Write Your Stories..

Καλώς ήρθες, στην παρέα μας!

Ένας νέος κόσμος, με μπόλικη φαντασία,ρομαντισμό,
τρόμο και συγκίνηση σε περιμένει!

Θυμάσαι τότε που έγραφες αποσπάσματα της φαντασίας σου
χαρτάκια και τα έκρυβες στο συρτάρι σου?

Και όταν τα έβρισκε η μητέρα σου ένιωθε υπερήφανη
για σένα? Καιρός να δείξεις αυτό που είσαι!

Καιρός να βγάλεις από μέσα σου το ταλέντο που κρύβεις!

Just start to write your storie!


Εγγραφείτε στο φόρουμ, είναι εύκολο και γρήγορο

Write Your Stories..

Καλώς ήρθες, στην παρέα μας!

Ένας νέος κόσμος, με μπόλικη φαντασία,ρομαντισμό,
τρόμο και συγκίνηση σε περιμένει!

Θυμάσαι τότε που έγραφες αποσπάσματα της φαντασίας σου
χαρτάκια και τα έκρυβες στο συρτάρι σου?

Και όταν τα έβρισκε η μητέρα σου ένιωθε υπερήφανη
για σένα? Καιρός να δείξεις αυτό που είσαι!

Καιρός να βγάλεις από μέσα σου το ταλέντο που κρύβεις!

Just start to write your storie!
Write Your Stories..
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Λαβινια, Ένα ταξίδι που δεν άρχισε ποτέ(By Goldering)

Πήγαινε κάτω

Λαβινια, Ένα ταξίδι που δεν άρχισε ποτέ(By Goldering) Empty Λαβινια, Ένα ταξίδι που δεν άρχισε ποτέ(By Goldering)

Δημοσίευση από Goldering Κυρ Αυγ 28, 2011 2:16 pm

ΛΑΒΙΝΙΑ
Ένα ταξίδι που δεν άρχισε ποτέ.
Το παρακάτω διήγημα αναφέρεται στην ζωή της Πριγκίπισσας Λαβίνια, την κόρη του Βασιλιά μιας χώρας αντίστοιχη με την δικιά μας Γαλλία του Μεσαίωνα. Σ έναν άλλο κόσμο, σε μια διαφορετική εποχή, με ανθρώπους που έχουν όμως τις ίδιες δυσκολίες και σκέψεις και ανησυχίες… Σ έναν κόσμο τόσο διαφορετικό αλλά και όμοιο, όπου δεν μπορείς να ξεχωρίσεις που τελειώνει το παραμύθι και που αρχίζει η αλήθεια…
Σ αυτόν τον κόσμο λοιπόν ζει η έφηβη Λαβίνια η οποία πάσχει από μια ανίατη αρρώστια που την κάνει τρομερά ευαίσθητη στα μικρόβια, τα οποία μπορεί να τη σκοτώσουν ανά πάσα στιγμή.
Η ελπίδα όμως δεν χάνεται, κάποια μέρα η ζωή θα της δώσει μια δεύτερη ευκαιρία, γιατί ποτέ δεν είναι αργά σωστά;

-Λαβίνια, Λαβίνια ξύπνα
-Σταμάτα να φωνάζεις μαμά, ορίστε ξύπνησα, είπε νυσταγμένα και άνοιξε τα μεγάλα σμαραγδένια μάτια της που ήταν τόσο ζωντανά.
Η μητέρα της φυσικά ήταν λογικό να ανησυχεί, το δέρμα της κοπέλας ήταν τόσο χλωμό που έμοιαζε νεκρή. Η αρρώστια της τους είχε ταλαιπωρήσει όλους. Η μητέρα της ξεφύσησε ανακουφισμένη και σηκώθηκε ν ανοίξει τις κουρτίνες.
-Γιατί με ξύπνησες τόσο νωρίς μητέρα;
-Σήμερα είναι ο ετήσιος χορός της Χώρας μας, η Emeraude είναι μια από της πιο σπουδαίες χώρες του σημερινού κόσμου.
-Εντάξει μητέρα, έτσι κι αλλιώς τα έχω ακoυσει χιλιάδες φορές αυτά.
-Δεν δείχνεις όμως καμία διάθεση απομνημόνευσης. Τέλος πάντων, δεν θα τσακωθώ μαζί σο για αυτό το θέμα. Σήκω τώρα να δοκιμάσεις το καινούργιο σου φόρεμα.Entre Sylvia,
Η υπηρέτρια πέρασε μέσα αγκομαχώντας, κρατώντας στην αγκαλιά της ένα βαθυπράσινο μεταξένιο φόρεμα στολισμένο με σμαράγδια.
-Ο μαμά c est magnifique !
-Το ξέρω γλυκιά μου, μην ευχαριστείς όμως εμένα ο πατέρας σου το διάλεξε, και τώρα πήγαινε να κάνεις μπάνιο και να ετοιμαστείς. Μόλις η Λαβίνια βγήκε από το δωμάτιο το χαμόγελο της βασίλισσας έσβησε και στο νου της ξανάρθαν πράγματα που δε θα ήθελε να θυμάται. Θυμήθηκε τη Λαβίνια 13 χρονών όταν αρρώστησε βαριά από μια σοβαρή αρρώστια κι όσο κι αν ήθελε να σταθεί δίπλα στην κόρη της που υπέφερε, η θέση της ήταν στο πλευρό του Βασιλιά. Ευτυχώς που υπήρχαν η Αλίς και η Κριστίν, ήταν στο πλευρό της πολλά μερόνυχτα –και ακόμα ήταν φυσικά-. Έπειτα θυμήθηκε τη μέρα που γεννήθηκε το μωρό της, με το που άνοιξε τα μάτια της ήξερε πως θα την ονόμαζε, τα μάτια της στο χρώμα των βελούδινων φύλλων των κληματαριών που σκέπαζαν όλη την Emeraude την συγκίνησαν αφάνταστα, ο άντρας της πρότεινε να τη βγάλουν Esmeralda ,ακουγόταν έλεγε πιο μεγαλοπρεπές. Τελικά το κορίτσι ονομάστηκε Λαβίνια .
Άραγε ήταν το καλύτερο για την κόρη της να ζει μέσα σε τέσσερις τοίχους και μεταξύ τους ένας γυάλινος για να μπορεί να συνομιλεί με τους επισκέπτες. Μόνο εκείνη, η προσωπική υπηρέτρια της κόρης και οι δυο καλύτερες της φίλες, επιτρέπονταν να εισέρχονται στο δωμάτιο. .
Ήταν σίγουρη ότι χωρίς τις φίλες τις η κόρη της θα τρελαινόταν κι ήταν το ίδιο σίγουρη ότι ούτε κι εκείνη θα το άντεχε.”Madame” η φωνή της υπηρέτριας την επανέφερε στην πραγματικότητα.
-Ναι Sylvia
-Η πριγκίπισσα τελείωσε το μπάνιο της.
-Σ ευχαριστώ μπορείς να πηγαίνεις.
Η Λαβίνια μπήκε στο δωμάτιο στάζοντας νερά, ήταν τόσο όμορφη, με το πορσελάνινο δέρμα της να εκπέμπει μια αμυδρή λάμψη. Η μητέρα της θαύμαζε το κουράγιο της κόρης της και αναρωτιόταν πως μια τόσο ασθενική μορφή μπορει να κρύβει τόση ενέργεια μέσα της.
Το συνειρμό τον σκέψεων της διεκοψε αυτή τη φορά το διακριτικό βήξιμο της κόρης της.
-Ναι, Λαβίνια, αποκρίθηκε παρότι ήξερε τι θα ακολουθούσε.
-Αναρωτιόμουν… μήπως θα μπορούσα να ερχόμουν στο χορό και όχι απλώς να τον παρατηρώ από το γυάλινο μπαλκόνι μου.
-Λυπάμαι Λαβίνια, είπε η μητέρα της και έφυγε βιαστικά από το δωμάτιο. Καθώς έφευγε άκουσε ένα μικρό λυγμό πίσω της. Στο τέλος του γυάλινου διαδρόμου συνάντησε τις φίλες της κόρης της όπου υποκλίθηκαν γρήγορα και συνέχισαν το δρόμο τους.
-Είσαι τόσο όμορφη.
-Ευχαριστώ Κριστήν, αλλά την να την κάνεις την ομορφιά όταν είσαι κλεισμένη εδώ μέσα.
-Ο, σταμάτα να μιλάς έτσι και κοίτα τον εαυτό σου, είπε η Αλίς καθώς την τράβηξε απότομα προς τον καθρέπτη. «Λάμπεις σαν σμαράγδι» της είπε χαμογελώντας.
Τη γαλήνια ετούτη στιγμή διέκοψε η εισβολή της υπηρέτριας στο δωμάτιο,όπου τους ανακοίνωσε την έναρξη του χορού.
-Θα τα πούμε σε λίγο.
-Πάμε να χαιρετίσουμε και ερχόμαστε.
Στη grande salle ακριβώς από κάτω της είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Τους ανέτρεξε όλους με το βλέμμα της, η μητέρα της είχε δίκιο, ήταν όλοι εκεί, εκτός από εκείνη φυσικά. Οι ματιές τις συναντήθηκαν με κάποιον γνωστών της, τα μάτια τους ήταν γεμάτα οίκτο. Δεν ήθελε οίκτο, τον μισούσε, δεν άντεχε να την κοιτουν και να σκέφτονται «το καημένο το κορίτσι». Συγκράτησε με δυσκολία τα δάκρυα που απειλούσαν να εμφανιστούν, και πήρε ξανά το ανέκφραστο της βλέμμα.
Όλοι κάτω διασκέδαζαν, χόρευαν, τραγουδούσαν, έτρωγαν και έπιναν, όλοι εκτός από ένα αγόρι στην ηλικία της που ήταν απόλυτα προσηλωμένο στο βιβλίο του. «Ο» αναφώνησε όταν συνειδητοποίησε ότι το βιβλίο που διάβαζε ήταν το δικό της αγαπημένο βιβλίο, το βιβλίο των ταξιδιών και της περιπέτειας. Δεν είχε ξανασυναντήσει άνθρωπο που να του αρέσει αυτό το βιβλίο.
Ξαφνικά εκείνος σήκωσε το βλέμμα του σαν να διαιστάνθηκε τη δικιά της επίμονη ματιά. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν, εκείνος κοκκίνισε και έσκυψε το κεφάλι του στο βιβλίο. Εκείνη την στιγμή τα κορίτσια μπήκαν στο δωμάτιο.
-Αχά. Ποιον κοιτάζεις;
-Κανέναν, εγώ απλώς χάζευα τους ανθρώπους.
-Και μάλιστα έναν συγκριμένα, είπε Κριστίν, το βοηθό του αλχημιστή, τον Ζακ.
-Ώστε βοηθός αλχημιστή.
-Μα νόμιζα πως δεν σε ενδιέφερε, απάντησε ειρωνικά η Αλίς.
-Εντάξει με πιάσατε, εκείνον κοιτούσα και τώρα πείτε μου ότι ξέρετε για αυτόν.
-Λοιπόν, όπως είπα και πριν είναι βοηθός του διάσημου αλχημιστή Αλεξάντρ, μένει στη βόρεια πλευρά της πόλης, είναι 18 χρονών και είναι ο μικρότερος γιος της οικογένειας και όπως θα συνειδητοποίησες του αρέσουν τα ταξίδια και μάλιστα σχεδιάζει το πρώτο του μεγάλο ταξίδι, στο δάσος της Emaurade θέλει λέει να γνωρίσει τους νότιους λαούς, απάντησε η Αλίς.
-Και πως τα ξέρεις όλα αυτά;
-Έλα τώρα, ξέρεις πόσο κουτσομπόλα είναι η αδερφή μου, απάντησε εκείνη γελώντας.
Η βραδιά συνεχίστηκε το ίδιο ευχάριστα, με τις τρεις φίλες να κουβεντιάζουν ασταμάτητα μέχρι αργά. Το βράδυ η Λαβίνια δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της το καστανό ευγενικό βλέμμα του αγοριού. Στο τέλος αποκοιμήθηκε με τη δική του εικόνα στο μυαλό.
Το άλλο πρωί, η πριγκίπισσα είχε είδη πάρει την απόφασή της, θα έγραφε γράμμα στον Ζακ. Έτσι με το που ξύπνησε βούτηξε την πένα της από φτερό παγωνιού στο μελάνι και άρχισε να γράφει με τα μικρά πλαγιαστά της γράμματα.
Αγαπητέ Ζακ,
Το όνομά μου είναι Λαβίνια όπως πολύ πιθανόν γνωρίζεις.
Σου γράφω αυτό το γράμμα με αφορμή το βιβλίο που σε είδα να διαβάζεις χτες βράδυ.
Αυτό το βιβλίο είναι το αγαπημένο μου και δεν έχω ξανασυναντήσει κανέναν που να το
έχει διαβάσει, ως τώρα που γνώρισα εσένα. Έμαθα επίσης ότι σου αρέσουν τα ταξίδια,
Εγώ τα λατρεύω αν και δεν είμαι σε θέση να ταξιδεύω.
Περιμένω με ανυπομονησία την απάντησή σου.
Λαβίνια.
H απάντηση δεν άργησε να έρθει αλλά κάθε λεπτό φαινόταν αιώνας στη Λαβίνια. Όταν το γράμμα έφτασε η Λαβίνια έσκισε το φάκελο με ανυπομονησία, το γράμμα έλεγε τα παρακάτω…

Αγαπητή Πριγκίπισσα,
Ξαφνιάστηκα ευχάριστα όταν έλαβα το γράμμα σας. Χαίρομαι που μοιραζόμαστε
τα ίδια ενδιαφέροντα, οι περισσότεροι άνθρωποι στην πόλη μας δεν αγαπούν τα ταξίδια, λί-
γοι είναι αυτοί που τους αρέσει η περιπέτεια , που μαγεύονται από το άγνωστο. Γι’
αυτό και δεν περίμενα να αρέσουν όλα αυτά σε μία Πριγκίπισσα σας κι εσάς.
Σχετικά με το βιβλίο, είναι ένα από τα καλύτερα που έχω διαβάσει και αναρωτιόμουν
Αν έχετε διαβάσει την τελευταία έκδοση, δυστυχώς κανένα κοντινό βιβλιοπωλείο δεν
μπορεί να μου το προμηθεύσει.
Αναμένοντας την απάντησή σας
Ζακ.
Η αλληλογραφία των δύο συνεχίστηκε τώρα πια μιλούσαν ο ένας στον άλλο στον ενικό και απολάμβαναν μεγάλες συζητήσεις, άλλοτε καθημερινών κι άλλες φορές φιλοσοφικών θεμάτων.
Οι φίλες της Λαβίνιας χαίρονταν πολύ για τη φίλη τους, ο νεαρός Ζακ την έκανε χαρούμενη. Η βασίλισσα δεν το είχε πάρει και πολύ θετικά δεν ήξερε τίποτα για αυτό το άτομο, ήταν καιρός να πατήσει πόδι. Άσε που ήταν σίγουρη ότι ο βασιλιάς αν το μάθαινε δεν θα το ενέκρινε, η Πριγκίπισσα να συνομιλεί με έναν άγνωστο, κι αν δημιουργούταν σκάνδαλο; Ήταν δικιά της δουλειά να προλάβει οποιοδήποτε κακό.
Η Λαβίνια βρισκόταν στο δωμάτιο της, καθόταν σε μια καρέκλα μπροστά στον καθρέπτη με την χρυσή κορνίζα, η Σύλβια της χτένιζε απαλά τα μακριά καστανά της μαλλιά με την ασημένια βούρτσα. Το μυαλό της Πριγκίπισσας ταξίδευε μακριά από το πολυτελές κελί της, ταξίδευε στο τελευταίο γράμμα του Ζακ. Το ταξίδι του θα ξεκινούσε σε λίγο και εκείνη θα έμενε μόνη και άδεια. Οι φίλες της ήταν πολύ απασχολημένες των τελευταίο καιρό, δεν την είχαν ξεχάσει βέβαια αλλά δεν περνούσαν και τόσο συχνά πια. Η μόνη της παρέα, στήριγμα και διέξοδο από τη μοναχική ζωή της ήταν εκείνος. Κι όταν θα έφευγε, πως υποτίθεται και θα επιζούσε;
Ένα χτύπημα στην πόρτα διάλυσε σαν από καπνό τις σκέψεις της. Στο κατώφλι της πόρτας στεκόταν η Βασίλισσα. «Pars Sylvia» , «Oui, Madame» . Η Σύλβια υποκλίθηκε και έφυγε από το δωμάτιο
-Τι σε φέρνει στο δωμάτιό μου αυτήν την περασμένη ώρα μητέρα;
-Θα ήθελα να σου μιλήσω.
- Σ’ ακούω
Η Βασίλισσα σκέφτηκε προσεχτικά πριν μιλήσει. Περιεργάστηκε με προσοχή το πρόσωπο του κοριτσιού, το οποίο φαινόταν ακόμη πιο ωχρό στο φως τον κεριών και άρχισε.
-Θα ήθελα να σου μιλήσω για αυτό το αγόρι, τον Ζακ με τον οποίο αλληλογραφείς.
-Τι θες να μάθεις για αυτόν; πρόσθεσε αμυντικά το κορίτσι.
-Από πού κρατάει η σκούφια του, για να χρησιμοποιήσω μια πιο λαϊκή έκφραση, δεν νομίζω ότι ζητάω πολλά. Θέλω να ξέρω ποιους συναναστρέφεσαι.
-Ο Ζακ μένει στο βόρειο μέρος της πόλης και είναι βοηθός του Αλχημιστή Αλεξαντρ.
-Μμ και για τι είδους θέματα συζητάτε;
-Για ταξίδια κυρίως καθώς και βιβλία, πολιτικά θέματα και άλλα τέτοια. Είμαι σίγουρη ότι θα έβρισκες ενδιαφέροντα κάποια από τα γράμματά μας, θέλεις να τα διαβάσεις μήπως;
-Όχι, αυτό αρκεί προς το παρόν, και Λαβίνια, εύχομαι να είναι όπως τα λες. Καληνύχτα.
-Καληνύχτα μητέρα.
Η συζήτηση αυτή είχε ταράξει τη Λαβίνια, δεν της άρεσε να την ελέγχουν. Αχ και να μπορούσε να φύγει μαζί με το Ζακ και να διασχίσουν μαζί το Δάσος της Emeraude. Αυτό δεν ήταν μόνο παρά ένα όνειρο, πώς θα μπορούσε να επιβιώσει εκεί έξω ενώ και μόνο μία πνοή του ανέμου μπορούσε να αποβεί μοιραία; , όταν το οποιοδήποτε άγγιγμα εντόμου μπορούσε να είναι το χάδι του θανάτου;
Αυτά συλλογιζόταν η μικρή πριγκίπισσα και η καρδιά της σκοτείνιαζε αργά. «Θα τα καταφέρω» ψιθύρισε. Αποτύπωσε της σκέψεις τις στο χαρτί και της έστειλε γρήγορα στον Ζακ το ταξίδι θα ξεκινούσε σε δύο βδομάδες κι εκείνοι θα το έσκαγαν και θα εξερευνούσαν το δάσος. Έμοιαζε με άπιαστο όνειρο κι όμως πραγματοποιήθηκε, η Λαβίνια έπεισε τον Ζακ να την πάρει μαζί και του ζήτησε να την επισκεφτεί.
Θα ερχόταν σήμερα, ένιωθε τόσο νευρική. Ο Ζακ είχε συνεννοηθεί με την Αλίς η οποία θα «έκλεβε» τα κλειδιά από την Σύλβια και θα του τα έδινε. Δε ήταν εύκολο αλλά όχι και ακατόρθωτο. Η Αλίς ήταν ειδική σε τέτοιες καταστάσεις, όταν ήταν πιο μικρές, όποτε έμπλεκαν η Αλίς ήταν αυτή που τις ξέμπλεκε.
Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ, λίγα λεπτά αργότερα το προσωπικό της θαύμα ήταν εκεί. Μέχρι τη στιγμή που τον αντίκρισε δεν είχε συνειδητοποιήσει τα αισθήματα της για αυτόν. Και εκείνος στεκόταν εκεί στη μέση του δωματίου, ήταν πιο ψιλός με σκούρα καστανά μαλλιά που έφταναν σχεδόν μέχρι τους ώμους, τα μάτια του ήταν κι αυτά σκούρα καστανά και αμυγδαλωτά. Κάποιοι λένε ότι τα μάτια είναι οι πύλες της ψυχής και να τη η ψυχή του την έβλεπε, κι ήταν ότι πιο όμορφο είχε δει.
Αλλά δεν ήταν η μόνη που είχε μείνει έκθαμβη, ούτε ο Ζακ πήγαινε πίσω(!), την παρατηρούσε και έβλεπε, ότι τα λόγια δεν μπορούν να περιγράψουν. Το πιο γλυκό χαμόγελο, το πιο έξυπνο βλέμμα, ήταν εκείνη αυτό που είχε ονειρευτεί.
Έμεινε εκεί για περίπου τρεις ώρες καθισμένοι στο κρεβάτι με τον αραχνοΰφαντο ουρανό, και συζητούσαν για το ταξίδι, για το μέλλον. Έζησαν μια ολόκληρη ζωή μέσα σε λίγες ώρες. Μεθαύριο θα φεύγανε και μια καινούργια περιπέτεια θα ξεκινούσε.
Σήμερα ήταν η μεγάλη ημέρα, είχε ήδη πακετάρει και αποχαιρετίσει τις φίλες τις, είχε όμως καταφέρει να αποχαιρετίσει και τη ζωή της;
Οι γονείς τις δεν είχαν γυρίσει ακόμα από το ταξίδι τους, το πεδίο ήταν ελεύθερο και απέμεναν μόνο λίγες ώρες. Η Λαβίνια δεν μπορούσε να σταθεί σε μια μεριά, πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο με το φόρεμα στο χρώμα του αμέθυστου να σέρνεται στο πάτωμα.
Ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα την τρόμαξε, ήταν το τελευταίο άτομο που περίμενε να δει, ο ταχυδρόμος. Πήρε το γράμμα που άφησε κάτω από την πόρτα απορημένη, ίσα ίσα που πρόλαβε να διαβάσει στα χείλια του τη λέξη «Λυπάμαι», προτού γίνει καπνός. Κάθισε στο κρεβάτι και άνοιξε το φάκελο με τρεμάμενα χέρια, ήταν από τον αλχημιστή το Αλεξάντρ.
Αγαπητή Πριγκίπισσα,
Λυπάμαι που θα πρέπει να είμαι εγώ αυτός που θα σας ανακοινώσει τα δυσάρεστα νέα. Ο βοηθός και φίλος μου Ζακ Ντερνιέν απεβίωσε χτες το βράδυ λόγο σοβαρού πυρετού. Η τελευταία του επιθυμία ήταν να φτάσει στα χέρια σας αυτό το γράμμα. Μου είπε επίσης να σας ευχαριστήσω εκ μέρους του για τις ωραίες στιγμές που περάσατε και θα περνάγατε μαζί.
Συλλυπητήρια και πάλι
Δόκτορ Αλεξάντρ
Όχι, δεν μπορεί να είναι αλήθεια οι γωνίες του δωματίου άρχισαν να παίζουν και το δωμάτιο έσβησε ξαφνικά.
-Λαβίνια, Λαβίνια μίλα μου σε παρακαλώ.
-Είναι νε..ε..κρός συλλάβισε εκείνη με δυσκολία.
-Το ξέρω γλυκιά μου το ξέρω.
Ένιωσε δυο χέρια να την αγκαλιάζουν και αναγνώρισε την φωνή της Αλίς, έπειτα ένιωσε κι άλλο ένα ζευγάρι χέρια αυτή πρέπει να ήταν η Κριστίν.
Η Πριγκίπισσα έμεινε για τουλάχιστον ένα μήνα στο κρεβάτι, οι φίλες της τη φρόντιζαν καθημερινά και έμειναν στο πλευρό της ως το τέλος.
Η Λαβίνια δεν ξέχασε ποτέ τον Ζακ, διάβαζε τα γράμματά τα του κάθε μέρα πριν κοιμηθεί και δεν θέλησε ποτέ να τον ξεχάσει. Κράταγε τις λίγες ώρες που πέρασε μαζί του σαν φυλακτό, όποτε της τύχαινε μια δυσκολία η ανάμνηση αυτή της έδινε δύναμη. Είπε στις φίλες της να μην την βοηθήσουν να τον ξεχάσει αλλά να την βοηθήσουν να τον θυμάται.
Η Λαβίνια δεν έπαψε ποτέ να μιλάει για αυτό το ταξίδι που έγινε μόνο μέσα από τα λόγια, χωρίς πραγματικές εικόνες. Δεν ξέχασε ποτέ εκείνο το ταξίδι που δεν άρχισε ποτέ…
Goldering
Goldering
Λάτρης Βιβλίων
Λάτρης Βιβλίων

Αριθμός μηνυμάτων : 51
Points : 9375
Ημερομηνία εγγραφής : 15/08/2011
Ηλικία : 26

Writer ID - Ταυτότητα Συγγραφέα
Λίγα λόγια για μένα..:

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή

- Παρόμοια θέματα

 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης