Write Your Stories..

Καλώς ήρθες, στην παρέα μας!

Ένας νέος κόσμος, με μπόλικη φαντασία,ρομαντισμό,
τρόμο και συγκίνηση σε περιμένει!

Θυμάσαι τότε που έγραφες αποσπάσματα της φαντασίας σου
χαρτάκια και τα έκρυβες στο συρτάρι σου?

Και όταν τα έβρισκε η μητέρα σου ένιωθε υπερήφανη
για σένα? Καιρός να δείξεις αυτό που είσαι!

Καιρός να βγάλεις από μέσα σου το ταλέντο που κρύβεις!

Just start to write your storie!


Εγγραφείτε στο φόρουμ, είναι εύκολο και γρήγορο

Write Your Stories..

Καλώς ήρθες, στην παρέα μας!

Ένας νέος κόσμος, με μπόλικη φαντασία,ρομαντισμό,
τρόμο και συγκίνηση σε περιμένει!

Θυμάσαι τότε που έγραφες αποσπάσματα της φαντασίας σου
χαρτάκια και τα έκρυβες στο συρτάρι σου?

Και όταν τα έβρισκε η μητέρα σου ένιωθε υπερήφανη
για σένα? Καιρός να δείξεις αυτό που είσαι!

Καιρός να βγάλεις από μέσα σου το ταλέντο που κρύβεις!

Just start to write your storie!
Write Your Stories..
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Ταξίδι στη χώρα των ονείρων (by Rebecca.)

Πήγαινε κάτω

Ταξίδι στη χώρα των ονείρων (by Rebecca.) Empty Ταξίδι στη χώρα των ονείρων (by Rebecca.)

Δημοσίευση από Rebecca. Τρι Αυγ 21, 2012 3:54 am

Περίληψη
Η Ρεμπέκα είναι μία έφηβη, κλεισμένη στο δικό της κόσμο και παράφορα ερωτευμένη με ένα συμμαθητή της. Όταν όλα κάποια στιγμή νιώθει πως θα καταρρεύσουν, η ζωή της παίρνει μία άλλη τροπή, που θα κάνει την ηρωίδα μας να αλλάξει αντιλήψεις και ιδεολογίες για τα πάντα. Στο πλευρό της έχει ένα φύλακα άγγελο που την καθοδηγεί και της δείχνει τον τρόπο να ζει σε μία κοινωνία που στη πραγματικότητα δεν ανήκει. Πολλές δυσκολίες και πολύ τρέξιμο περιμένει τη Ρεμπέκα. Όμως... έχει επιλέξει τον σωστό δρόμο;



1ο Κεφάλαιο

Ήταν μία συνηθισμένη, καθημερινή μέρα μέσα στην απρόσμενα φυσιολογική ζωή μου-αν εξαιρέσει κανείς τα μικρά προβλήματα μου, που τώρα είχαν ελαττωθεί. Ξύπνησα ως συνήθως στις επτά παρά τέταρτο. Ο καιρός ήταν καλός, για το γούστο μου. Ο ουρανός ήταν γκρι, εξαιτίας των σύννεφων, που είχαν απλωθεί παντού. Έφτιαξα γρήγορα το ανακατωμένο πάπλωμα μου και έπειτα πήγα στον καθρέπτη, για να φτιάξω τα μαλλιά μου. Μετά από αυτό πήγα στο μπάνιο για να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου και να βουρτσίσω τα δόντια μου. Όταν τελείωσα με όλα αυτά πήγα στο δωμάτιο μου για να ντυθώ.
Έβαλα την αγαπημένη μου μπλούζα και ένα στενό γκρί τζιν, έχοντας την ελπίδα, ότι θα με πρόσεχε σήμερα εκείνος. Βέβαια σήμερα, ειδικά σήμερα, αφού είχε τα γεννέθλια του και θα είχε άλλα πράγματα στο μυαλό του. Τις σκέψεις μου διέκοψαν οι πρωινοί και πλέον συνηθισμένοι μικροκαβγάδες των γονιών μου. Το είχα συνηθίσει πια... Ήταν όμως ήδη επτά ακριβώς και έπρεπε να φάω πρωινό, έτσι τους άφησα να τσακωθούν με την ησυχία τους. Πήγα στην κουζίνα και άρπαξα ένα μπόλ και το γέμισα με δημητριακά. Καθώς σκεφτόμουν ότι την πρώτη ώρα είχα αρχαία και γέμιζα το μπόλ με γάλα, ακούστηκε από την εξώπορτα του σπιτιού ένα ασυντόνιστο, ήσυχο χτύπημα. Αμέσως κατάλαβα ότι ήταν η Μαρίνα και πήγα να της ανοίξω. Αφού κάθισε αμίλητη στον καναπέ, αποφάσισα να της μιλήσω πρώτη, μήπως και καταλάβαινε ότι δεν είναι μόνη της πια. Ενώ της μιλούσα με κοιτούσε με τα μεγάλα χρυσαφί της μάτια κάπως απορριμένη. "Καλημέρα" είπε μετά από 1-2 λεπτά. Ήταν προφανές! Κοιμόταν ακόμα! "Διάβασες για το διαγώνισμα της φυσικής, που έχουμε αύριο;" τη ρώτησα, ενώ έτρωγα πεινασμένη το πρωινό μου. Το σχολείο ήταν το μόνο θέμα συζήτησης που απασχολούσε την Μαρίνα. "Ε, λίγο...εσύ;" μου είπε κάπως βαρεμένα. Το ήξερα πως ήταν ψέμα αφού το μόνο που έκανε ήταν να διαβάζει. "Όχι, δεν πρόλαβα με τόσο διάβασμα που είχα για σήμερα". "Ε,ε;" μου είπε μετά από λίγα δευτερερόλεπτα. "Τίποτα" της είπα απογοήτευμένη, αφού είχα την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα μπορούσα να επικοινωνήσω φυσιολογικά μαζί της.
Είχε έρθει η ώρα να φύγουμε και έτσι γλίτωσα από τη δύσκολη θέση που είχα βρεθεί, αφού καμία από τις δυο μας δεν μιλούσε πια. Έπιασα βιαστικά τη τσάντα μου και φύγαμε σχεδόν τρέχοντας. Έξω ο καιρός ήταν όπως τον είχα προβλέψει. Ο παγωμένος και ξυρός αέρας χτύπησε με μανία το πρόσωπο μου. Φτάσαμε στη στάση του λεωφορείου πιο γρήγορα από άλλες φορές. Ήταν σαν να είχαμε βάλει στοίχημα και έτσι κάθε μέρα τρέχαμε σχεδόν για να φτάσουμε, αν και είχαμε αρκετά λεπτά μπροστά μας. Από την άλλη μεριά, πιθανότατα να τρέχαμε για να ξεφύγουμε από τη πλήξη που καθημερινά μας καταλάμβανε με το "έτσι θέλω". Βέβαια αυτό είναι πολύ ποιητικό για μία παρέα δεκαεφτάχρονων κοριτσιών.
Η Άλεξ και η Θωμαϊς μα περίμεναν, ενώ συζυτούσαν με κάποιες κοπέλες που θα πήγαιναν αύριο. Εγώ ως συνήθως, θα περνούσα το Σαββατόβραδο στο σπίτι, αφού δεν μου άρεσε πολύ να βγαίνω επειδή πάντα γυρνούσα πιο νωρίς από τις υπόλοιπες και επίσης δεν μου άρεσαν τα μέρη που σύχναζαν. "Επ, καλημέρα! Πότε ήρθατε;" είπε η Άλεξ κεφάτα. Η Θωμαϊς γύρισε αφενός αδιάφορη από την άφιξη μας, αφετέρου χαρούμενη για τον ερχομό του "Ρωμαίου" της. Αν και από την αρχή της χρονιάς, αδιαφορούσε για τα σχολικά μαθήματα,τώρα τα πράγματα είχαν χειροτερέψει περισσότερο. Μία φορά μας είχε πει, πως ξυπνούσε από τις 5 τα χαράματα, για να ετοιμαστεί. Ήταν γνωστό ότι ήταν υπερβολική, όμως η εμφάνιση της αυτή τη φορά την δικαιολογούσε. Τα μαλλιά της ήταν πολύ ταλαιπωρημένα από το καθημερινό ίσιωμα, το πρόσωπο της πάντα ήταν καλυμμένο από παχιές στρώσεις make-up και πάντα έβαζε άσπρο μολύβι στο κάτω βλέφαρο των ματιών της, για να δείχνουν μεγαλύτερα. Σήμερα είχε πιάσει τα μαλλιά της, μία ψηλή αλογοουρά, που αναδείκνυε το καστανόξανθο χρώμα τους. Καθώς την παρατηρούσα, την σύγκρινα με εμένα. Αν και δεν ήταν πολύ όμορφη, όλη αυτή η προετοιμασία που υπέμενε κάθε πρωί την έκανε εκθαμβωτική, σε αντίθεση με εμένα. Εγώ, όπως πάντα, είχα αφήσει τα μαλλιά μου κάτω και στις άκρες έκαναν μικρές μπούκλες. Επίσης δεν είχαν πολύ λαμπερό χρώμα, όπως τα δικά της, αφού δεν τα είχα βάψει ακόμα, και είχαν ένα άτονο καστανό χρώμα. Όσον αφορούσε τα ρούχα, αποφάσισα να μην μπω καν στο κόπο να τα συγκρίνω... Παρόλα αυτά εγώ εξακολουθούσα να έχω την αντίληψη, πως πρέπει να αρέσει σε κάποιον ο χαρακτήρας σου και μετά η εμφάνισή σου και γι'αυτό δεν θα έκανα κάτι ανάλογο. Το λεωφορείο ήρθε στην ώρα του και όλοι μπήκαν μέσα βιαστικά.
Όλη αυτή η διαδρομή μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο κουραστική. Στην αρχή της σχολικής χρονιάς αναρωτιόμουν αν όλη αυτή η ταλαιπωρία άξιζε το κόπο. Με το καιρό δεν έδινα σημασία αφού, με έπαιρνε ο ύπνος στο μαλακό ώμο της Μαρίνας. Αν και ήταν ωραία να ξαπλώνεις πάνω της, το άγχος και οι μόνιμες πλέον σκέψεις δεν με άφηναν να ξεκουραστώ πολύ. Μία φορά, στα μέσα του Οκτώβρη, με είχε πάρει ο ύπνος τόσο βαθιά, που δεν μπορούσαν να με ξυπνήσουν. Νόμιζαν ότι είχα λυποθυμίσει ή ότι είχα πάθει κάτι σαν σοκ, ώσπου με πότισαν στην κυριολεξία με κρύο νερό και αναγκάστικα να ξυπνήσω. Η ντροπή που είχα νιώσει εκείνη τη μέρα ήταν απερίγραπτη, αν και κανείς δεν εδωσε πολύ σημασία στο συμβάν. Τα ενοχλητικά σχόλια κράτησαν μόνο για λίγες μέρες και μετά το ξέχασαν και αυτό.
Η ονειροπόληση μου σταμάτησε όταν, ακούστηκε η βραχνή φωνή της Μαρίνας. "Άντε, άντε ξύπνα. Φτάσαμε!" είπε ανυπόμονα, καθώς με σκουντούσε με τα δαχτυλά της. Βγήκα με δυσκολία από το λεωφορείο γιατί, ακόμα νύσταζα και αυτό με εμπόδιζε στο να περπατήσω σταθερά και ευθυγραμμισμένα. Τότε τον είδα! Το γυμνασμένο -σχεδόν- σώμα του Έρικ με έκανε να χάσω την ισορροπία μου. "Χαλάρωσε...καρφώνεσαι!" μου είπε η Θωμαϊς, ενώ με τσίμπησε μαλακά στο μπράτσο. Τελικά...ναι, πιστεύω πως θα έκανα και το αδύνατο δυνατό για το συγκεκριμένο άτομο, που τώρα στεκόταν λίγα μέτρα μακριά μου κια κοιτούσε με τα μικρά πράσινα μάτια του, ένα μηχανάκι που πέρασε δίπλα μου. Κάποια στιγμή ένοιωσα το βλέμμα του να πέφτει πάνω μου, όμως ήταν φευγαλέο, δυστυχώς. Η συμπεριφορά μου δεν ήταν λογική και το ήξερα. Παρατηρούσα τη παραμικρή του κίνηση. Αύτα όμως οφείλονταν στην εφηβεία απ'όσο ήξερα, ή απλά αυτό ήθελα να πιστεύω. Ο διαπεραστικός ήχος του κουδουνιού ακούστηκε και έφυγα για την τάξη. Μπήκαμε μέσα και έκατσα όπως πάντα, στη θέση μου, ακουμπώντας τη πλάτη μου στο χρωματισμένο τοίχο, έχοντας καρφώσε το βλέμμα μου στον Έρικ. Η φιλόλογος μας δεν θα αργούσε να έρθει όταν ξαφνικά, τον είδα να κατευθύνεται προς εμένα...
Οι παλμοί της καρδιάς μου επιταχύνονταν σταδιακά. Τους άκουγα, καθώς με πλησίαζε, όλο και πιο δυνατά. Νόμιζα πως τους άκουγε όλη η τάξη. Ο Έρικ πρέπει να διέκρινε την ταραχή μου, από την έκφραση που είχα πάρει, γιατί γύρισε προς τους φίλους τους και εκείνοι αυτόματα έριξαν ένα μικρό γελάκι. Χαμήλωσα το βλέμμα μου και προσπάθησα να δείχνω ψύχραιμη. Τότε ήρθε! Κάθισε, απολύτως φυσιολογικά, στην άκρη του θρανίου μου και κουνούσε τα μακριά του πόδια ρυθμικά. "Γεια σου!" μου είπε τραγουδιστά. Η καρδιά μου για άλλη μία φορά με εμπόδιζε να λειτουργήσω ήρεμα, αφού χτυπούσε πάλι πιο γρήγορα από το φυσιολογικό."Γεια" του είπα τελικά, όσο πιο αδιάφορα γινόταν, και άρχισα να κοιτάω κάτι παλιά μηνύματα στο κινητό μου. Ήθελα να του δείξω ότι ποσώς με ενδιέφερε η παρουσία του. Ήθελα να κρύψω την χαρά μου! Δεν φάνηκε να τον απασχολεί, όμως αυτό και συνέχισε ακάθεκτος. "Να σε ρωτήσω κάτι κούκλα μου;" Μία ελπίδα άρχισε να σχηματίζετε μέσα μου. Ναι! Θα μου ζητούσε να βγούμε ή απλά θα έδειχνε το ενδιαφέρον του για εμένα, με κάποια άλλη ερώτηση. Το σίγουρο ήταν ότι κάτι ένιωθε για εμένα. Πετούσα στον έβδομο ουρανό και ακόμη πιο ψηλά. "Ότι θέλεις!" του είπα πρόθυμη να απαντήσω σε οποιαδήποτε ερώτηση ήθελε να μου κάνει. Ένα πονηρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του. "Να μωρέ, απλά αναρωτιόμουν αν... η Θωμαϊς έχει σχέση. Μήπως ξέρεις;" Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. "Χαζή! Χαζή! Χαζή! Πως είναι δυνατόν να πίστεψες, έστω και για μία τόσο μικρή στιγμή, ότι αυτή η συζήτηση ήταν για εσένα" σκέφτηκα. " Από όσο ξέρω όχι, αλλά καλύτερα να την ρωτήσεις όμως." του απάντησα όσο πιο καλοσυνάτα μπορούσα, ενώ του χαμογέλασα, προσπαθώντας να δείξω ότι είχα χαρεί που είχε ερωτευτεί τη φίλη μου. Ήθελα να βάλω τα κλάματα και να φωνάξω με όλη μου τη δύναμη. "Λες να της μιλήσω; Είμαι όμως λίγο μπερδεμένος. Δεν την ξέρω και πολύ καλά. Εσύ την ξέρεις καλύτερα. Πες μου, πως να την προσεγγίσω;" Τα μάτια του είχαν πάρει τώρα, ένα χρώμα, όμοιο με το σμαράγδι και με κοιτούσαν επίμονα. Ήταν απελπισμένος! Εγώ δηλαδή τι πρέπει να ήμουν; Το αγόρι που ήθελα εδώ και δύο χρόνια, μου μιλούσε για πρώτη φορά και μου ζητούσε συμβουλές για να κατακτήσει μία φίλη μου. Μου ήρθε να τον χαστουκίσω, αλλά συγκρατήθηκα. Θα κινούσα τις υποψίες όλων, με αυτή μου την πράξη. "Ειλικρινά δεν ξέρω... Δεν συζητάμε πολύ γι'αυτά, οπότε... καταλαβαίνεις" του είπα ενώ, συγκρατούσα με όλη μου τη δύναμη τα δάκρυα που οσονούπω, θα κυλούσαν σαν καταρράχτες από τα μάτια μου. "Δεν πειράζει. Ευχαριστώ πάντως." είπε και με χτύπησε φιλικά στον ώμο. Υπό άλλες συνθήκες, αν ήξερε δηλαδή πως αισθανόμουν, αυτή η κίνηση θα ήταν εντελώς ειρωνική, αφού ήταν γνωστό σε όλους ότι ο Έρικ, δεν ήταν από τους καλύτερους χαρακτήρες.
Κάνοντας αυτήν τελευταία σκέψη, έφυγα φουρτουνιασμένη από την τάξη. Ο διάδρομος δεν είχε αδειάσει και εξαιτίας της ταραχής μου έπεσα πάνω σε μερικά άτομα. Ένιωθα πως δεν υπήρχε άλλος αέρας, μέσα στο κτίριο. Πολλοί θα με χαρακτήριζαν υπερβολική, όμως δεν ήταν και λίγο να βρίσκεσαι σε μία τέτοια θέση. Βγήκα στο προαύλιο του σχολείου με βαριά ανάσα. Ο καιρός από το πρωί δεν είχε αλλάξει καθόλου, αλλά αυτό δεν ήταν θετικό εκείνη τη στιγμή. Έκατσα σε ένα ξύλινο παγκάκι, λίγα μέτρα μακριά από την είσοδο. Είχε αρκετό κρύο και ή μαύρη ζακέτα που φορούσα δεν αρκούσε, για με κρατήσει ζεστή. Έτσι, έβαλα τα πόδια μου πάνω στο παγκάκι και αγκάλιασα τα γόνατα μου. Τότε τα τείχη έπεσαν! Άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Σκέψεις πλημμύρισαν το μυαλό μου, σαν χείμαρρος. Πως θα της το έλεγα; Εκείνη πως θα αντιδρούσε; Θα χαιρόταν; Θα τον απόρριπτε, για να μην διαλυθεί η φιλία μας; Μήπως θα της το έλεγε εκείνος; Έκανα συνεχώς εικασίες μέσα στο μυαλό μου, χωρίς να σταματάω ούτε λεπτό. Μετά από μερικά λεπτά ένιωθα το σώμα μου, παγωμένο και νόμιζα πως το κεφάλι μου θα έσπαγε σαν καρπούζι, στα δύο. Χωρίς να χάσω άλλο χρόνο, σηκώθηκα από το παγκάκι και πήγα προς το κυλικείο του σχολείου.
Ευτυχώς είχα μερικά χρήματα μαζί μου, για να αγόραζα ένα ζεστό τσάι.Δεν το συνήθιζα να αγοράζω τα φαγητό μου από εκεί, αφού τα χρήματα που έδιναν οι γονείς μου δεν ήταν πολλά και προτιμούσα να τα φυλάω για να αγοράζω ρούχα και ότι άλλο χρειαζόμουν.Η οικογένεια μου τα τελευταία χρόνια είχε αρκετά οικονομικά προβλήματα. Η μητέρα μου από το μπακάλικο που της κληροδότησαν οι γονείς της δεν έβγαζε πολλά, όμως οι αναμνήσεις από εκεί την εμπόδιζαν να το πουλήσει. Τα παιδικά της χρόνια ήταν φανταστικά!Οι γονείς της ήταν υπέροχοι. Παρόλα τα χρόνια που ήταν παντρεμένοι, τους θυμάμαι να είναι πάντα ερωτευμένοι. Αποτελούσαν πρότυπο, για τα σημερινά ζευγάρια, που στον παραμικρό τσακωμό χωρίζουν. Εκτός από αυτό όμως, ήταν και καταπληκτικοί παππούδες! Αν και θυμάμαι αμυδρά, τα καλοκαίρια που πέρασα μαζί τους, στην Χαλκιδική, θυμάμαι πως είχα περάσει καταπληκτικά και πολλές φορές νοσταλγώ αυτά τα καλοκαίρια. Και η μητέρα μου, μου διηγόταν όταν ήμουν μικρή, τις περιπέτειες που είχε ζήσει κατά τη διάρκεια των υπέροχων καλοκαιρινών διακοπών της. Οι γονείς της ήταν πολύ "προχωρημένοι" σε σχέση με τους ανθρώπους που ζούσαν τότε στην Ελλάδα. Έτσι, μαζί με αυτούς, και εκείνη απέκτησε πολλές εμπειρίες, από τα ταξίδια τους, που άλλα παιδιά της ηλικίας της δεν θα ζούσαν ποτέ τους. Ο ξαφνικός θάνατος τους στοίχισε σε όλη την οικογένεια, αλλά πολύ περισσότερο στη μητέρα μου, αφού είχε και στους δύο τρομερή αδυναμία. Και εκείνοι βέβαια την αγαπούσαν αφάνταστα, αφού ήταν το μοναδικό παιδί που απέκτησαν, μετά από άπειρες προσπάθειες. Για αυτόν το λόγο την ανέθρεψαν με πολύ αγάπη και αφοσίωση. Στη διαθήκη της η γιαγιά μου, εκτός από μερικά παλιά κοσμήματα που είχε, της έδωσε και ένα σημαντικό χρηματικό ποσό, που φύλαγε για ώρα ανάγκης. Με τη σειρά του ο παππούς μου, μεταβίβασε το μπακάλικο, που είχε από τότε που ήταν νέος. Στην πραγματικότητα, το άξιζε η μητέρα μου να έχει υπό κατοχή της αυτό το μαγαζί, αφού εργαζόταν εκεί από τότε που ήταν έφηβη και το "πονούσε" αυτό το μαγαζί.
Αν και τα χρήματα που έβγαζε δεν ήταν πάρα πολλά, όμως ήταν σαφώς περισσότερα από τον μισθό του πατέρα μου. Εκείνος εργαζόταν σε μία διαφημιστική εταιρία, ως λογιστής. Η εταιρία αυτή όμως, όπως και πολλές άλλες, δεν πήγαινε καλά και έτσι αναγκάστηκε να κλείσει. Ο πατέρας μου, το είχε πάρει κατάκαρδα και για αρκετό καιρό καθόταν μονίμως στο καναπέ του σαλονιού και μηχανικά άλλαζε τους τηλεοπτικούς σταθμούς. Μετά από λίγο καιρό όμως, άρχισε να γίνεται πιο δημιουργικός. Ξεκίνησε να τακτοποιεί το σπίτι, να γράφει διάφορα άρθρα σε σχέση με την επικαιρότητα που τα δημοσίευε σε μία ιστοσελίδα αφιλοκερδώς και εξασκούσε καθημερινά τις ικανότητες του στη μαγειρική, φτιάχνοντας διάφορες συνταγές που έβλεπε στην τηλεόραση. Αυτό δεν κράτησε πολύ, αφού συχνά μας έκανε παράπονα ότι δεν είναι σωστό αυτό που γίνεται και πως είχε καταντήσει νοικοκυρούλα. Αν και άπειρες φορές τον είχαμε διαβεβαιώσει, ότι αυτό δεν ίσχυε, εκείνος έμενε αδιάλλακτος. Έτσι το ωθήσαμε να βρει καινούρια δουλειά. Χωρίς να χαραμίσει χρόνο και με ανακτημένο ηθικό, άρχισε να ρωτάει γνωστούς του και να ψάχνει στις εφημερίδες για διαθέσιμες θέσεις εργασίας.Τους τελευταίους τρεις μήνες, λοιπόν εργαζόταν σε μία πολυεθνική εταιρία, που σχετίζονταν με τρόφιμα. Τα χρήματα που έπαιρνε δεν ήταν όμως αρκετά, αφού η θέση του δεν ήταν ανάλογη με του βασικού λογιστή. Ήταν κάτι σαν, δεύτερη γνώμη εκεί μέσα. Παρόλα αυτά, εξακολουθούσε να ήταν χαρούμενος αφού, ασχολούνταν με το είδος που τον ενδιέφερε. Το μόνο αρνητικό σε αυτήν την ιστορία ήταν, ότι αναγκαζόμουν, για ακόμα μία φορά, να κάνω το μεγαλύτερος μέρος του καθαρίσματος του σπιτιού. Αυτό δεν ήταν καλό, αφού έπρεπε να οργανώσω τον χρόνο μου καλύτερα και να καταβάλω κόπο για να ολοκληρώσω με επιτυχία όλες τις δουλείες του σπιτιού. Το τελευταίο ήταν αυτό που μισούσα περισσότερο, αφού ήμουν γνωστή πλέον για την οκνηρία μου.
Όση ώρα αναλογιζόμουν όλα αυτά, δεν κατάλαβα πως η ώρα είχε περάσει και το κουδούνι είχε χτυπήσει, σηματοδοτώντας την έναρξη του πρώτου διαλείμματος. Μόνο όταν είδα ένα "λόχο" από εφήβους να κατεβαίνουν τις σκάλες του κτιρίου, συνειδητοποίησα πόση ώρα καθόμουν εκεί. Έκατσα στην θέση μου καλύτερα και ήπια λίγο από το τσάι μου, που τώρα είχε παγώσει. Σε λιγότερο από ένα λεπτό, είδα τη Παυλίνα να με πλησιάζει. Έκανα πως δεν την είδα και άρχισα να παρατηρώ το πλαστικό ποτηράκι που περιείχε το τσάι. Μου άρεσε να την ξαφνιάζω. Έκατσε δίπλα μου, σχεδόν αθόρυβα.Εξακολουθούσα να κάνω πως δεν την είχα προσέξει, παρατηρώντας αυτήν τη φορά τη ουρά που είχε δημιουργηθεί στο κυλικείο.
"Πως ήταν η πρώτη ώρα;" της είπα ήρεμα ενώ, εκείνη ήταν έτοιμη να με σκουντήξει, στον ώμο με σκοπό να με ξεσπάσει.
"Πόσο μου την δίνει όταν το κάνεις αυτό!" μου απάντησε, προσποιούμενη την νευριασμένη.
"Πόσο μου αρέσει να σε πειράζω!" της απάντησα με ένα παιχνιδιάρικο τόνο στην φωνή μου, ενώ αμέσως μετά της έστειλα, με παιχνιδιάρικο ύφος ένα φιλάκι. Πάντα όταν το έκανα αυτό, τα ξεχνούσε όλα και έσκαγε στα γέλια, όπως και έγινε. " Τι έχεις εσύ; Δεν φαίνεσαι καλά." μου είπε κάπως ανήσυχα, αμέσως μετά. Είδα την Μάρα να μας πλησιάζει και έτσι της έκανα νόημα ότι θα της έλεγα αργότερα "Καλά τι έπαθες εσύ και έφυγες άρον άρον από την τάξη;" με ρώτησε όλο περιέργεια, μόλις έφτασε στο παγκάκι. Είδα την Παυλίνα να με κοιτάει σκεπτική. Η Μάρα αν και ήταν φίλη μου δεν την αισθανόμουν τόσο άνετα μαζί της όπως με την Παυλίνα. Γι' αυτό συχνά απέφευγα να της λέω την αλήθεια. "Από το πρωί δεν αισθανόμουν πολύ καλά και προτίμησα να κάτσω έξω και να πιω ένα τσάι μήπως και ηρεμήσω." της είπα, δείχνοντας της το ποτήρι. Και οι δύο δεν φάνηκαν να πείθονται από την απάντηση μου. " Χμμ!" έκανε σκεπτόμενη, "τέσπα! Ο Έρικ τι σου έλεγε;". "Τι έγινε λέει;" είπε η Παυλίνα, ενώ τα μάτια της κόντεψαν να βγουν από τη θέση τους. "Τίποτα το σπουδαίο... Απλά μου ζήτησε να του δώσω κάτι ασκήσεις, αλλά δεν τις είχα κάνει." είπα αδιάφορα. Η Μάρα μου χτύπησε απαλά το γόνατο, δείχνοντας ότι το είχε πιστέψει. Αντίθετα η Παυλίνα με κοιτούσε μπερδεμένη.
Δεν άργησε να φανεί και η Μαρίνα, που ως συνήθως κρατούσε ένα σάντουιτς και το έτρωγε αχόρταγα. Η Μάρα την άρπαξε από το μπράτσο, για να πάει μαζί της στο κυλικείο. " Μπέκα τι έγινε πάλι;" με ρώτησε η Παυλίνα μόλις έφυγαν. "Δεν είναι ώρα για να τα συζητήσουμε αυτά. 'Έλα από το σπίτι μου το απόγευμα και σου υπόσχομαι πως θα σου τα πω όλα" της είπα.
Οι υπόλοιπες ώρες, φάνηκαν να περνούν πολύ γρήγορα. Η Θωμαϊς, για καλή μου τύχη δεν ερχόταν σε όλα τα διαλείμματα μαζί μας. Μόλις το ρολόι έδειξε δύο και πέντε το κουδούνι χτύπησε, για άλλη μία φορά και όλοι έτρεξαν έξω. Πήγα γρήγορα προς τη στάση, για να μην χάσω το λεωφορείο. Μόλις έφτασα εκεί, έβαλα τα ακουστικά μου και άρχισα να ακούω μουσική. Καθώς άκουγα το 4 words to choke upon, είδα την Θωμαϊς να με πλησιάζει. "Μπέκααα!", μου φώναξε χαρούμενα! Σχημάτισα ένα ψεύτικο χαμόγελο, αλλά δεν μπήκα στον κόπο να βγάλω τα ακουστικά ή να χαμηλώσω την ένταση, αφού ήθελα να αποφύγω για την ώρα τις συζητήσεις μαζί της. "Τς, τς, τς! Πάλι αυτούς ακούς; Δεν τους βαρέθηκες πια;" μου είπε κοροϊδευτικά, αφού είδε στην οθόνη του κινητού μου πιο τραγούδι άκουγα. Έγνεψα αρνητικά. Δεν είχαμε το ίδιο γούστο στην μουσική και γι'αυτό είχαμε αρκετές διαμάχες σε αυτόν το τομέα. Εκείνη προτιμούσε τους λαϊκούς τραγουδιστές και εγώ ήμουν φαν των metal και rock συγκροτημάτων. Το λεωφορείο δεν άργησε να έρθει, και έτσι αυτή η συζήτηση δεν αναπτύχθηκε ευτυχώς. Μπήκαν όλοι μέσα, βιαστικά. Όπως πάντα, έκατσα δίπλα στη Μαρίνα και έβαλα το κεφάλι μου στο μπράτσο της. Είχα τριάντα λεπτά πολύτιμου ύπνου και ήμουν διατεθειμένη να τα εκμεταλλευτώ, λεπτό προς λεπτό. Σε λίγα λεπτά είχα αποκοιμηθεί για τα καλά.
Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησαν όλα...
Rebecca.
Rebecca.
Απλός Αναγνώστης
Απλός Αναγνώστης

Αριθμός μηνυμάτων : 3
Points : 8575
Ημερομηνία εγγραφής : 13/08/2012
Ηλικία : 28

Writer ID - Ταυτότητα Συγγραφέα
Λίγα λόγια για μένα..: Πάντα μου άρεσε το διάβασμα, αλλά ποτέ πριν δεν είχα επιχειρήσει να γράψω κάτι. Βέβαια δεν ήξερα τι να γράψω μέχρι τότε, ώσπου με χτύπησε μια μέρα η έμπνευση κατακέφαλα και άρχισα να γράφω.

http://darkkitty7.blogspot.com

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή


 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης