν ηθελα να σε ξυπνησω»ειπα και ανακαθησα καλυτερα διπλα της.
«Όχι δεν πειραζει,εγινε κατι;»ειπε και ετριψε τα ματια της.
«Βασικα θελω μια χαρη»ειπα και αρχισα να τριβω τις παλαμες μου νευρικα.
Εκεινη με κοιταξε σμιγοντας τα φυδια της και γερνοντας το κεφαλι της στο πλαι.
Πηρα μια βαθια ανασα.
«Θελω να παμε αυριο εκλησσια.
~~~~~~~~~~~~~
Ανοιξα τα ματια μου και κοιταξα το ηλεκτρονικο ρολοι στο κομοδινο μου.Ελεγε 7.30 ακριβως.
Σηκωθηκα από το κρεβατι και αμεσως πηγα στο μπανιο να πλυνω τα δοντια μου.Εφτιαξα λιγο τα μαλλια μου στον καθρεφτη και μετα πηγα στην ντουλαπα.
Διαλεξα ένα ασπρο πουκαμισο και ένα μαυρο παντελονι και τα φορεσα.
Όταν κατεβηκα κατω η Λουσι με περιμενε στην κουζινα να πινει καφε με την γιαγια μου.
Μολις με ειδε χαμογελασε και σηκωθηκε ορθια.
«Καλημερα»ειπα και φιλησα την γιαγια μου στο μαγουλο.
«Καλημερα Τζοναθαν.Θα πατε εκκλησια εμαθα.»ειπε και ηπιε μια γουλια καφε από την κουπα της.
«Ναι ετσι λεμε»ειπα και εκανα νοημα στην Λουσι να ανοιξει την πορτα.
Εκεινη φορεσε πρωτα το μαυρο δερματινο μπουφαν της και ανοιξε την τεραστρια ασπρη παλια πορτα.
Βγηκε εξω και την ακολουθησα ενώ πανω από τον ωμο μου ειπα στην γιαγια
«Φτιαξε λαζανια για το μεσημερι»κλεινοντας την πορτα πριν προλαβω να ακουσω απαντηση.
Προχωρησα διπλα στην Λουσι βγαινοντας από τον κηπο του σπιτιου και βρεθηκαμε στον δρομο.
«Τι είναι αυτό;»ρωτησε
«Θα σου πω μετα»ειπα και εχωσα την ΄Θεια Κωμωδια΄βαθια κατω από το παλτο μου για να μην γινει αντυληπτη σε κανεναν αλλον.
~~~~~~~~~~~~~
Όταν η Λειτουργια και το Κυρηγμα τελειωσε σηκωθηκα από τις θεσεις μας.
«Ελα λιγο μαζι μου» ειπα στην Λουσι και πηγαμε προς την δεξια πτερυγα της Εκκλησιας εκει που βρισκοταν το Εξομολογητηριο.
Ειχα σκοπο να βρω αυτόν τον ιερεα για να του δωσω το βιβλιο εν ηθελα να εχω καμια σχεση με αυτό το παλιο πραμα και ηθελα να τελειωσει σημερα.Εφοσον ηξερε τον Παολινι θα του το γυρνουσε πισω και όλα θα τελειωναν.Καθως φτασαμε στο Εξομολογητηριο που βρισκοταν διπλα από το γραφειο του Ιερεα της Ενοριας ειδα μια φιγουρα με μακρυα μαυρα καπα και κουκουλα να στεκετε ορθιος με γυρισμενη πλατη.
Μολις ακουσε τα βηματα μας πανω στο παρκε γυρισε και μας κοιταξε.
Το προσωπο του ηταν χλωμο και τα ματια του ηταν μπλε,ειχε μια σοβαρη εκφραση ενώ στο μετωπο του ειχε ένα μεγαλο τατουαζ σε σχημα σταυρου.
«Εσυ εισαι ο Ιερεας;»ρωτησα χωρις καν να το σκεφτω,ενώ η Λουσι μου τραβηξε το χερι ψιθιριζοντας να φυγουμε.
«Ποιος εισαι εσυ;»ρωτησε με μια βαρια φωνη,τοσο βαρια αλλα και υπεροχη συναμα.
«Ειμαι ο Τζοναθαν Γκρει και από δω η αδερφη μου Λουσι Γκρει.»απαντησα και εκανα ένα βημα μπροστα.
Εκεινος με κοιταζε με τα γεματα δυσπηστια.
Εκενα ένα ακομη βημα μπροστα όταν σηκωσα το βιβλιο πανω στον αερα.
«Δεν θελω τιποτα άλλο απλα θελω να παρεις το βιβλιο και να το δωσεις πισω στον Παολινι γιατι από μενα δεν το παιρνει και τζαμπα με εστειλε εδώ»ειπα.
Εκεινος εκανε ένα βημα πισω και ανοιξε τα ματια του εντρομος.
Αμεσως εβγαλε ένα κρεμαστο σταυρο από την εσωτερικη τσεπη του και τον κρατησε σφιχτα στην χουφτα του.Εκλεισε τα ματια του σφιχτα.
«Δόξα σέ Σένα πού φανέρωσες τό φῶς.Δόξα στό Θεό, πού εἶναι στόν οὐρανό, καί στή γῆ ἄς ἔρθει ἡ εἰρήνη, διότι ὁ Θεός ἔδειξε στούς ἀνθρώπους τήν ἀγάπη του.»μουρμουρηζε μεσα από τα δοντια του.
«Όχι άλλες προσευχες»μουρμουρησα και εγω αγανακτησμενος
««…γιατί ο Θεός αυτού του αιώνα, έχει τυφλώσει τη σκέψη των ανθρώπων,ώστε να μην μπορούν να δουν το φως του ευαγγελίου...» συνεχιζε εκεινος σαν παραμηλητο.
«Δεόμεθα Σου, Κύριε ο Θεός των Πατέρων ημών, δος, ίνα λυθώσι τα εκ μαγείας, μαγγανίας, βασκανίας και πάσης σατανικής ενεργείας δεσμά αυτού και αφανισθώσι πάντα τα πονηρά έργα, διά της επικλήσεως του Παναγίου Πνεύματος Θεού Σαβαώθ.Αμην.»
Ειπε και σηκωσε το κεφαλι του να με κοιταξει.Τα ματια του ηταν ψυχρα και επιθετικα και ένα ριγος διαπερασε το κορμι μου.
«Ευχαριστω Κυριε,Καιρος ηταν» ειπε μεσα από τα δοντια του πιο πολλυ προς τον εαυτο του.
Μετα εβαλε τον σταυρο πισω στην τσεπη του και κατεβασε την κουκουλα του δειχνοντας το κοντοκουρεμενο κεφαλι του.
«Πως το βρηκες αυτό τα βιβλιο;»ρωτησε ενώ δεν κουνηθηκε ουτε εκλεισε καθολου τα ματια του.
«Σου ειπα στου Παολινι,μου ζητησε να ερθω να σε βρω»απαντησα ενώ ενιωθα διπλα μου την Λους να τρεμει.
«Και να φανταστω θελεις να μαθεις το γιατι»ρωτησε ακομα ακινητος.
«Ναι η αληθεια είναι.»ψελισσα.Γυρισα και κοιταξα την Λους να με κοιταζει εντρομη.
«Μη φοβασαι»ψιθυρισα
«Πρεπει να φοβασαι»απαντησε ο Ιερεας σαν να ακουσε αυτό που ειχα πει.
«Ξερεις σε τι μπελαδες εμπλεξες μικρε;»ρωτησε ένω εγειρε το κεφαλι του προς το πλαι.
«Περιμενω να μου πεις»ειπα γεματος αυτππεποιθηση.
«Ελα μαζι μου»ειπε και με προσπερασε ενώ ένα κυμα μυρωδιας λιβανι εισεπνευσα που εροχταν από κεινον.
Βγηκαμε από την εκκλησια και η Λους με τραβηξε το χερι
«Σε παρακαλω τι εγινε εδώ περα πες μου»με παρααλεσε με σφιγμενα δοντια.
«Παμε για να μαθουμε»ειπα και κοιταξα τον Ιερεα που ειχε απομακρυνθει μερικα μετρα.
Περπατησαμε πιο γρηγορα για να συμβαδισουμε το βημα μας.
Σε ολη την διαδρομη ημασταν ολοι σιωπηλοι ενώ δεν εβλεπα και πολλυ κοσμο στους δρομους και αυτους που εβλεπα κοιτουσαν τον Ιερεα με περιεργια και φοβο μερικες φορες.
Τελικα καταληξαμε εξω από το βιβλιοπωλειο του Παολινι.
Ο Ιερεας ανοιξε την πορτα και μας εκανε νοημα να περασουμε.Μολις μπηκαμε μεσα ο γερο-Παολινι σηκωθηκε ορθιος πισω αποτ ο γραφειο του και του επεσαν τα γυαλια από τα χερια.
«Δεν με περιμενες ετσι Μορτιμερ;»ρωτησε ο Ιερεας και τραβηξε μια σκονησμενη καρεκλα και σωριαστηκε κατω με χαρη.
«Η αληθεια είναι πως όχι Πατερ.»τραυλισε ο Παολινι και μας κοιταξε στην συνεχεια.
«Τα παιδια πρεπει να τα πεις την αληθεια Παολινι»ειπε ο Ιερεας ενώ εβγαλε αποτην τσεπη του ένα μεγαλο ασημενιο κερμα και αρχισε να παιζει με αυτό και τα δαχτυλα του.
«Δεν νομιζω ότι ειμαι ο καταληλος Πατερ.Εξαλου με εσενα θα δουλεψουν»ειπε και εκατσε παλι στην καρεκλα πισω από το παλιο του γραφειο.
«Για μισο,για ποιον θα δουλευουμε;»ρωτησα ένα σηκωσα το χερι μου στον αερα.
«Εγω δεν δουλευω για κανεναν»ειπα ψυχρα κοιταζοντας ποτε τον έναν ποτε τον αλλον.
«Και βεβαια θα δουλεψεις»ειπε ο Ιερεας και σηκωθηκε. «’Αματον»ειπε και με κοιταξε βαθια στα ματια.
«Τι λες;»ρωτησα μπερδεμενος.»
«Βλεπω συναντηθηκες και με τον Αματιήλ»ειπε ξανα και κοιταξε την Λουσι.Η Λουσι κρυφτηκε από πισω μου και εσφιξε το πουκαμισο μου δυνατα κανοντας το ζαρες.
«Δεν καταλαβαινω τι λες»του φωναξα με μια φωνη σαν ξυραφι και εκανα ένα βημα πισω.
«Αληθεια δεν θυμασαι τιποτα Αματον;Δεν θυμασαι ποσο ωραια ηταν εκει πανω,πριν αποτυχεις;»ειπε και εκανε ακομα ένα βημα προς το μερος μου.
«Εισαι για δεσιμο»ειπα μεσα από τα δοντια μου.
«Σου το ειπα ισως κανουμε λαθος»ειπε ο Παολινι κοιταζοντας τον Ιερεα.
«Με έναν τροπο θα το μαθουμε.»ειπε και γυρισε πισω στο τραπεζι.Αμεσως εβγαλε από την τσεπη του έναν σταυρο ένα κλειδι και ένα κομματι καθρεφτη.Τα τοποθετησε όλα πανω στο τραπεζι και μας κοιταξε.
«Διαλεξε ένα.Οποιο θες»ειπε με προστακτικη φωνη.
«Θα ξεμπερδεψω μετα;»ρωτησα και εσφιξα τα χερια μου γροθιες.
«Ναι»ειπε και χαμογελασε σκληρα.
Πλησιασα και απλωσα το χερι μου και πηρα τυχαια στα χερια μου το κλειδι.
«Επρεπε να το καταλαβω»μουρμουρησε και με κοιταξε.
«Αναφιήλ»ειπε με ικανοπηση.
«Τι λες;Θα μου εξηγησει κανεις τι τρελα είναι όλα αυτά;»ειπε εξοργισμενος και κοιταξα επιμονα τον Ιερεα και μετα τον Παολινι.
«Αματιήλ ελα εδώ»ειπε ο Ιερεας και κοιτουσε την μερια της Λουσι.
Η Λουσι δεν κουνηθηκε.
«Την λενε Λουσι ηλιθιε»ειπε μεσα από τα δοντια μου.
Εκεινος γελασε και μετα σηκωθηκε.
«Λουσι ελα εδώ και διαλεξε και εσυ ένα.Για να ειμαστε σιγουροι.»
Η Λουσι πλησιασε δειλα δειλα και σηκωσε τον καθρεφτη στα χερια της.Μετα με κοιταξε.
«Τουλαχιστον σε εσενα δεν πεσαμε εξω.»ειπε ο Ιερεας και κουνησε το κεφαλι του ικανοποιημενος.
«Τι είναι αυτά που λες;»ρωτησα και η φωνη μου ηταν γεματη δηλητηριο.
Εκεινη την ωρα μπηκε μεσα μια γυνακα,επισης με μακρυα μαυρη καπα αλλα χωρις κουκουλα.Ηταν γυρω στα 30 με μαυρα μαλλια μαζεμενα προς τα πισω και ειχε και εκεινη ένα τατουαζ σε σχημα σταυρου στο μετωπο όπως και ο Ιερεας.
Μας κοιτουσε με σφιγμενα χειλη και επειτα κοιταξε τον Ιερεα και μετα τον Παολινι.
«Καταρχας να συστηθουμε.»ειπε ο Ιερεας και πηγε προς το μερος της γυναικας και σταθηκε διπλα της κοιταζοντας εμας.
«Από δω η Καλμίγια,μια από τις 7 φυλακες του 7ου Ουρανου.Καλμίγια,ο Αναφιήλ και η Αμτιήλ,ο Κράτορας της Θεϊκής σφραγίδας και των κλειδιών του Ουρανού και η προστατης της Αληθειας και της δικαιοσυνης.»

Kεφαλαιο 4
«Εισαι για δεσιμο ετσι;»ρωτησα τον Ιερεα με σφιγμενα χειλη και με μια αισθηση του χιουμορ να βγαινει από μεσα μου ενώ εκεινος με κοιτουσε χαμογελοντας ποτε εμενα και ποτε στην γυναικα.
Εκεινη όμως δεν εδιχνε και ιδαιτερα χαρουμενη.Τα ματια της ηταν σοβαρα και αυστηρα ενώ τα χειλη της μια λεπτη γραμμη.Μας κοιταζε και εμενα και την Λουσι αυστηρα ενώ μετα στραφηκε προς τον Ιερεα.
«Που τα βρηκες αυτά σε κανενα νηπηαγωγειο;»ρωτησε τον ιερεα ενώ δεν ηταν καθολου αστειο η πειραγμα.Αντιθετως το ελεγε στα σοβαρα.Μα ποσο μικροι ημασταν πια?Εγω φετος τελειωνα το Λυκειο και η Λουσι ηταν ηδη έναν χρονο στο κολεγιο.
«Αυτοι ηρθαν σε εμενα Καλμίγια.»απαντησε με ηρεμη φωνη ενώ τυλιξε τα χερια του στο στηθος του πεισματαρικα.
«Μη με λες ετσι εδώ περα.»απαντησε εκεινη με αυστηρη φωνη ενώ κουνησε το κεφαλι της αρνητικα.
«Ενταξει λοιπον.Αλισον.Αυτοι ηρθαν και με βρηκαν με το βιβλιο.Για αυτό σου ζητησα να ερθεις εδώ περα να βγαλουμε μια ακρη.»ειπε εκεινος και εκανε μερικα βηματα προς τον Παολινι ο οποιος ειχε μεινει να κοιταζει αναυδος τοση ωρα που ειχε μπει η Αλισον στο δωματιο.
«Η Καλμίγια.»μουρμουρησε μεσα από τα δοντια του τοσο σιγα που με δυσκολια τον ακουσα καθως στεκομουν διπλα του.
«Δεν περιμενα να σε ξαναδω μετα από τοσους αιωνες Αλισον»ειπε ο Παολινι και εκατσε στην παλια ξυλινη καρεκλα πισω από το γραφειο του.
Εβαλε τα γυαλια του και κοιταξε εμενα και την Λουσι και επειτα ξανα την Αλισον.
«Ολοι καποτε μια μερα θα συναντηθουμε Μορτιμερ,ειτε εδώ ειτε εκει»ειπε και χαμογελασε-πρωτη φορα οση ωρα βρισκοταν στο δωματι ενώ ο Ιερεας εβγαλε από την τσεπη του ένα ρολοι.
«Δεν εχουμε και πολλυ ωρα στην διαθεση μας,ας το λυσουμε εδώ»ειπε και εβαλε το ρολοι τσεπης στην θεση του.
«Εμεις φευγουμε»ειπα απαοφασιστηκα και προσπαθησα να κανω την φωνη μου οσο πιο σκληρη μπορουσα αλλα μαλλον καταφερα να φανω περισσοτερο φοβισμενος από ότι ημουν.
«Κατσε πρωτα μικρε να ακουσεις αυτά που εχουμε να σου πουμε και μετα εισαι ελευθερος να πας απου θες και εσυ και η αδερφη σου.»ειπε η Αλισον με παγερη φωνη σαν παγος ενώ εκατσε στην απεναντι καρεκλα και ακουμπησε τα χερια της που ηταν τυλιγμενα παντου μεχρι τις παλαμες της πανω στο τραπεζι.
«Μολις τελειωσουμε θα σε αφησουμε να φυγεις στο λογο μου.»ειπε ο Ιερεας και με κοιταξε επιμονα καθως σωριαστηκε και εκεινος στη καρεκλα διπλα στην Αλισον και βρισκοταν αναμεσα σε εκεινη και τον Παολινι.
Εγω και η Λουσι βρισκομασταν απεναντι τους,ορθιοι και φοβισμενοι.Ειχαμε την αισθηση ότι περνουσαμε από μια εξεταση η ένα δικαστηριο και αυτό εκανε την Λουσι να σιγοτρεμει διπλα μου.
«Δηλαδη αν σας ακουσουμε θα φυγουμε και δεν θα μας ξαναενοχλησετε ποτε ξανα;»ρωτησα ενώ σταυρωσα τα χερια στο στηθος μου και κοιταξα την Λουσι η οποια ειχε ιδρωσει.
«Ναι,θα σας αφησουμε να φυγετε.Αν μπορεσετε»απαντησε ο Ιερεας με την αυστηρη φωνη του και το επισης αυστηρο βλεμμα του να επιστρεφει.
«Τι ενοεις;»ρωτησα καχυποπτα.
«Κατσε και θα μαθεις»ειπε και η βαρια φωνη του ηταν τοσο ηρεμη όμως αντοιχησε δυνατα στο ησυχο και ηρεμο δωματιο.
Κοιταξα την Λουσι η οποια κοιταξε με την σειρα της εμενα.Την εκανα νοημα να καθησουμε και εκεινη κοιταξε λιγο την τριαδα που βρισκοταν απεναντι μας και επειτα εμενα.Τελικα εκανε μερικα βηματα και εκατσε στην καρεκλα απεναντι από αυτους.Εκατσα και εγω με την σειρα μου διπλα της και επιασα το χερι της κατω από το τραπεζι.
Τα προσωπα τους ηταν ανεκφραστα και μας τρυπουσαν και οι 3 με τα ματια τους ενώ τα τατουαζ σε σχημα σταυρου στο προσωπο του Ιερεα και της Αλισον τους εκαναν πιο τρομακτηκους από ότι φαινοταν.
«Θα σας πουμε τα βασικα,τα υπολοιπα θα πρεπει αν τα θυμηθητε μονοι σας με τον καιρο.»ξεκινησε να λεει ο Ιερεας σκυβοντας προς τα μπροστα πανω στο τραπεζι και τυλιξε τις παλαμες του.
«Πως θα γινει αυτό;»ρωτησα.
«Από μονο τους θα δεις.»απαντησε και χαμογελασε ελαφρα,τα μπλε ματια του όμως που ηταν σαν την θαλασσα δεν ηταν χαρουμενα.
«Ξερετε πως δημιουργηθηκε ο κοσμος ετσι;»ρωτησε και σηκωσε το κεφαλι του.
«και βεβαια ξερουμε»απαντησα βαριεστημενα.Μαθημα κοσμολογιας θα μας εκανε τωρα;
«Πριν την δημιουργια του κοσμου ο Θεος εφταιξε τους αγγελους. Κατά τις Γραφές, το Βιβλίο του Ενόχ καθώς και όλους τους μελετητές τους θέματος, οι Άγγελοι ακολουθούν μια κάποια Ιεραρχία και χωρίζονται σε Χορωδίες. Δηλαδή, υπάρχουν 3 Χορωδίες που αποτελούνται από 3 Ιεραρχίες (ή Τάγματα) η κάθε μία. Η πρωτη χορωδια εινα τα Σεραφειμ, ΣεραφείμΗ ανώτατη Ιεραρχία. Τα Σεραφείμ βρίσκονται γύρω από τον Θεό ψάλλοντας ακατάπαυστα Τρισάγια. Η ύπαρξή τους υφίσταται χάρη στην δύναμη και αγάπη του Θεού, είναι δηλαδή κατά κάποιο τρόπο η υλοποίηση αυτής τη
Nantia Hale_Biers
Nantia Hale_Biers
Moderator
Moderator

Αριθμός μηνυμάτων : 18
Points : 9277
Ημερομηνία εγγραφής : 16/08/2011

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Midnight (by Nantia Hale_Biers) Empty Απ: Midnight (by Nantia Hale_Biers)

Δημοσίευση από Nantia Hale_Biers Τρι Σεπ 06, 2011 12:39 pm

τρόπο η υλοποίηση αυτής της δύναμης και αγάπης. Λέγεται ότι η φλόγινη λάμψη τους είναι τέτοια, που μονάχα ο Θεός μπορεί να την αντέξει, ούτε καν τα Θεία πλάσματα των άλλων Ιεραρχιών. Στην Αποκάλυψη, αναφέρονται ως τα 4 Θεία Θηρία, που κάθε ένα έχει 4 πρόσωπα και 6 φτερούγες.Δευτερα είναι τα Χερουβιμ, Δεύτερη σημαντικότερη Ιεραρχία. Τα Χερουβείμ είναι οι Φύλακες της Γνώσης του Θεού και συχνά αναφέρονται και ως οι αρματηλάτες του Θεού. Τα Χερουβείμ επίσης είναι εκείνα που κατεβαίνουν συχνά στον κόσμο για να εκτελέσουν τις διαταγές του Θεού. Για παράδειγμα, οι πρωτόπλαστοι εξορίστηκαν από τον κήπο της Εδέμ από ένα Χερουβείμ. Η Βιβλική τους παρουσία αναφέρεται ως πολύ παρόμοια με εκείνη της Σφίγγας και αυτή τους η μορφή στολίζει την Κιβωτό της Διαθήκης καθώς και τον Ναό του Σολόμωντα. Αναφέρονται και ως Γαλείμ.Και τα Οφανείμ, Τρίτη και τελευταία Ιεραρχία της Πρώτης Χορωδίας. Σκοπός των Οφανείμ είναι να μεταφέρουν την δικαιοσύνη του Θεού στην γη, οι εκτελεστές δηλαδή της Θείας Δίκης. Οι Γραφές τα περιγράφουν με πολύ δυσνόητο παρουσιαστικό, ως φωτεινές ρόδες καλυμμένες από πάμπολλα λαμπερά μάτια.Η Δευτερη Χορωδια τωρα. Τα Χασμαλείμ (Κηριότης). Η πρώτη Ιεραρχία της Δεύτερης Χορωδίας είναι τα Θεία πλάσματα που «γεφυρώνουν» την Πρώτη Χορωδία με την Τρίτη. Λαμβάνουν εντολές από τα Σεραφείμ και Χερουβείμ και είναι υπεύθυνα για την τάξη του κόσμου. Η μορφή τους είναι άγνωστη, μιας και δεν παρουσιάζονται σχεδόν ποτέ στους θνητούς, ούτε ασχολούνται με τα εγκόσμια. Τα Μαλακείμ & Ταρσισείμ (Αρχές) Τα Θεία πλάσματα αυτής της Ιεραρχίας έχουν αποστολή να διατηρούν την μορφή του φυσικού κόσμου και α απονέμουν ευλογίες στον υλικό κόσμο. Με άλλα λόγια, είναι υπεύθυνα για την κίνηση των πλανητών, τα καιρικά φαινόμενα κλπ. αλλά και οι εκτελεστές των Θεϊκών θαυμάτων. Οι Κρατούντες Είναι μια μικρή ομάδα εκλεκτών Θείων πολεμιστών που σκοπός τους είναι να διαφυλάττουν τα σύνορα μεταξύ Παραδείσου και Κόλασης, καθώς και να απωθούν τις δαιμονικές επιθέσεις. Επίσης, διαφυλάττουν την ασφαλή μεταβίβαση των ψυχών από την γη στα ανώτερα επίπεδα. Κατά τις Γραφές, από αυτή την Ιεραρχία προήλθαν οι περισσότεροι έκπτωτοι άγγελοι.Η Τρίτη Χορωδία είναι Οι Εξουσιαστές .Αυτοί οι ανώτεροι ιεραρχικά άγγελοι της Τρίτης Χορωδίας έχουν αποστολή και σκοπό να καθοδηγούν και να προστατεύουν τα έθνη αλλά και να εποπτεύουν τις υπευθυνότητες τους αγγέλους των δύο τελευταίων ιεραρχιών.
Και τελος οι ΑρχάγγελοιΠολλές είναι οι διαφωνίες ως προς την θέση που έχουν αυτά τα Θεϊκά πλάσματα και συχνά αναφέρονται στην Πρώτη Χορωδία. Η σύγχυση μάλλον προέρχεται από την συνήθεια να χρησιμοποιούμε κυρίως τον όρο «άγγελοι» για όλα τα Θεϊκά πλάσματα, με αποτέλεσμα η ονομασία «Αρχάγγελοι» (που σημαίνει «ανώτεροι άγγελοι») να μας παραπέμπει στην σκέψη ότι είναι οι ανώτεροι όλων. Κατά μερικούς όμως οι Αρχάγγελοι έχουν μονάχα δυο σκοπούς: να εποπτεύουν και να καθοδηγούν τους αγγέλους αλλά και να αναλαμβάνουν χρέη «στρατηγών» των αγγελικών στρατιών σε περιόδους μάχης.Ακολουθουν βεβαια και αλλοι αγγελοι που θα στους πω άλλη φορα.»
Εμεινα να τον κοιταζω αποβλακωμενος όπως και η Λουσι.
«Τι στο καλο λες;μας εχεις εδώ τοση ωρα και μας μαθαινεις για τους αγγελους;»ρωτησα γερνοντας το κεφαλι μου στο πλαι.
«Μα να μην ξερεις από πού προερχεσε Τζοναθαν;»ρωτησε και εγειρε προς τα πισω ακουμποντας την πλατη της καρεκλας
«Αν καταλαβα καλα μας θεωρειτε αγγελους ετσι;»ρωτησα γελοντας.Γυρισα και κοιταξα την Λουσι αλλα εκεινη ηταν σοβαρη.
«Δεν το νομιζουμε απλα.»μιλησε αυτή την φορα η Αλισον.
«Αυτό ηταν δεν καθομαι να ανεχτω τετοια κοροιδια»ειπα αγανακτησμενα και σηκωθηκα τραβοντας και την Λουσι μαζι.
Ξαφνικα ένα χερι με αρπαξε από τον δεξι μου ωμο και με εσπρωξε τοσο δυνατα ενώ με πεταξε στον τοιχο χτυποντας την πλατη μου και βγαζοντας μια πνιχτη κραυγη καθως μου κοπηκε η ανασα.Ακουσα την Λουσι να τσιριζει και μετα ειδα τα ματια του Ιερεα-μπλε σαν την θαλασσα και μυστηρια σαν τον ωκεανο-να με κοιτανε επιμονα καιτα χειλη του να είναι σφιγμενα καθως βρισκοταν ελαχιστον εκατοστα από το προσωπο πιανοντας με από τον λαιμο.
Η ανασα μου δυσκολευοταν να βγει και εκεινος δεν εδειχνε να πτοητε από αυτό ενώ συνεχηζε να με σφιγγει.
«Αποδεξου αυτό που εισαι επιτελους!»φωναξε. «Ποιος ο λογος να σου πουμε ψεματα;Σας χρειαζομαστε και εσενα και την αδερφη σου!Το βιβλιο σας εφερε σε εμας μετα από τοσους αιωνες.»ειπε και τα ματια του ειχαν θυμο ενώ τα φρυδια του ηταν σμυγμενα.
«Δεν ειμαι….»πηγα να πω αλλα εκεινη την ωρα με αρπαξε με το άλλο χερι τον λαιμο μου και γυρισε αποτομα τον αυχενα μου κανοντας με να πονεσω.
«Αν δεν εισαι τοτε τι είναι αυτό εδώ;»ρωτησε σοβαρα και σιγανα αυτή ητν φορα.
«Ποιο σημαδι;»ρωτησα ανησυχος.Για ποιο σημαδι ελεγε που βρισκοταν στον λαιμο μου;
«Αυτό.»ειπε και με εσπρωξε προς τον καθρεφτη που βρισκοταν πισω από το παλιο γραφειο του Παολινι.
Κοιταξα τον λαιμο μου στο σημειο που ειχε το δαχτυλο του ο Ιερεας.
Κατω από τον λοβο του αυτιου μου υπηρχε ένα αχνο καφε σημαδι σε σχημα αστραπης.Ηταν τοσο μικρο και διακριτικο που πρωτη φροα το εβλεπα στην ζωη μου.
Ο Ιερεας με αφησε και πηγε προς την Λουσι.Εντρομος παρακολουθουσα να την πιανει και αν την γυρναει τον λαιμο προς το μερος μου όπως ακριβως ειχε κανει και με εμενα.
«Ελα να δεις.Και αυτή εχει το σημαδι.Οπως και εγω και ολοι μας!»ειπε σφιχτα μεσα από τα δοντια του.Πλησιασα προς την Λουσι η οποια ετρεμε στα χερια του Ιερεα και ειχε κλεισει τα ματια της σφιχτα.Ευχομουν να μην την πονουσε.
Εσκυψα και ειδα ότι στον δεξιο λοβο του αυτιου της ειχε ένα ολοιδιο σημαδι με το δικο μου.Μετα ο Ιερεας εγειρε το κεφαλι του και εδα και το δικο του σημαδι.
«Δεν είναι δυνατον.»Ειπα κοφτα και εκανα ένα βημα προς τα πισω.
Ο Ιερεας αφησε την Λουσι η οποια ετρεξε ως τον τοιχο και ακουμπησε πανω του ενώ με πλησιασε αργα.
«Θα θυμηθεις Τζοναθαν.Θα σε βοηθησουμε να θυμηθεις και εσυ και η αδερφη σου.Ξερω σου είναι δυσκολο αλλα μην φοβασαι.Δεν πρεπει να φοβασαι.Δεν υπαρχει λογος.»η φωνη του ητα τοσο καθυσηχαστικη και ακουγοταν γλυκια στα αυτια μου.Τα ματια μο βαρυναν και το κεφαλι μου κονετευε να σπασει ενώ η καδια μου χτυπουσε σαν τρελη.Το τελευταιο πραγμα που θυμαμαι είναι η Λουσι να με κοιταει με τα ομορφα πρασινα ματια της καθως σωριαστηκα στο πατωμα.
***

Ξυπνησα στο κρεβατι μου με βαρυ κεφαλι.Μου ερχοταν να το κοψω για να ανακουφιστω.Ευχηθηκα όλα οσα ειχα δει να είναι ονειρο.Αλλα δυστυχως δεν ηταν.Ο Ιερεας και η Λουσι στεκοταν απεναντι μου παρακολουθοντας με την ωρα που ανακαθησα στο κρεβατι μου.
«Τι θες εδώ;»ειπα ζαλισμενος στο Ιερεα ενώ εκεινος επειζε με ένα κοκκινο ζαρι στο χερι του.Σηκωσε το κεφαλι του και με κοιταξε.
«Ηθελα να δω αν είσαι καλα.»ειπε καισηκωθηκε από την καρεκλα.Διπλα του η Λουσι δαγκωνε τα χειλη της που ειχαν ματωσει.
«Θα σε δει η γιαγια μου»ειπα μισκοκοιμησμενος και εξαντλημενος ενώ ετριψα τα ματια μου με τις παλαμες μου.
«Λειπει.Αλλιως δεν θα ερχομουνα.»ειπε και εκατσε στην ακρτη του κρεβατιου μου.
«Τωρα που εισαι ηρεμος μπορουμε να μιλησουμε ετσι;»ειπε και τα ματια του ηατν γεματα ελπιδα.
Αναστεναξα και κοιταξα προς την Λουσι. «Σε επεισαν και εσενα ετσι;»την ρωτησα ενώ εκεινη κουνησε το κεφαλι της καταφατικα γεματη ενοχη.
«Λουσι θα σε πειραζε να μας αφησεις λιγο μονους με τον αδερφο σου;»ρωτησε ο Ιερεας ευγενικα και εκεινη σηκωθηκε αμεσως και βγηκε από το δωματιο σιωπηλη κλεινοντας πισω την πορτα της.
Ο Ιερεας γυρισε προς το μερος μου και με κοιταξε.
«Θελω να σου δειξω κατι»ειπε και αμεσως σε κλασματα δευτερολεπτου αρπαξε το χερι μου και το αφιξε δυνατα.Ενιωσα έναν οξυ πονο,όχι στο χερι μου,αλλα σε ολο μου το σωμα.Τα παντα ξαφνικα σκοτηνιασαν και όταν ανοιγοκλεισα τα ματια μου βρεθηκα μπροστα στο κενο.Κοιταξα κατω και ειδα πλανητες ενώ μια αστρεφτερη λαμψη επεφτε με ταχυτητα φωτος πανω στην γη.Μια φωνη μιλησε στα βαθυ του μυαλου μου.Ηταν η φωνη του Ιερεα,βαρια και ηρεμη. «Η πτωση είναι το πρωτο πραγμα που νιωθεις.Σαν να σε τρυπανε χιλιαδες κομματια γυαλιου στο σωμα σου.Συνεχιζεις να πεφτεις και να νιωθεις ότι δεν θα τελειωσει ποτε.»
Η φωνη σταματησε και εγω βρεθηκα σε μια αυλη γεματη γρασιδι και λυλουδια ενώ υπηρχαν δεντρα και ένα καθαρο ποταμι.
Στο βαθος ειδα μια μορφη να παλευει να σηκωθει από το πατωμα.Ηταν μια γυναικα με μαυρα μακρυα μαλλια και ειχε παντου πανω της αιμα και λασπη.
Ξαφνικα εμφανηστηκε άλλη μια μορφη διπλα της.Ενας αντρας ντυμενος στα λευκα και με 2 ασπρα μεγαλα φτερα στην πλατη του.Την βοηθησε να σηκωθει και ο ουρανος ξαφνικα από γαλαζιος σκοτεινιασε και εγινε κοκκινος σαν το αιμα.Κοιταξαν και οι δυο προς τα πανω και ξαφνικα εμφανηστικαν άλλες 3 μορφες αγγελων με διαλυμενα ματωμενα φτερα και σκιμενα ασπρα ρουχα.Ηταν 2 αντρες και μια κοπελα με κοκκινα μαλλια η οποια εβγαζε κραυγες πονου.
Ξαφνικα,σαν να με τραβηξε ένα χερι βρεθηκα πισω στο δωματιο μου με τον Ιερεα να με κοιταζει με αγωνια.
«Λοιπον τωρα μας πιστευεις;»ρωτησε και τα ματια του εγιναν παλι αυστηρα.
«Τι ηταν ολο αυτό;»ειπα ψιθυριστα ενώ κοιτουσα δεξια και αριστερα περιμενοντας να εμφανηστει κανενας αγγελος η καμια χτυπημενη γυναικα.
«Η Πτωση της Αλισον και της Δικης μου.»ειπε με ηρεμο τονο αλλα η φωνη του εκρυβε μια πικρια.
«Θεε μου»ειπα πνιχτα ενώ ιδρωτας αρχισε να σταζει.
Ηταν αληθεια λοιπον όλα οσα ειχε πει.Ηταν εκπτωτοι.Και εγω με την Λουσι τι ημασταν;Όλα αρχισαν αν συνδεονται σαν ένα κομματι παζλ.Το σημαδι που ειχαμε ολοι μας,Η αποστροφη μου προς την εκκλησια και τους σταυρους.Ολα εγιναν ξεκαθαρα.Μαλλον ημουν Εκπτωτος.Θεε μου τι ειχα κανει;Γιατι τα ειχα κανει;Γιατι να μην θυμαμαι τιποτα;
«Γιατι,πεσατε»ειπα με δυσκολια.
«Η Αλισον απετυχε σε μια απαοστολη της και εγω πηρα το μερος της.»ειπε σιγανα ενώ εν ατρεμουλο βγηκε στην φωνη του.
«Λυπαμαι.»ειπα.Δεν μπορουσα να πω και τιποτς άλλο.Αυτο είναι το χειροτερο παγμα στο κοσμο.Απετυχαν.Ξεπεσαν.Ειχαν αραγε καμια ελπιδα;
«Το Αγιο Πνευμα σε εφερε σε εμας Τζοναθαν ,θα προσπαθησουμε να βρουμε την 7η σφραγιδα και θα αναληφθουμε παλι στους ουρανους.»ειπε ενώ εσφιξε τα χερια του για να κρυψει το ελαφρο τρεμουλο.
«Ποιες σφραγιδες;»ρωτησα
«Τις σφραγιδες του Θεου για την Αποκαλυψη.Η 7η σφραγιδα λειπει.Χωρις αυτήν δεν υπαρχει αποκαλυψη.Δεν υπαρχει Σωτηρια.Ησουν ο φυλακας των Σφραγιδων θα ξερεις πώς να τις βρεις»ειπε και με κοιταξε στα ματια.
«Δεν θυμαμαι..»ειπα πνιχτα.Ηθελα να τον βοηθησω αλλα δεν ηξερα πως.
«Μην ανυσηχεις θα θυμηθεις σιγα σιγα.»ειπε απαλα και σηκωθηκε από το κρεβατι.
«Ποιος αγγελος εισαι;Ενοω ολοι εχουμε ονοματα,το δικο σου πιο είναι;»ρωτησα καθως εφαρμοζε τον μανδυα του εκει που ειχε τσαλακωθει.
«Απλα να με λες Πατερ»ειπε χαμογελοντας και πηγε προς την πορτα.
«Αληθεια και κατι ακομα»τον διεκοψα την ωρα που πηγε να ανοιξει την πορτα. «Εγω ειμαι εκπτωτος;»ρωτησε ενώ καταπια μια φορα.
«Ναι»απαντησε ηρεμα.
«Και τι εκανα και εκδιωχθηκα;Εχασα την Σφραγιδα;»ρωτησα περνοντας μια ανασα.
«Όχι,»απαντησε «Πηρες το μερος του Εωσφορου στην Εξεγερση των Αγγελων.»ειπε και τα ματια μου ανοιξαν διαπλατα από το σοκ.Εκεινος χαμογελασε και ανοιξε την πορτα.
«Στην Πυλη της Κολασης το μετανιωσες όμως και γυρισες πισω.»ειπε και βγηκε εξω κλεινοντας την πορτα πισω του αθορυβα.
Κεφαλαιο 5

Δαγκωσα τα χειλη μου και τα χερια μου ειχαν σχοιματιστει γροθιες.Μα τι ειχα κανει;Ειχα παρει το μερος του Εωσφορου στην Εξεγερση;Ειχα χασει τελειως το μυαλο μου;Εκλεισα τα ματια μου και εχωσα το προσωπο μου αναμεσα στα χερια μου.Μα γιατι δεν θυμομουν τιποτα;
Σηκωθηκα αποτομα από το κρεβατι και βγηκα από το δωματιο μου.Κατεβηκα τις σκαλες και ειδα την Λουσι με τον Ιερεα να καθονται στο τραπεζι πινοντας τσαι η καφε ενώ ο Ιερεας ειχε στο χερι του το μεγαλο κοκκινο ζαρι.
Μολις με ειδε η Λουσι το προσωπο τη φωτιστηκε και μου χαμογελασε.Σηκωθηκε από την καρεκλα και ηρθε προς το μερος μου.
«Νιωθεις καλυτερα;»με ρωτησε και με αγκαλιασε από τους ωμους.Το αγγιγμα της με προκαλεσε ένα κυμα ζεστασιας αλλα και ντροπης.
«Ναι μια χαρα.»ειπα και τραβηχτηκα λιγο παραπισω ενώ της χαμογελασα.
Ο Ιερεας σηκωθηκε και εκανε ένα βημα προς το μερος μας.
«Λουσι καλη μου ερχεσε λιγο μεσα;»ειπε και της χαμογελασε.Ηταν ένα σφιχτο χαμογελο αλλα δεν επαυε να ηταν χαμογελο.Εκεινη κουνησε το κεφαλι της και αφου με κοιταξε για μερικα δευτερολεπτα εκανε μεταβολη και πηγε προς το σαλονι ενώ ο Πατερ την ακολουθησε με τον μαυρο του μανδυα να γλυφει το πατωμα.
Εκατσα στην καρεκλα και εκλεισα τα ματια μου.
«Πως νιωθεις;»με ρωτησε μια φωνη και ταρακουνηθηκα από την καρεκλα.Η Αλισον στεκοταν από πανω μου με το βλεμμα της καρφωμενο στο δικο μου.
«Δεν σε ακουσα να ερχεσε»ειπα σιγανα ενώ ξεφυσηξα για τριτη φορα.
«Η αληθεια είναι ότι ειμαι πολλυ διακρητηκος τυπος»ειπε και χαμογελασε ψευτικα.Μπορει με τα χειλη να χαμογελουσε αλλα όχι με τα ματια.Εμοιαζε ένα κουρασμενο και ηρεμο πλασμα,οπου ολη η κακια του κοσμου ειχε πεσει πανω του,φαινοταν τοσο αθωα.Αλλα όταν θυμωνε μπορουσε να γινει πολλυ κακια και καθολου αθωα ουτε ευγενικη.
«Εισαι καλα»με ξαναρωτησε και εκατσε στην καρεκλα διπλα μου.
«Εχω νιωσει και καλυτερα,δεν είναι λιγο μεσα σε ένα 48ωρο να μαθαινεις τετοια πραγματα για το παρελθον σου.»ειπα και εφερα την κουπα της Λουσι στα χειλη μου πινοντας μια γουλια καφε με γαλα.
Εκεινη ειχε καρφωσει το βλεμμα της στο πιατο με τα κρακερ μπροστα της και εβαλε τα χερια της πανω στο τραπεζι.
«Δεν είναι και το καλυτερο να τα μαθαινεις ετσι,θα ηταν πιο καλο το να τα ηξερες από μονος σου.»
«Γιατι όμως δεν τα θυμαμαι;»ρωτησε και εσκυψα μπροστα.
«Κανενας Εκπτωτος δεν θυμαται τιποτα,σταδιακα επανερχετε η μνημη από την στιγμη που θα ερθεις σε επαφη με ουρανια σωματα,σαν εμας»ειπε και σηκωσε το κεφαλι να με κοιταξει.
«Εσεις πως θυμαστε;Σας ειπε κανεις;»
«Εμεις δεν ειμαστε εκπτωτοι Τζοναθαν.»ειπε και εσφιξε τα χειλη της ενώ εγω ειχα μεινει με το στομα ανοιχτο.
«Μα γιατι ειστε εδώ;»ρωτησα μπερδεμενος
«Εχουμε μια αποστολη,θελουμε να βρουμε την 7η Σφραγιδα.»
«Μα ειδα την πτωση σας»ειπα σιγανα.
«Δεν ηταν δικη μας.Θυμησου τι ακριβως ειδες»ειπε και εσκυψε μπροστα κοιταζοντας με στα ματια.
«Μια γυναικα,να φωναζει,να προσπαθει να σηκωθει και να την βοηθαει ενας αγγελος.»
«Τι άλλο;»
«Ενας άλλος αγγελος να παιρνει από πισω φωτια»
«Ο Παολινι.Τι άλλο ειδες;»
«Προσπαθουσε να βοηθησει την γυναικα,νομιζω ενας άλλος ανδρας ηταν διπλα της στο χωμα σχεδον αναισθητος.»
«Ο Αδαμ»
Σηκωσα το κεφαλι μου σοκαρισμενος.
«Τι;»
«Η Πτωση του Αδαμ και της Ευας,ο Αγγελος Ραζιηλ τους εδιωξε,εμεις τους βοηθησαμε να σταθουν στα ποδια τους.»ειπε και κοιταξε μπροστα της ωρα που ερχοταν ο Ιερεας στο δωματιο.
«Ηθελα να τα θυμηθεις από μονος σου αλλα μαλλον δεν γινοταν»ειπε ο Ιερεας και εβγαλε παλι το κοκκινο ζαρι από την τσεπη του.
«Τα σημαδια στο μετωπο τα εχουμε επειδη ειμαστε ακομα αγγελοι και εχουμε παει με αυτό το σωμα στον Παραδεισο.Εσυ ο Παολινι η Λουσι ο Ντανιελ και η Τζεσικα ειστε εκπτωτοι.»
«Ποιοι είναι αυτοι;»ρωτησα
«Θα τους γνωρισεις.Θα κανουμε μια μικρη επισκεψη αποψε»
…………………………………

Αφου επεσε το σκοταδι περπατησαμε εγω ο Ιερας η Αλισον και η Λουσι τουλαχιστον 3 χιλιομετρα μεσα στον ανοιξιατικο αερα ενώ τα ζωηφυια εκαναν αγωνες δρομου γυρω από τα αυτια μου και τα ματια μου.
Όταν φτασαμε σε μια παλια πολυκατοικια ανεβηκαμε 2 οροφους με σκαλια ενώ προσπαθουσα να μην πατησω τον μακρυ μανδυα της Αλισον που ηταν μπροστα μου.Οταν φτασαμε εξω από μια παλια ξυλινη πορτα ο Ιερεας ανοιξε με μια γρηγορη κινηση και μπηκε μεσα στο φωτεινο δωματιο ενώ ακουλουθησαμε και εμεις.
Ηταν ένα μεγαλο σαλονι με δερματινους μαυρους καναπεδες ενώ η πλασμα τηλεοραση στον τοιχο ηταν κλειστη,υπηρχαν παντου πινακες ενώ οι τοιχοι ειχαν ένα απαλο πορτοκαλι χρωμα.Στον έναν καναπε καθοταν μια κοπελα,γυρω στην ηλικια μου με μακρυα μαυρα μαλλια και πρασινα ματια ενώ επαιζε με ένα ασπρο παιχνιδιαρικο γατακι που το ειχε στην αγκαλια της ενώ ένα αγορι στεκοταν στο παραθυρο με μαυρα μαλλια και μπλε ματια.Θα μπορουσε να πει κανεις ότι ηταν και αδερφια.Μολις μα ειδαν το αγορι χαμογελασε ικανοπιητικα ενώ το κοριτσι σηκωθηκε από τον καναπε αφηνοντας το γατακι να πεσει απαλα πανω στα δερματινα μαξιλαρια.
«Επιτελους νομιζα δεν θα ερχοσασταν ποτε»ειπε το κοριτσι με κελαιδιστη φωνη ενώ μας χαμογελουσε.
Το αγορι από πισω της πλησιασε και αυτος ενώ εδωσε το χερι του προς εμενα.
«Ντανιελ»ειπε με ηρεμο τονο και εσφιξε το χερι μου.»Εσυ πρεπει αν εισαι ο Τζοναθαν,και η ομορφη δεσποινης πρεπει να είναι η αδερφη σου η Λουσι»ειπε και χαμογελασε προς το μερος της Λουσι φερνοντας τα χειλη του στο πανω μερος της παλαμης του.Η Λουσι κοκκινησε και χαμογελασε ενώ η άλλη κοπελα με αγκαλιασε σγιχτα και αγαρμπα.
«Και εγω ειμαι η Τζεσικα.»ειπε και αγκαλιασε το ιδιο και την Λουσι.
«Ελατε μην στεκεστε ορθιοι»ειπε η Τζεσικα και μας ετεινε με το χερι της να κατσουμε στους καναπεδες.
Ο Ιερεας και η Αλισον ειχαν ηδη κατσει και μας κοιτουσαν σχεδον βαριεστημενα.
Όταν τελικα κατσαμε εγω και η Λουσι ο Ντανιελ και η Τζεσικα εκατσαν απεναντι μας διπλα στον Ιερεα και την Αλισον.
«Χαιρομαι που γνωριζω και αλλον Εκπτωτο εκτος από τον Παολινι»ειπε χαρουμενα η Τζεσικα ενώ κουνιοταν περα δωθε στην θεση της.
«Εσεις θυμαστε τα παντα;»ρωτησε η Λουσι σκυβοντας μπροστα.
«Ναι,για 9 μερες και για 9 νυχτες πεφταμε,δεν θα το ξεχασω ποτε αυτό.»μουρμουρησε ο Ντανιελ σχεδον από μεσα του αλλα ηταν αρκετα δυνατα ώστε να με κανει να ανατριχιασω.
«Ακομα δεν μπορω να το πιστεψω ότι σας βρηκαμε,χωρις εσενα Αναφιηλ νομιζα ότι θα εμενα εδώ κατω μεχρι την Αποκαλυψη»ειπε μορφαζοντας στην τελευται λεξη.
«Να τον λες καλυτερα Τζοναθαν,εξαλου ουτε σε εσενα δεν αρεσει να σε φωναζουμε Λαϊλά ουτε τον Ντανιελ Άβαδδον.»ειπε η Αλισον και χαμογελαδε προς την Λουσι ενώ εκεινη εκανε μια γκριματσα και σταυρωσε τα χερια της.
«Το να βρουμε την 7η Σφραγιδα θα είναι η αποδειξη μας ότι ειμαστε ακομα πιστοι στον Θεο και δημιουργο μας ανεξαρτητως το τι καναμε τοτε.»ειπε ο Ντανιελ και κοιταξε εξω από το παραθυρο.
«Αρκει βεβαια να μην εχουμε εμποδιο.»ειπε μεσα από τα δοντια του και σηκωθηκε αποτομα από τον καναπε τρεχοντας ως ένα μπαουλο στην άλλη ακρη του δωματιου.
Η Αλισον και ο Ιερεας τον ακαολουθησαν ενώ από μεσα από το μπαουλο εβγαζαν οπλα,από στιλετα και σταυρους μεχρι τοξα με βελη.Μονο η Αλισον εβγαλε ένα βιβλιο που εμοιαζε με ευαγγελιο.
«Ηρθαν ξανα»ειπε η Τζεσικα σιγανα ενώ επιασε ξαφνικα εμενα και την Λουσι από το μπρατσο και μας πηγε ,μπροστα από μια τεραστια βιβλιοθηκη η οποια με ένα αγγισμα της Τζεσικας ανοιξε μεσα από τον τοιχο.Μας εριξε μεσα στο σκοτεινο δωματιο που βρησκοταν πισω από αυτό ενώ τροαμκτηκες κραυγες εσκιζαν την νυχτα εξω.Οι οποιες δεν ηταν ανθρωπινες.
Η Τζεσικα κοιταξε πισω της και μετα κοιταξε εμας.
«Ότι και αν γινει,μην φωναξετε»ειπε και εκλεισε την βιβλιοθηκη πισω της αφηνοντας μας μεσα στα σκοταδια και τον φοβο.

Κεφαλαιο 6

Ενιωθα την Λουσι διπλα μου να τρεμει και όταν επιασε το χερι μου και το εσφιξε στο δικο της μου μετεδωσε το τρεμουλο σχεδον αμεσως.
«Τζοναθαν,φοβαμαι.»ειπε ψιθυριστα αλλα η φωνη της εσπασε σαν παγος όταν τον πεταμε κατω και γινετε χιλια κομματια.
«Μη φοβασαι Λουσι,ειμαι εγω εδώ,όλα θα πανε καλα»ειπα με εξισου σιγανη φωνη και την αγκαλιασα μεσα στο πηχτο σκοταδι.
Από εξω,δηλαδη μεσα στο δωματιο ακουγοταν κραυγες και μουγκριτα,θαρουσες ότι είναι από καποια ζωα,αλλα δυστυχως μεσα μου ηξερα ότι ηταν κατι άλλο από απλα ζωα.
Καπου καπου ακουγα την Αλισον να μουρμουριζει καποια λογια και μερικες φορες να φωναζει σε καποια γλωσσα που δεν την ειχα ξανακουσει ποτε μου.
Οι υπολοιποι δεν ηξερα τι εκαναν.Το μονο που ακουγα ηταν γυαλικα να σπανε,υφασμτα να ξεσκιζονται,και μαχαιρια να ακονιζουν.
Σε μια στιγμη ακουστηκε ενας γδουπος,μαλλον κατω στο πατωμα,καποιος η κατι επεσε κατω και ετριξε το ξυλινο πατωμα κατω από τα ποδια μου.
Η Λουσι στην αισθηση αυτή με αγκαλιασε πιο σφηχτα,εφερε το κεφαλι της στο στερνο μου και εσφιξε με το δεξι ελευθερο χερι της το πουκαμισο μου πανω από τον ωμο μου.
Τα μαλλια της μυριζαν κερασι.
Παντα ειχε μια ομορφη και ακαταμαχητη μυρωδια.
Παντα η ιδια ηταν ομορφη και ακαταμαχητη.
Όταν τελικα όλα ημερεψαν,δεν ακουγοταν πλεον τιποτα από το μπροστινο μερος της βιβλιοθηκης εκει που βρησκοταν το δωματιο.
Το δωματιο ηταν πολλυ σκοτεινο,δεν μπορουσα να διακρινω τιποτα,και ειχε κρυο και υγρασια εκει μεσα.
Μυριζε όμως ξυλο και θυαμιατο.
Καπου στο βαθος ακουγοταν ένα ρολοι,ένα εκρεμμες.
Μειναμε για λιγα λεπτα με την Λουσι σιωπηλοι και ακινητοι όταν ξαφνικα ανοιξαν τα ραφια της βιβλιοθηκης μπροστα μας.
Η Τζεσικα ειχε παντου πανω στα ρουχα της αιματα,ευτυχως όχι δικα της,και τα μαλλια της ηταν ανακατωμενα,λες και ειχε μολις ξυπνησει η λες και καποιος την αρπαξε από το μαλλι.Στο δεξι της χερι κρατουσε ένα στιλετο με κοκκινη λαβη και πρασινες πετρες πανω του.
Παρα την εμφανηση της εμοιζε να είναι ηρεμη.
«Ελατε»ειπε και ανοιξε χωρο να περασουμε μπροστα.
Επιασα την Λουσι από την μεση της και την τραβηξα ελαφρως μπροστα κανοντας μερικα αργα βηματα προς το σαλονι,το οποιο ηταν εμπολεμη ζωνη.
Το τραπεζι ειχε αναποδογυρισει,οι καρεκλες ειχαν πεσει κατω,οι πορτοκαλι κουρτινες ειχαν σκιστει,τα τζαμια ειχαν σπασει μαζι και με κατι βαζα και καποια ποτυρια.Παντου στους τοιχους υπηρχε αιμα και ένα ειδος γλιτσας.
«Τι εγινε εδώ;»ρωτησε η Λουσι με φοβισμενο τονο.
Η Αλισον ειχε κατσει σε έναν αθικτο καναπε και ετριβε τα χερια της με ένα νερο που εβγαζε από ένα πλαστικο κιτρινο μπουκαλακι.Ο Ντανιελ ειχε γονατισει και μαζευε τα σπασμενα γυαλια από τα τζαμια και η Τζεσικα σωριαστηκε στον καναπε διπλα στην Αλισον.
Ολοι τους ειχαν αιματα στα ρουχα και βρωμια.
Ολοι εκτος από τον Ιερεα,ο οποιος στεκοταν στην ακρη του τραπεζιου και καθαριζε καποια στιλετα με ένα πανι από την γλιτσα και το αιμα.
Σηκωσε το κεφαλι του και μας κοιταξε.
«Ειστε καλα;»ρωτησε και ξαναγυρισε στην δουλεια.
«Μια χαρα δεν παθαμε τιποτα,αλλα τι εγινε εδώ περα;»ρωτησα κοιταζοντας την Λουσι η οποια ειχε χλωμιασει διπλα μου.
«Ενδιαμεσοι.Αθλιοι κοπριτες νομιζα ότι θα ερθουν τα μεγαλα αφεντικα τωρα δεν μπορω να ξαναγυρναω φτου και από την αρχη.»μουρμουρησε ο Ντανιελ ενώ ηταν ακομα σκυμενος πανω από τα γυαλια που τα μαζευε σε έναν καδο διπλα του.
«Από ότι φαινετε ειπαν να στειλουν δοκιμαστικα αυτους να προετοιμασουν το εδαφος,ποτε δεν στελνεις τους καλυτερους στρατιωτες σου στην πρωτη γραμμη της μαχη αλλωστε.»ειπε ο Ιερες και αφησε κατω το στιλετο του και μας κοιταξε.
«Θα θελετε να μαθαιτε τι ηταν αυτά και τι ηθελαν ετσι;»ρωτησε γερνοντας το κεφαλι του στο πλαι.
Δεν κουνηθηκαμε.Απλως περιμενα.
«Οι Ενδιαμεσοι είναι πλασματα της Κολασης είναι αναμεσα στην Γη και την Κολαση για καποια δουλεια που τους στελνουν οι ‘μεγαλυτεροι΄ να κανουν.Για παραδειγμα στην συγκεκριμενη φαση ηρθαν για να σας σκοτωσουν»
Ένα ριγος με διαπερασε και η Λουσι από διπλα μου ψιθυρισε κατι.
«Δεν τους αρεσει να μαζευονται αλλοι εκπτωτοι γιατι ετσι υπαρχει αυξημενη πιθανοτητα να βρεθει η Σφραγιδα από εμας.Και η άλλη περιπτωση είναι ότι εδώ και 1.200 χρονια περιπου ψαχνουν την Σφραγιδα.Εχω βαρεθει να τους εξοντωνω και παλι εμφανιζονται.Μην φοβασται όμως δεν είναι απειλη για εσας,αρκει να μαθαιτε να τους πολεματε»ολοκληρωσε και εκατσε στην καρεκλα.
«Πατερ!»φωναξε η Τζεσικα και βρεθηκε σε κλασματα δευτερολεπτου διπλα μου με τα ματια της διαπλατα ανοιχτα από ενθουσιασμο.
«Λυπαμαι Τζεσικα θα το αναλαβει η Καλμιγια,ελωστε εσυ πρεπει να μας εφοδιαζεις με οπλα ξεχασες;»απαντησε ο Ιερεας με ευγενικο τονο.
Ακομα με φοβιζε η φωνη του μερικες φορες,τοσο βαρια και απαλη σιναμα που ηταν.
«Ναι σωστα,παντα η Αλισον παιρνει τους καινουργιους εγω δηλαδη να μην..»
«Τζεσικα σε χρειαζομαστε αλλου σου ειπα.»την διεκοψε ο Ιερεας παλι με ηρεμο και ευγενικο τονο.Φαινοταν όμως ότι επαιζε με την υπομονη του.
«Εγω παντως θελω τα μεγαλα αφεντικα.Μην σου πω ΤΟ μεγαλο αφεντικο αλλα δυστυχως αυτό είναι δουλεια αλου.»ειπε ο Ντανιελ και εδειξε με τον δεικτη του αριστερου χεριου του προς τα πανω.
«Ντανιελ τα μεγαλα αφεντικα ερχονται από στιγμη σε στιγμη,οι προφητειες εχουν βγει,στο 4 φεγγαρι θα είναι εδώ»ειπε ο Ιερεας και εβγαλε από την τσεπη του το κοκκινο ζαρι.
«Θα εχουνε προλαβει να ερθουν ολοι οι Εκπτωτοι ως τοτε στο κεντρο της Γης;Αν δεν γινει αυτό η συναντηση θα είναι μοιραια για ολοκληρο τον πλανητη.»ειπε η Αλισον η οποια ειχε τελειωσει το τριψημο των χεριων της και ειχε περασει στο μαζεμα των μαλλιως της σε μια γαλλικη πλεξουδα.
«Φυσικα,εξαλου χωρις την Σφραγιδα δεν υπαρχει Αποκαλυψη.»ειπε ο Ιερεας και εριξε το ζαρι του πανω στο τραπεζι.Εκεινο εκανε καποιες κυκλικες κινησεις και επεσε με τον αριθμο τρια.Το μαζεψε και αρχιζε ξανα να παιζει με αυτό στα δαχτυλα του.
«Θελουν να βγαλουν από την μεση τον Τζοναθαν γιατι είναι ο μονος αγγελος που ξερει που είναι η Σφραγιδα»ειπε η Τζεσικα διπλα μου.
«Ασχετα που ο τυπος δεν θυμαται τιποτα»ειπε συκωνοντας τα φρυδια της προς τα πανω.
«Είναι ζητημα χρονουν να θυμηθει,και δεν τους συμφερει καθολου.Αν παρει ο Παντοδυναμος την Σφραγιδα θα γινει η αποκαλυψη και αυτά τα αθλια πλασματα δεν θα μπορουν να σουλατσαρουν εδώ και εκει μετα.Θα είναι καταδικασμενα στην Κολαση αιωνια.»ειπε ο Ντανιελ και σηκωθηκε από το πατωμα και εκατσε πανω σε έναν ελαφρως σκισμενο καναπε.
«Ποια είναι τα μεγαλα αφεντικα;»ρωτησε η Λουσι.
«Οι Ανωτατοι Δαιμωνες,ξερεις Αμων, Αβαδον,Αλου,Αβραχας,Νταεβα,Ντουμαχ,Λαμια,Μεδουσα,Λιλιθ,Μαρα,Ρουσαλκα,Βαλεφαρ….»
«Τζεσικα!Ο Τζοναθαν και η Λουσι δεν νομιζω να θυμουνται όλα τα ονοματα των Ανωτατων Δαιμονων αυτή την στιγμη.Μη ξεχνας ότι ουτε καν τι είναι δεν θυμουνται.»την διεκοψε ο Ιερεας και της χαμογελασε αλλα εκεινη του εβγαλε την γλωσσα και εξαφανιστηκε από το δωματιο ελαφρως ενοχλημενη.
Ο Ιερεας ξεφυσιξε και γυρισε προς το μερος μας.
«Όπως και να χει οι Ανωτατοι Δαιμονες μενουν στην κολαση και θα βγουνε μονο για την Αποκαλυψη και την μαχη Δαιμονων και Αγγελων και την κριση των νεκρων.Η οποια όπως λενε οι προφητειες δεν αργει να ερθει.»ειπε ο Ιερεας και σηκωθηκε ορθιος με χαρη και εδεσε την καπα του η οποια στο στερνο του ειχε ξελυθει φανερωνοντας ένα μαυρο μπλουζακι από κατω.
«Αυριο το πρωι ξεκινατε μαθηματα μαχης με την Αλισον.Να ειστε ετοιμοι τις 8.»ειπε και εδεσε τα μαυρα υφασμτα γυρω από τις παλαμες του.
Η Αλισον μιμηθηκε την πραξη του και εδεσε και εκεινη πιο σφιχτα τα δικα της υφασματα.
«Ελατε να σας παμε σπιτι.Δεν θελουμε στον δρομο να εχουμε επιδρομεις μεχρι να μαθετε να προστατευετε τον εαυτο σας.»ειπε ο Ντανιελ και εβγαλε από ένα συρταρι ένα ματσο κλειδια.
Ο Ιερεας και η Αλισον βγηκαν μπροστα και χαθηκαν μεσα στην νυχτα.Εμεις περπατησαμε πισω από τον Ντανιελ που μας οδηγησε σε ένα κοκκινο Ford Fiesta ST.
Με εκπληξη διαπιστωσα ότι ο Ιερεας στεκοταν στη θεση του συνοδηγου με σταυρωμενα τα χερια.Οταν μας ειδε μπηκε μεσα και εκλεισε την πορτα με δυναμη.
Μπηκαμε και εμεις στα πισω καθησματα και ο Ντανιελ αναψε την μηχανη.Ενας φορυβος σαν λιονταρι ακουστηκε και το αμαξι πεταχτηκε μπροστα.
Κατηφοριζαμε την 7η λεωφορο με ιλιγιωδη ταχυτητα όταν μετα από μερικα λεπτα φτασαμε εξω από το σπιτι μου.
Κατεβηκαμε και ισα που προλαβα να ακουσω την φωνη του Ιερεα από πισω να φωναζει «στις 8» πριν το αμαξι εξαφανιστει στην μαυρη νυχτα με απιστευτη ταχυτητα.
Μπηκαμε στο σπιτι και σταθηκαμε στην βαση της σκαλας όταν η Λουσι τελικα μιλησε
«Τζοναθαν υποσχεσου μου κατι»ειπε και με κοιταξε στα ματια
«Ναι Λουσι»ειπα και την πλησιασα.
«Δεν θελω να χασω και εσενα.Φτανει που χασαμε την μαμα και τον μπαμπα,δεν θελω να χαθεις και εσυ»ειπε και με αγκαλιασε σφιχτα.Ενιωθα την ζεστη κατω από το δερμα της να με ακουμπαει και τα μαλλια της να χαιδευουν τον λαιμο μου.Την αγκαλιασα από την μεση και της ψιθυρισα στο αυτι.
«Δεν θα σε αφησω ποτε.»ειπα. «Εξαλου,δεν υπαρχει Παραδεισος χωρις εσενα»ολοκληρωσα και σηκωσα το κεφαλι της να δω τα ματια της.
Ηταν τοσο καθαρα και ειλικρινη.Ειλικρινη για την αγαπη της προς εμενα.Την αδελφικη αγαπη της προς τα εμενα.Θα μπορουσε αραγε να διακρυνει και από τα δικα μου ματια την αγαπη μου προς εκεινη;Η οποια δυστυχως,οσο και αν παλευα,δεν ηταν αδελφικη.
«Σε ευχαριστω Τζοναθαν»ειπε και χαιδεψε το μαγουλο μου.Ενα ριγος με διαπερασε και εκεινη το καταλαβε καθως το χερι της επεσε κατω.
Δειλα σηκωσα το δικο μου χερι και χαιδεψα τον λαιμο της και μετα το πιγουνι της.Τα ματια της μισοκλεισαν και το σωμα της αρχισε να τρεμει.Εβγαλε έναν πνιχτο αναστεναγμο και μετα σταματησε το χερι μου με το δικο της.
«Είναι λαθος»ειπε και εκλεισε τα ματια της.
«Ναι είναι»ειπα.Ηταν λαθος.Ηξερα πως ηταν λαθος.Ενα λαθος όμως που εγινε.Και δεν υπαρχει επιστροφη.
Αργα,εσκυψα το κεφαλι μου και ακουμπησα με την μυτη μου την δικη της μυτη.Η ανασα της εγινε βαρια όπως και η δικη μου.Η καρδια μου αρχισε να βροντοχτυπαει και οι παλαμες μου ειχαν ιδρωσει.Δεν μπορουσα να φανταστω την ζωη μου χωρις την Λουσι.Την αγαπουσα σαν την αναπνοη.Τοσο ευαισθητη σαν πορσελανι.Τοσο ομορφη σαν το ουρανιο τοξο σε μια βροχερη μερα.Τοσο γλυκια που ηταν.Το χαμογελο της ηταν τοσο ομορφο.
Εκεινη με επιασε από τον λαιμο και με εσφιξε πανω της ενώ εγω την αγκαλιασα από την μεση.
Ηταν λαθος.
Εσκυψα και την φιλησα στο μετωπο.
«Καληνυχτα ομορφια μου.»ειπα και εφυγα βιαστηκα προς το δωματιο μου αφηνοντας την πισω.
Nantia Hale_Biers
Nantia Hale_Biers
Moderator
Moderator

Αριθμός μηνυμάτων : 18
Points : 9277
Ημερομηνία εγγραφής : 16/08/2011

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Midnight (by Nantia Hale_Biers) Empty Απ: Midnight (by Nantia Hale_Biers)

Δημοσίευση από Nantia Hale_Biers Κυρ Σεπ 25, 2011 10:33 am

Κεφαλαιο 7
<Ε υπναρα θα ξυπνησεις καμια φορα η θα μας πιασει η νυχτα;> ακουγα τον Ντανιελ να φωναζει στο πισω μερος του μυαλου μου μεσα στον βαθυ μου υπνο.
Δεν αργησα να νιωσω όμως το κρυο που ειχε καθως τραβηξε τα σκεπασματα και τα πεταξε στο πατωμα.
Μουρμουρησα να με αφησει να κοιμηθω κανα δεκαλεπτο ακομα αλλα το προσωπο μου ηταν θαμμενο αναμεσα στα μαξιλαρια που μετα βιας ακουσα εγω ο ιδιος τον εαυτο μου,ποσο μαλλον ο Ντανιελ.
<Η Αλισον περιμενει δεν πρεπει να αργησουμε δεν θες να την δεις θυμωμενη φιλε.> ειπε ξανα ο Ντανιελ και αυτή τη φορα ταβηξε με δυναμη την σκουροχρωμη κουρτινα μου κανοντας το φως του ηλιου να μπαινει στο δωματιο και να θολωνει την οραση μου.
<Σε πεντε λεπτα να εισαι ετοιμος.>ειπε και βγηκε από το δωματιο αφηνοντας την πορτα μισανοιχτη πισω του ώστε να ακουγονται οι ομιλιες της γιαγιας μου με την Λουσι και τα βαρια βηματα του Ντανιελ να κατεβαινουν τα σκαλοπατια.
Αναστεναξα και σηκωθηκα από το κραβατι τριβοντας τα ματια μου.Ειχα κοιμηθει τουλαχιστον 8 ωρες γεματες,κοντευε 8 παρα τεταρτο και ηταν αληθεια ότι ειχαμε αργησει για την προπονηση.
Όλα αυτά που εγιναν την προηγουμενη μερα-και όχι μονο- με ειχαν κουρασει ψυχολογικα και χρειαζομουνε έναν καλο υπνο για να συνελθω.
Πηγα στο μπανιο και βουρτσισα τα δοντια μου μεχρι που ματωσαν τα ούλα μου και επλυνα το προσωπο μου με κρυο νερο για να ξυπνησω.
Τα ματια μου ειχαν χασει την γυαλαδα που ειχαν και την ζωντανια και αντι για έναν χαρουμενο και συμπαθητικο Τζοναθαν,γεματο ζωη,αντικρυσα στον καθρεφτη έναν άλλο Τζοναθαν,με μαυρους κυκλους κατω από τα ματια,κουρασμενο προσωπο,και κενα θολα ματια.Ολα αυτά που ειχαν γινει τις τελευταιες μερες ηταν υπερβοληκα πολλα και δεν ημουν προετοιμασμενος να τα ακουσω και να τα ζησω αυτά.
Δεν το ειχα φανταστει ποτε στην ζωη μου ότι υπαρχουν πραγματικα αυτά τα πραγματα και το να αντιληφθω ότι ειμαι ενας Εκπτωτος Αγγελος που πηρε το μερος του Εωσφορου και εκδιωχθηκε από τον Παραδεισο στην Γη μαζι με αλλους Εκπτωτους,ψαχνοντας την 7η Σφραγιδα της Αποκαλυψης καπου στον πλανητη για να παρουμε πισω την θεση μας στον Παραδεισο ενώ ένα ματσο Δαιμονες της Κολασης μας κυνηγανε για να προλαβουν αυτοι την Σφραγιδα και μια αναμενομενη Μαχη μεταξυ Αγγελων και Δαιμονων στο κεντρο της Γης σε λιγο καιρο,ηταν πραγματικα πολλυ δυσκολο να το συνηθισω και θα με επερνε καιρο.
Αρκετο καιρο μαλιστα.
Ντυθηκα με ένα μαυρο μπλουζακι και μια μαυρη φορμα και εβαλα τα αθλητικα μου παππουτσια.
Κατεβηκα τις σκαλες και ειδα την Λουσι να καθετε στο τραπεζι της κουζινας διπλα στον Ντανιελ,ενώ η γιαγια μου εβαζε καφε στην κουπα που ειχα από 8 χρονων όταν επινα ακομα γαλα.
<Καλημερα Τζοναθαν>ειπε πρωτη η Λουσι και μου χαμογελασε.Οχι με αληθινο χαμογελο όπως τις άλλες φορες που με εβλεπε.Αμεσως καταλαβα ότι ηταν επηρεασμενη από την χθεσινη βραδια.Εγω προσπαθουσα να το ξεχασω.
Οσο μπορουσα.
<Καλημερα σας>ειπα και φιλησα την γιαγια μου στο μαγουλο και επειρα εκατσα στην καρεκλα.
<Τζοναθαν γιατι δεν εφερνες τον Ντανιελ τοσο καιρο σπιτι;Τωρα μαθαινω ότι κανετε παρεα γιατι καθεστε μαζι στο μαθημα της Βιολογιας.>ειπε η γιαγια μου και ηπιε λιγο από τον δικο της καφε.
Κοιταξα τον Ντανιελ ο οποιος ηταν αταραχος και σοβαρος παρα το ψεμα που ειχε πει.Το ψεμα που αναγκαστηκε να πει γιατι δεν θα ηταν και τοσο καλη ιδεα να μαθει η γιαγια μου από πού γνωριζουμε τον Ντανιελ.
Καθολου καλη ιδεα.
<Δεν ετυχε απλα>ειπα και εφαγα μια μπουκια τοστ ενώ μου εκαψε την γλωσσα το λιωμενο τυρι.
<Θα παμε για μπειζμπολ και ειπα να περασω να τον παρω με την Λουσι για να γνωρισω και την λατρεμενη γιαγια του που μου λεει συνεχως.>ειπε ο Ντανιελ και μου χαμογελασε ένω εφερε την κουπα στα χειλη του πινοντας μια γουλια καφε.
Η Λουσι διπλα του ετριβε νευρικα τα δαχτυλα της.
<Ετοιμος Τζοναθαν;Μην ξεχνας ότι δεν πρεπει να αργησουμε γιατι ο προπονητης θα φωναζει.>ειπε ο Ντανιελ και μου εριξε μια εξεταστηκη ματια.
<Ντυθηκες και αναλογα βλεπω.Μπραβο σου.>ειπε και χαμογελασε ενω σηκωθηκε ορθιος πιανοντας τον ωμο της Λουσι για να στηριχτει.
Η Λουσι τεντωσε το κορμι της στο αγγιγμα του σαν ένα ηλεκτρικο σοκ να την διαπερασε και απεφυγε να τον κοιταξει καθως σηκωθηκε και εκεινη πηγαινοντας να παρει την ζακετα της.
<Χαρηκα που σας γνωρισα κυρια Σεσιλια>ειπε ο Ντανιελ και εσφιξε το χερι της γιαγιας μου.
<Και εγω χαρηκα αγορι μου.Να μας ξαναρθεις.>ειπε η γιαγια μου και γυρισε προς τον νεροχυτη να αφησει τα πιατα.
<Αυτό είναι το μονο σιγουρο>μουρμουρησε ο Ντανιελ προς εμενα και μου αριξε ένα χαμογελο και του ξεφυγε ένα πνιχτο γελακι.
<Παμε;>ειπε η Λουσι καθως στεκοταν στην εξωπορτα με το χερι στο πομολο.
Κοιταχτηκαμε με τον Ντανιελ και βγηκαμε εξω με βαρια βηματα.
Μπηκαμε μεσα στο κοκκινο ford fiesta SI και ο Ντανιελ αμεσως αναψε την μηχανη η οποια βρυχηθηκε σαν πανθηρας.Εγω εκατσα μπροστα και η Λουσι πισω γιατι ειχα το κακο συνηθειο να ζαλιζομαι στα μεγαλα ταξιδια και επειδη δεν ηξερα την αποσταση απο το μερος που θα βρησκαμε την Αλισον δεν ηθελα να το ρισκαρω.
Ο ουρανος ηταν καταγαλανος χωρις ιχνος συννεφου και ο ηλιος φωτεινος πανω στον ουρανο.Ο αερας μπορει να ηταν λιγο τσουχτερος γιατι ηταν ακομα πρωι αλλα ηταν μια πανεμορφη ανοιξιατικη μερα στην Καλιφορνια.
<Ντανιελ εσυ ποτε εμαθες ότι…να ξερεις…>ειπα δειλα καθως περνουσαμε μεσα από μια στοα.
<Εγω τα ηξερα από την αρχη όλα γιατι θα θυμομουν όλα.>ειπε
<Μα εμεις γιατι δεν θυμομαστε τιποτα;>ειπα με απορια.
<Ο Θεος εκδιωξε τους Αγγελους από τον Παραδεισο για σχεδον διαφορετικους λογους τον καθενα.Εσυ για παραδειγμα πηρες το μερος του Εωσφορου στην Εξεγερση σωστα;Όμως δεν προλαβες να μπεις στην Κολαση και γυρισες πισω.Το μετανιωσες τελευταια στιγμη.Αν εμπαινες θα ησουν καταδικασμενος και θα γινοσουν και εσυ δαιμονας όμως θα τα θυμοσουν όλα.Ο Παντοδυναμος ειχε θυμωσει πολλυ μαζι σου από ότι θυμαμαι γιατι σε ειχε εμπιστευτει να φυλας τις 7 Σφραγιδες και εσυ θελησες να τον ξεπερασεις ενώ σε εβαζε ιδεες το καθικι ο Εωσφορος.Απο την πρωτη στιγμη δεν μου ειχε γεμισει το ματι αυτος το τυπος εμενα.Εχασες την 7η Σφαγιδα και ο Θεος εσβησε από την μνημη σου τα παντα και σε εριξε στην Γη.Θα τα θυμοσουν όλα σταδιακα αν ερθεις σε επαφη με ιδιες θεϊκες δυναμεις,όπως εμεις για παραδειγμα.Η Λουσι από την άλλη θελησε να παντρευτει έναν θνητο,και ετσι όπως οι περισσοτεροι αγγελοι εκδιωχθηκαν για αυτόν τον λογο.Θελησαν τις θνητες γυναικες και εκανα παιδια μαζι τους.Αυτα τα παιδια βγηκαν Γιγαντες και ο Θεος εριξε φωτια και τους κατεστρεψε.Ηταν και το τελος των Δεινοσαυρων.>ειπε ο Ντανιελ και χτυπησε απαλα το χερι του στο τιμονι.
<Δεκα μερες και δεκα νυχτες ο Παντοδυναμος κατστρεφε τα παντα στην γη.Ξεκινησε με βροχη,μετα με σεισμο,επειτα με τρομερο κρυο και την 4η μερα εκρυψε τον ηλιο και τα παντα ειχαν βυθιστει στο σκοταδι.Επειτα σηκωσε κυμματα από τις 7 θαλασσες και τρομερος αρεας τα παρεσυρε όλα.Τα ηφαιστεια ηρθαν τελευαταια και οι Μετεωρητες ηρθαν και το αποτελειωσαν.>
Ανατριχιασα στην σκεψη για τον τραγικο θανατο που βρηκαν αυτοι οι ανθρωποι,οι μαλλον αυτά τα πλασματα.
<Και εσυ;Εσυ ποτε ξεπεσες;>ρωτησε η Λουσι πισω μας.
Ο Ντανιελ χαμογελασε και εστριψε σε μια δεξια στροφη.
<Όπως ξερετε η Πτωση ηταν το πρωτο πραγμα που ενιωσα.Φωναζαν μακρινοι ηχου στο κεφαλοι από το μαρτυριο των Αγγελων στην κολαση.Οι κραυγες τους και τα παρακαλητα τους ηταν ασαφεις.Μα εγω σκεφτομουν μονο τους αλλους.Ραφαηλ,Μιχαηλ,Ουριήλ,Αμιτιήλ,Ιθουριήλ.Καθενας τους ακολουθουσε την ιδια πορεια.Ποια ηταν η μοιρα τους αραγε;Πηγαν εκει οπου το φως είναι καταρα και το σκοταδι τυφλωνει τις ψυχες των ανθρωπων.Ειναι ενας τοπος που ακομα και οι αγγελοι φοβουνται να πατησουν.>ειπε και σταματησε μπροστα από ένα παλιο κτηριο με σπασμενα τζαμια και ξεβαμενους καφε τοιχους.
<Εδώ ειμαστε>ειπε ο Ντανιελ και κατεβηκε κατω από το αυτοκινητο.
Ακολουθησα και εγω και η Λουσι και μπηκαμε μεσα στο κτηριο.
Μυριζε σκονη και κελισουρα αλλα το μερος ηταν φωτεινο και μια τεραστεια αιθουσα απλωνοταν μπροστα μας.
Ειδαμε την Αλισον να δενει στα χερια της τα μαυρα γαντια της και να ταιριαζει καλυτερα την κατσιδα της.
Μολις μας ειδε χαμογελασε και μας πλησιασε.
<Δεν αργησαμε ετσι;Ο Τζοναθαν δεν σηκωνοταν με τιποτα>ειπε ο Ντανιελ πειραχτηκε και μου αριξε μια ελαφρια αγκωνια.
<Δεν πειραζει>ειπε η Αλισον και εβγαλε από ένα μπαουλο μερικα οπλα.Πυρομαχηκα και πολυβολα ηταν σχεδον ολα αλλα και κανα δυο περιστροφα και καποια στιλετα.
<Λουσι παρε εσυ αυτό.>ειπε η Αλισον και της εδωσε ένα τοξο με σκαλιστες επιγραφες πανω και οι καρες του ηταν καλυμενες με χρυσο και ασημι.Της εδωσε και μια θηκη με βελη και την κραμεσε στον ωμο της.
<Τζοναθαν εσυ αυτο.>ειπε και μου εδωσε ένα πιστολι WALTHER P-22 με σιγαστηρα.
Στον Ντανιελ εδωσε ένα Αεροβόλο Προσυμπιεσμένου Αέρα Walther 1250 Dominator 4.5mm .
<Δεν ηταν αναγκη να μπεις σε εξοδα Καλμιγια ειχα και το παλιο μου πολυβολο.>ειπε και χαιδεψε την ακρη του με θαυμασμο.Σιγουρα θα το ηθελε πολύ καιρο αυτό το οπλο.
<Χαρα μου Ντανιελ να σου κανω δωρα κάθε μερα>ειπε η Αλισον χαμογελοντας ενώ εψαχνε κατι ακομα μεσα στο μπαουλο.
<Παρε και αυτό γιατι ξερω ότι σε κανα μηνα δεν θα εχεις με τι να πολεμας>ειπε και εδωσε στον Ντανιελ ακομη ένα οπλο που ηταν UMAREX Heckler & Koch MP5 K-PDW 4,5 mm.
Ο Ντανιελ κοντεψε να λιποθυμησει από την χαρα του και σχεδον το αρπαξε και το κρατησε στα χερια του με τοσο μεγαλο θαυμασμο.
<Τζοναθαν σου εχω ακομη ένα εσενα>ειπε και εβγαλε από το μπαουλο ένα Vepr 12 Molot.Ο Ντανιελ διπλα μου αναφωνισε από εκπληξη.
<Μα τον Κυριο!>ειπε και πλησιασε να το δει καλυτερα.
<Είναι αυτό που βλεπω Καλμιγια;>ειπε και τα ματια του ειχαν γουρλωσει.
<Απορω που το βρηκες!>ειπε ξανα ο Ντανιελ.
<Ξερω καποιον που ξερει για έναν αλλον…>συνεχιζε να λεει η Αλισον ενώ γελουσε.
<Δεν εδινα ποτε 1.500 ευρω για ένα οπλο.>ειπε η Αλισον.<αν δεν προοριζετε για καλο.>
<Ποτε τα οπλα δεν είναι για καλο,μονο καταστροφη φερνουν.>ειπε πισω μας η Λουσι διλα με το τοξο στο χερι της.
<Το να πολεμας δαιμονες όμως είναι καλος σκοπος.>ειπε η Αλισον και εκλεισε με δυναμη το μπαουλο ένα η Λουσι ειχε κοκκινισει απο ντροπη.
<Το μονο που θελω να κανετε είναι να βαλετε στοχο και να σημαδεψετε εκει.>ειπε η Αλισον και εδειξε στο βαθος του δωματιου καποιους στοχους.
<Μα δεν ξερω πώς να το χρησιμοποιω.>ειπα δειλα.
<Δεν είναι δυσκολο,απλα πατας την σκανδαλη.>ειπε και εβγαλε και αυτή ένα Benjamin Trail NP XL 725 6,35
Με Τεχνολογία εμβόλου κινούμενου από άζωτο από το τεραστιο μπαουλο της.Απορουσα και εγω μαζι με τον Ντανιελ που τα εβρισκε αυτά τα οπλα.
Σταθηκαμε ολοι ο ενας διπλα στον άλλο και σημαδεψαμε ο καθενας τον δικο του στοχο.
Πατησα την σκανδαλη και ενας εκωφαντικος ηχος εκρηξης αντοιχησε στον αερα ενώ ταρακουνηθηκα ολοκληρος και ο ωμος μου μουδιασε.Και παλι η σφαιρα δεν βρηκε τον στοχο καθολου.
<Καλη βολη Τζοναθαν η επομενη θα είναι καλυτερη>ειπε η Αλισον και εριξε και αυτή με την σειρα της τον στοχο και η σφαιρα βρηκε κατευθειαν το κεντρο.
Η Λουσι εριχνε με τα βελη της συνεχως και σχεδον τα μισα εβρισκαν στοχο ενώ τα υπολοιπα εβρησκαν τον τοιχο.
Συνεχησαμε την βολη για άλλες 2 ωρες σχεδον όταν σταματησαμε και καθησαμε ολοι πανω σε έναν μαρμαρινο παγκο.
<Παρατηρησα ότι τα βελη μου δεν τελειωσαν καθολου>ειπε η Λουσι.
<Ναι όπως και οι σφαιρες δεν τελειωνουν ποτε.Το να κραταει οπλο ενας Αγγελος καινα πολεμαει τους δαιμονες οι σφαιρες γινονται ατελειωτες.>ειπε ο Ντανιελ διπλα μου.
<Τελος η εξασκηση για σημερα.Αυριο παλι την ιδια ωρα>ειπε η Αλισον και σηκωθηκε ορθια με την μαυρη καπα της να σερνετε στο βρωμικο πατωμα και οι μαυρες μποτες της να κανουν κροτο στο μαρμαρο.
Ξαφνικα ανοιξε η πορτα και μπηκε μεσα ο Ιερεας με τον Παολινι σχεδον τρεχοντας.
<Τι συμβαινει;>ειπε η Αλισον φανερα ανστατωμενη.
<Εχουν την Τζεσικα.>ειπε ο Ιερεας και μας κοιταξε ολους με ματια γεματα θυμο και ανησυχια.
Nantia Hale_Biers
Nantia Hale_Biers
Moderator
Moderator

Αριθμός μηνυμάτων : 18
Points : 9277
Ημερομηνία εγγραφής : 16/08/2011

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Midnight (by Nantia Hale_Biers) Empty Απ: Midnight (by Nantia Hale_Biers)

Δημοσίευση από Nantia Hale_Biers Κυρ Οκτ 09, 2011 9:55 am

Kεφαλαιο 8
Κοιταχτηκαμε ολοι με ανυσηχια και κανεις δεν μιλουσε ουτε κουνιοταν.Η Λουσι μου εσφιξε το χερι ενώ ο Ντανιελ εσκυψε και εβαλε τα χερια του αναμεσα στο προσωπο του.Η Αλισον πηγε προς τον Πατερ και τον Παολινι και επιασε τον Πατερ από το μπρατσο και τον ταρακουνησε.
<Τι ενοεις;>ειπε σχεδον ψιθυριστα με φωνη γεματη ενταση όμως.
<Πηγα σπιτι να την βρω και δεν ηταν.Ηταν σχεδον ολο κατεστραμενο.Την εψαξα παντου αλλα δεν την βρηκα.>ειπε ο Ιερεας ενώ κρατουσε την Αλισον από τους ωμους.
<Πρεπει να την βρουμε,δεν γινετε να την αφησουμε ετσι.>ειπε η Λουσι που στεκοταν διπλα μου,με αβεβαιη φωνη το αν θα μπορουσαμε να την βρουμε πραγματικα.
<Φυσικα και πρεπει.>ειπε ο Παολινι με αποφασιστηκοτητα και εξυσε το κατω μερος του πιγουνιου του.<Αλλα που μπορει να την εχουν;>
<Εντοπισα κατι δαιμονες χτες το βραδυ να περιφερονται.Μαλλον εχουν καποια σχεση.>ειπε ο Ιερεας και γυρισε προς τον Παολινι.
<Και που είναι αυτοι οι δαιμονες;>ρωτησε.
<Στην ερημο της Γιούτα.>ειπε ο Ιερεας.
<Και τι δουλεια εχουν εκει;>ρωτησε η Αλισον.
<Μακαρι να ηξερα.Οπως και να εχει,σε 2 ωρες ξεκιναμε.>ειπε και βγηκε από το κτηριο,ακολουθοντας τον ο Παολινι,ριχνοντας πρωτα μια ματια πισω σε εμας που ειχαμε παγωσει ολοι.
Ο Ντανιελ στεκοταν ακομα στην ιδια σταση με πριν,μονο που τωρα ειχε πεσει στα γονατα κατω στο βρωμικο μαρμαρο της αιθουσας.
Ανεπνεε βαρια και γρηγορα και μου φανηκε να εβγαζε πνιχτους λιγμους.
Η Αλισον πηγε κοντα του και γονατισε και αυτή πιανοντας του τον ωμο.
< Θα την βρουμε,θα είναι καλα θα δεις.Την ξερεις τωρα την Τζεσικα,μπορει να φροντισει τον εαυτο της σε τετοιες καταστασεις.>
<Δεν εχει οπλα όμως μαζι της.>ειπε ο Ντανιελ πνιχτα.
<Αυτό δεν το ξερουμε.Απλα εσυ να ηρεμησεις και να μην σκεφτεσε ασχημα πραγματα.>ειπε η Αλισον και τον χτυπησε ελαφρα στον ωμο 2 φορες.
Διπλα μου η Λουσι εκανε μερικα βηματα μπροστα και επειτα γονατισε και αυτή διπλα στον Ντανιελ.Τον χαιδεψε τα μαυρα του μαλλια και εκεινος αμεσως σηκωσε το κεφαλι του να την κοιταξει.
<Θα την βρουμε Ντανιελ στο υποσχομαι.>του ειπε με γλυκια καθυσηχαστικη φωνη.Εκεινος εγνεψε καταφατικα με δυσκολια και την αγκαλιασε σφιχτα με το δεξι του χερι χαιδευοντας της τα μαλλια.
<Δεν μπορω να ζησω χωρις εκεινη Λουσι.>ειπε με λιγμους.
Η Λουσι τραβηχτηκε και τον κοιταξε στα ματια σκουπιζοντας ένα δακρυ από το μαγουλο του με τα δαχτυλα της.
<Σε καταλαβαινω,μην φοβασαι όλα θα πανε καλα.>του ειπε και τον τραβηξε ελαφρα να σηκωθει ορθιος από το πατωμα.
Η Αλισον με πλησιασε και σταθηκε διπλα μου μεχρι να βγει ο Ντανιελ και η Λουσι εξω για να παρει ο Ντανιελ λιγο καθαρο αερα και να ηρεμησει,για να μπορεσει να είναι ατοιμος για το ταξιδι.
Όταν βγηκαν και η πορτα εκλεισε πισω τους με έναν δυνατο κροτο η Αλισον αρχισε να τριγυριζει στο δωματιο βγαζοντας και αλλα οπλα από καποιο μπαουλο που υπηρχε μεσα στο δωματιο.
<Θα είναι μαλλον η πρωτη σου μαχη με δαιμονες,να προσεχεις και μην τα θαλλασωσεις>ειπε η Αλισον και μου πεταξε έναν ασυρματο.
<Παρε αυτό σε περιπτωση που χαθουμε>
Εβαλα τον ασυρματο στην τσεπη μου.
<Παμε να παρουμε για τους αλλους και ξεκιναμε.>ειπε η Αλισον και κατευθηνθηκε προς την εξοδο.
<Αλισον>την διεκοψα πριν ανοιξει την πορτα.
<Την αγαπαει πολλυ ετσι;>την ρωτησα γιατι εβλεπα ποσο υπεφερε ο Ντανιελ και μπορουσα σχεδον να τον καταλαβω,γιατι ουτε και εγω θα μπορουσα να φανταστω να παθει κατι η Λουσι.
<Ναι πολλυ>ειπε και μου χαμογελασε.Εβαλε το χερι της στο πομολο και ανοιξε την πορτα.<Εξαλου είναι η μικρη του αδερφη>συμπληρωσε και βγηκε εξω.
***********

Ξεκινησαμε από το Φοινηξ στις 12 το μεσημερι.Το πρασινο Jeep Wrangler της Αλισον εσκιζε κυριολεκτικα τον αερα στις ευθειες της εθνικης οδου.Συμφωνα με υπολογισμους θα φταναμε στην Γιουτα σε 3 ωρες.
Το jeep το οδηγουσε η Αλισον και στην θεση του συνοδηγου καθοταν ο Ιερεας καταστρωνοντας σχεδια.
Πισω εγω καθομουν στην δεξια μερια και στην μεση ο Ντανιελ,ενώ προς τα αριστερα καθοταν η Λουσι.
Ο Παολινι εμεινε πισω γιατι καποιος χρειαζοταν σε περιπτωση εκτακτης αναγκης,που ολοι ευχομασταν να μην συμβει αυτό.
Ο Ντανιελ ηταν ακομα σοκαρισμενος καιη Λουσι του κρατουσε το χερι.
Μια αισθηση ζηλιας ενιωσα όταν το ειδα αυτό αλλα αμεσως μαλωσα από μεσα μου τον εαυτο μου.
Η Λουσι ηταν παντα συμπονετικη με ολους και αυτό δεν εξαιρουσε τον Ντανιελ.Ηταν απλα ενας φιλος μας.
Σταματησαμε λιγα χιλιομετρα από τα συνορα της Γιουτα οπου μπροστα μας βρισκοταν μια αχανης ερημος,με βραχωδη οροι και ελαχιστη ενδειξη φυσικης ζωης,παρα μονο μερικους κοντους θαμνους και κακτους.
<Ο πομπος λεει ότι είναι καπου εδώ οι δαιμονες>ειπε ο Ιερεας κοιτοντας κατι που εμοιαζε με κινητο τηλεφωνο μονο που ηταν πιο μεγαλο και εβγαζε παραξενους ηχους.
Κατεβηκαμε από τα αυτοκινητο ενας ενας και μαζευτηκαμε ολοι μαζι σε έναν κυκλο.
<Να φροντισουμε να μην χαθουμε>ειπε ο Ιερεας και μας κοιταξε έναν έναν.
<Εχετε τα οπλα σας;>ρωτησε
<Ναι>απαντησα και σηκωσα ψηλα το πιστολι WALTHER P-2 που μου ειχε δωσει η Αλισον το πρωι.
Η Λουσι κρατουσε τα βελη της και το τοξο ενώ ο Ντανιελ κρατουσε το δικο του οπλο ένα Αεροβόλο Προσυμπιεσμένου Αέρα Walther 1250 Dominator 4.5mm αλλα δεν φαινοταν καθλου ενθουσιασμενος όπως το πρωι όταν το ειχε παραλαβει.
<Ωραια,ξεκιναμε>ειπε η Αλισον και ξεκινησαμε να διασχιζουμε έναν μακρυ αυτοκινητοδρομο μεσα στον καυτο ηλιο.Η ζεστη ηταν αφορητη και αρχισα να ιδρωνω κατω από την μαυρη μπλουζα μου.
Προσπαθουσα οσο μπορουσα να φυλαξω τα ματια από τον ηλιο βαζοντας το χερι μπροστα τα ματια μου αλλα σιγα σιγα το κεφαλι μου αρχισε να ποναει και φοβηθηκα να μην παθω καμια ηλιαση τετοια ωρα.
Ξαφνικα η Λουσι διπλα μου τσιριξε και μπροστα μας βρεθηκε ενας δαιμονας.Ηταν δυο φορες στο υψος μας και ειχε πρασινο δερμα.Τα νυχια του ηταν μαυρα και γαμψα σαν του αετου,ενώ το προσωπο του ηταν αποκρουστικο,με καμενη σαρκα και κοκκινα ματια ενώ τα σουβλερα δοντια του προεξειχαν από το στομα του και εβγαζε κραυγες.
Τα φτερα του ηταν μαυρα και τσακισμενα και ματωμενα,ενώ σε μερικα σημεια ειχαν καει.
<Ζεπαρ>μουρμουρησε η Αλισον προς τον Δαιμονα.
Ο δαιμονας βρυχηθηκε και εκανε ένα βημα προς το μερος της αλλα δεν της επιτεθηκε.
<Μα γιατι Ζεπαρ;Τι σου ελειπε;>συνεχισε η Αλισον κανοντας και εκεινη ένα βημα μπροστα.
Ο δαιμονας αρχισε να κραυγαζει και να κουναει το κεφαλι του περα δωθε.
<Εγω ειμαι η Καλμιγια.Δεν με αναγνωριζεις πλεον;>ρωτησε και εκανε ακομα ένα βημα μπροστα.
Ο δαιμονας ξαφνικα ησυχασε,δεν εβγαζε πλεον κραυγες και εμεινε εκινητος να την κοιταζει.
<Ω καλε μου Ζεπαρ τι σου εκαναν>ειπε η Αλισον και τον πλησιασε τοσο κοντα που ακουμπησε τα μαυρα τσακισμενα φτερα του απαλα.Ο δαιμονας-Ζεπαρ σχεδον κουρνιασε στο αγγιγμα της.
<Που είναι οι υπολοιποι;>ειπε η Αλισον σιγανα και τρυφερα προ του Ζεπαρ.
Εκεινος γυρισε το κεφαλι του και κοιταξε μεσα σε έναν βραχο που υπηρχε ένα ανοιγμα προς τα μεσα.
<Είναι πολλοι;>ρωτησε η Αλισον με ακομα πιο γλυκια και τρυφερη φωνη από ότι πριν,σαν να μιλουσε σε ένα μωρο.
Ο Ζεπαρ κουνησε αρνητικα το κεφαλι του και εσκυψε.
<Είναι το κοριτσι εκει;>ρωτησε ξανα η Αλισον.
Ο Ζεπαρ εγνεψε καταφατικα και σηκωσε το κεφαλι του να την κοιταξει.
Θα ορκιζομουν ότι κατω από το απαισιο καμενο προσωπο του τον ειδα να χαμογελαει.
Τοτε η Αλισον ακουμπησε τον ωμο του.
<Λυπαμαι τοσο πολλυ καλε μου.>ειπε ηρεμα και σηκωσε το οπλο της τραβωντας τηνσκανδαλη,ενώ ο Ζεπαρ επεσε κατω νεκρος.
<Ελατε παμε προς τα εκει.>ειπε η Αλισον και προχωρησε μπροστα αφηνοντας τον Ζεπαρ πισω,ενώ το χαμογελο ηταν ακομα στο προσωπο του.
<Αν τον βρει κανενας;>ρωτησε η Λουσι.
<Θα εχει γινει σταχτη σε μερικα δευτερολεπτα.>ειπε ο Ιερεας μπροστα μας.Η μακρυα του καπα όπως και της Αλισον σερνοταν κατω και εβγαζε ένα κυμα σκονης και αμμου.
<Ποιος ηταν;>ρωτησα
<Ένα εκπτωτος,εγινε δαιμονας μετα την Εξεγερση.>ειχα να τον δω αιωνες>ειπε η Αλισον όταν σχεδον ειχαμε φτασει στο ανοιγμα της σπηλιας.
«εισαι ετοιμος;»ρωτησε ο ιερεας κρατωντας στο χερι του τον σταυρο προτασοντας τον μπροστα στο σκοταδι.
Το χερι του ηταν τυλιγμενο μεχρι τον αγκωνα με ένα μαυρο βρωμικο πανι και στα δαχτυλα του ειχε πληγες ξεραμενες με αιμα.
Δεν κουνηθηκα.Χτυπησα ελαφρα και νευρικα το ποδι μου πανω στο υγρο μαρμαρο και μετα εγνεψα καταφατικα.Ολα τελειωναν εδώ.Ολα αρχιζαν εδώ.Θα αντικριζαν την αληθεια η μια οφθαλμαπατη;Ο μονος τροπος για να το μαθουν ηταν να μπουν βαθια μεσα στην κρυπτη.
Μπαινοντας μεσα υπηρχε το απολυτο σκοταδι.Καναμε μερικα βηματα όταν ξαφνικα φωτις αναψαν τρυγυρω μας και μια στρατια δαιμονων σαν τον Ζεπαρ μας επιτεθηκαν.
Σηκωσα το οπλο μου και αρχησα να τους σημαδευω.
Σκοτωσα μερικους από δαυτους ενώ εβλεπα γυρω μου μερικα σωματα να γινονται κυριολεκτικα σταχτη.
Ο Ιερεας εκτος από το δικο του οπλο ειχε και μερικους γαντζους που τους πετουσε στον αερα.
Ηταν γυρω στους 10 πανω κατω.Μεσα σε δεκα λεπτα τους ειχαμε ξοντωσει ολους και ευτυχως δεν ειχαμε κανενα τραυματισμο από τους δικους μας.
Ολοι ημασταν κουρασμενοι και εγω και η Λουσι σοκαρισμενοι καθως ηταν η πρωτη μας φορα κανοντας κατι τετοιο.
Ξαφνικα βαθια μεσα στην σπηλια διακριναμε μια μορφη ξαπλωμενη στο πατωμα.
<Τζεσικα!>φωναξε ο Ντανιελ και αρχισε να τρεχε προς το μερος της.
Ο Ιερεας όμως τον σταματησε κρατοντας τον από οτ μπρατσο.
<Δεν ξερουμε αν ειναιη Τζεσικα Ντανιελ.Ισως είναι παγιδα.>ειπε
Ο Ντανιελ σταματησε όμως δεν πηρε τα ματια του από την μορφη.
Εκανα μερικα βηματα μπροστα.
<Τι κανεις τρελαθηκες;>με ρωτησε η Λουσι ενώ μπηκε μπροστα μου να με σταματησει.
Σηκωσα το χερι μου και της χαιδεψα τα μαλλια.
<Δεν θα παθω τιποτα.>ειπα και την προσπερασα,κανοντας και αλλα βηματα προς την μορφη.
Όταν πλησιασα αρκετα διεκρινα την Τζεσικα κουλουριασμενη σαν μια μπαλα στο υγρο από την υγρασια πατωμα ενώ εκλαιγε σιγανα.
Ετρεξα κυριολεκτικα κοντα της ένα γονατισα κατω κα ιεγω διπλα της.
<Τζοναθαν>ελεγε σιγανα ενώ το προσωπο της ηταν κρυμενο μεσα στα χερια της.
Δεν με ειχε δει ακομη ότι ημου εκει.
<Τζες>ειπα σιγανα και την χαιδεψα τα μαυρα απαλα μαλλια της.
Εκεινη τρανταχτηκε και σηκωσε το κεφαλι της σοκαρισμενη.
<Τζοναθαν;>ειπε ψιθυρηστα.
<Πως…πως με ειπες;>ρωτησε σοκρισμενη.
<Πως σε ειπα;>ρωτησα ακρως μπερδεμενος.
<Με ειπες….Τζες…Ω Τζοναθαν>ειπε και με αγκαλιασε σφιχτα.
Δεν ηξερα γιατι,αλλα το να την αποκαλω Τζες εβγαινε από μεσα μου τελειως φυσιολογικα.Σαν να το ηξερα απο παντα.
<Ει Τζες>ειπα σιγανα στο αυτι της.
<Παμε σπιτι;>την ρωτησα και εκεινη μου χαμογελασε γλυκα αλλα και κουρασμενα κατω από το χτυπημενο και γεματο μωλοπες προσωπο της.
<Παμε>ειπε και λιποθυμησε στα χερια μου με ένα χαμογελο στα χειλη της.
Nantia Hale_Biers
Nantia Hale_Biers
Moderator
Moderator

Αριθμός μηνυμάτων : 18
Points : 9277
Ημερομηνία εγγραφής : 16/08/2011

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή

- Παρόμοια θέματα

 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης