Write Your Stories..

Καλώς ήρθες, στην παρέα μας!

Ένας νέος κόσμος, με μπόλικη φαντασία,ρομαντισμό,
τρόμο και συγκίνηση σε περιμένει!

Θυμάσαι τότε που έγραφες αποσπάσματα της φαντασίας σου
χαρτάκια και τα έκρυβες στο συρτάρι σου?

Και όταν τα έβρισκε η μητέρα σου ένιωθε υπερήφανη
για σένα? Καιρός να δείξεις αυτό που είσαι!

Καιρός να βγάλεις από μέσα σου το ταλέντο που κρύβεις!

Just start to write your storie!


Εγγραφείτε στο φόρουμ, είναι εύκολο και γρήγορο

Write Your Stories..

Καλώς ήρθες, στην παρέα μας!

Ένας νέος κόσμος, με μπόλικη φαντασία,ρομαντισμό,
τρόμο και συγκίνηση σε περιμένει!

Θυμάσαι τότε που έγραφες αποσπάσματα της φαντασίας σου
χαρτάκια και τα έκρυβες στο συρτάρι σου?

Και όταν τα έβρισκε η μητέρα σου ένιωθε υπερήφανη
για σένα? Καιρός να δείξεις αυτό που είσαι!

Καιρός να βγάλεις από μέσα σου το ταλέντο που κρύβεις!

Just start to write your storie!
Write Your Stories..
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Vampirisious (by Distressed Damsel22)

Πήγαινε κάτω

Vampirisious (by Distressed Damsel22) Empty Vampirisious (by Distressed Damsel22)

Δημοσίευση από FallenJuliette Παρ Αυγ 12, 2011 1:06 pm

Πρόλογος


Πως νιώθει κανείς όταν είναι γυμνός;

Είχε μουδιάσει ολόκληρη από το σοκ. Τα ρούχα της ήταν γεμάτα αίμα (και δεν ήταν καν δικό της) Κάποια την βοηθούσε να ντυθεί, όμως εκείνη ένιωθε πως όλα αυτά ήταν μακρινά, σαν να έβλεπε έναν εφιάλτη όπου δεν μπορούσε να παρέμβει, μονάχα παρακολουθούσε.
Ένας υπηρέτης εμφανίστηκε στην πόρτα. Με μουντή και επαγγελματική φωνή, ανακοίνωσε:
''Ήρθε η ώρα'' Και, μετά από αυτά τα λόγια, εξαφανίστηκε από το δωμάτιο. Εκείνη έριξε μια τελευταία ματιά στο είδωλό της στον καθρέφτη: ποτέ άλλοτε το πρόσωπό της δεν ήταν τόσο χλωμό. Φοβόταν, όμως δεν ήθελε να το παραδεχτεί ούτε στον ίδιο της τον εαυτό. Πίεσε τα μέλη της να κινηθούν, την καρδιά της να συνεχίσει να χτυπά για λίγο ακόμα.
Έπρεπε να κάνει κάτι που δεν είχε ξανακάνει στην ζωή της: να φανεί δυνατή, να συνεχίσει να πορεύεται, όλο και πιο κοντά προς το σημείο χωρίς επιστροφή.
Ο αέρας λυσσομανούσε, κάνοντας τα φύλλα των δέντρων και την προσεκτικά καλλιεργημένη βλάστηση να λικνίζονται ρυθμικά στους ρυθμούς του. Αυτή την ώρα της ημέρας, το νεκροταφείο παρέμενε άδειο. Κανένας δεν ήθελε να ενοχλήσει τους νεκρούς, μα ένας από αυτούς έπρεπε να ξυπνήσει από τον λήθαργό του.
Λίγα μέτρα παρακάτω, εκείνος στήριζε το βάρος του σε μια από τις ταφόπλακες. Παρόλο ότι η στάση του ήταν χαλαρή, τα γκρίζα του μάτια την κοιτούσαν γεμάτα ανησυχία.
''Δεν χρειάζεται να το κάνεις αυτό'' είπε με αυστηρή φωνή. Εκείνη τον πλησίασε και έπιασε το πάλλευκο, παγωμένο χέρι του, αυτό το χέρι που με τόση τρυφερότητα και στοργή την είχε αγγίξει τόσες φορές στο παρελθόν.
''Πρέπει να το κάνω. Δεν έχω άλλη επιλογή'' Φαινόταν πως με κόπο συγκρατούσε τα δάκρυά της και μισούσε τον εαυτό της που δεν μπορούσε να του κρύψει την αγωνία και την ανησυχία της. Με το ελεύθερό του χέρι, ακούμπησε το μάγουλό της.
''Το ξέρεις ότι σ' αγαπώ, έτσι δεν είναι;'' Αυτό έκανε την καρδιά της να σκιρτήσει και την ένιωσε να γεμίζει ολόκληρη από αυτές τις λέξεις. Του χάρισε ένα χαμόγελο.
''Το ξέρω'' Αποτράβηξε το χέρι της από το δικό του και τον κοίταξε για τελευταία φορά ''Αντίο'' είπε με φωνή πνιγμένη από συγκίνηση.
Ένιωσε την καρδιά της να σκίζεται στα δυο, να ματώνει μέσα της. Το μόνο που ήθελε ήταν να γυρίσει πίσω, να τον σφίξει στην αγκαλιά της και να του πει πως τον αγαπάει από τα βάθη της ψυχής της. Το σώμα της δεν την υπάκουγε, μονάχα κινούνταν προς μια μόνο κατεύθυνση...

Κεφάλαιο 1ο


Το Χάλογουϊν μου άρεσε για τρεις κυρίως λόγους: Πρώτον, γιατί μου αρέσουν τα θρίλερ και οτιδήποτε έχει να κάνει με την φρίκη και το τρόμο. Ακόμα, θεωρείται πως η ημέρα αυτή είναι μια από τις ελάχιστες μέρες που μπορεί να επιτευχθεί επαφή με τον κόσμο των πνευμάτων και, γενικότερα, οποιαδήποτε δραστηριότητα που έχει να κάνει με το υπερφυσικό είναι στο ζενίθ. Ο τελευταίος και, θα έλεγα, ο σημαντικότερος λόγος απ' όλους τους λόγους που αναφέρθηκαν είναι ότι αυτή την ξεχωριστή μέρα είναι επίσης και τα γενέθλιά μου.

Θα έλεγε κανείς ότι χάρη σε αυτή την τόσο ξεχωριστή ημερομηνία, ο τρόπος που γιόρταζα τα γενέθλιά μου πάντοτε ήταν το ίδιο ξεχωριστός. Πράγματι, έτσι ήταν τα περισσότερα γενέθλια που γιόρτασα. Ωστόσο, ένα πάρτι έμελε να κάνει την διαφορά: αυτό το πάρτι που όλοι στην ηλικία μου αγωνιούν να γιορτάσουν μέχρι τελικής πτώσεως, το οποίο σηματοδοτούσε το ''πέρασμα'' από την εφηβεία στην ενηλικίωση, εκεί όπου όλοι το έχουν ωραιοποιήσει τόσο πολύ που σχεδόν το έχουν ανάγει σε επιστήμη.

Ορίστε, ήρθαν και επήλθαν τα δέκατα έκτα γενέθλια μου. Και τι κατάλαβα; Το πάρτι μου μπορεί να έκανε πάταγο: ήρθε σχεδόν όλο το σχολείο, ανάμεσά τους και άτομα που δεν ήθελα με τίποτα να έρθουν, τα έκαναν όλα γυαλιά καρφιά, με αποτέλεσμα το λιγότερο που έπαθαν οι γονείς μου είναι να τους πιάσει υστερία, το καλύτερο όμως σας το άφησα για το τέλος. Μπαίνοντας στο δωμάτιό μου για να μην αντικρίζω πλέον το χάος, έπεσα πάνω σε μια τρυφερή σκηνή: το αγόρι μου να φιλιέται με μια άλλη που ούτε καν γνώριζα. Χωρίς να χάσω χρόνο, του έδωσα ένα ηχηρό χαστούκι, τον έλουσα με ένα σωρό κοσμητικά επίθετα τα οποία ούτε καν θυμάμαι πλέον και το υπόλοιπο βράδυ το πέρασα στο νοσοκομείο. Πως έγινε αυτό;

Πάνω στην φυγή μου από τον ''σκληρό κόσμο και την πεζή πραγματικότητα'' κατέφυγα στην παιδική χαρά, όπου και έκατσα σε ένα παγκάκι. Εκεί με βρήκε ο Γκάμπριελ, ένα κάθαρμα που ο μόνος σκοπός που έχει στην ζωή του είναι να κάνει την δική μου κόλαση και είπε να έρθει και στο πάρτι μου, έτσι, ''για να μου ευχηθεί'', όπως είχε ο ίδιος πει. Είχε πιει αρκετά και μόλις με είδε ήταν σαν να είδε ο ταύρος το κόκκινο πανί: άρχισε να μου την λέει και να με σπρώχνει. Εγώ του έλεγα να σταματήσει, εκείνος όμως δεν με άκουσε. Το αποτέλεσμα; Έπεσα κάτω από το παγκάκι και ακριβώς πάνω σε μια αρκετά μεγάλη πέτρα, χτυπώντας το αριστερό μου χέρι, το οποίο χρειάστηκε αρκετά ράμματα και ένα καλό γύψο. Μπορεί να ακούγεται οξύμωρο, ωστόσο, όταν ήρθε η επόμενη μέρα του θαυμάσιου πάρτι μου και, σκεπτόμενη τα μύρια κακά της μοίρας μου, έβαλα τα γέλια. Η τύχη δεν φαίνεται να είναι ένα από τα δυνατά χαρτιά μου.

Αυτά που μόλις σας εξιστόρησα μπορεί να σας φαίνεται ως ο ''ορισμός του απόλυτου χάους'' ή η ''τέλεια ατυχία'' και μπορεί και να έχετε δίκιο. Καθώς ετοιμαζόμουν, ευχόμουν φέτος τα γενέθλιά μου να ήταν λιγότερο...επεισοδιακά, για αυτό και κάλεσα μερικούς φίλους να βγούμε έξω και να τους κεράσω ένα ποτό. Τίποτα το φαντασμαγορικό και ήταν αλήθεια ότι, μετά το περσινό φιάσκο, οι γονείς μου θα μου επέτρεπαν να ξανακάνω πάρτι...σε κανέναν αιώνα από τώρα, και λίγα λέω.

Προσπαθούσα να βάλω σωστά το eyeliner και να μην μουτζουρωθώ, όταν άκουσα μια φωνή που, υπό άλλες συνθήκες θα με έκανε να τιναχτώ από την τρομάρα:
''Άντε! Θα τελειώσεις καμιά φορά; Είπαμε, να βγούμε νύχτα, αλλά πόσο να αργήσουμε πια;'' Η φωνή της Κάσσιντυ ακούστηκε ανυπόμονη πίσω από την πόρτα.
''Σχεδόν τελείωσα'' η απάντησή μου σε ουδέτερο τόνο, ένα τόνο που, όπως μου έλεγε, της την έδινε.

Η ανυπομονησία της Κάσσιντυ ήταν παροιμιώδης, το ίδιο και η διάθεσή της για φλερτ, κάτι για το οποίο όλοι στην παρέα την πειράζαμε γιατί την έβαζε σε πολλούς μπελάδες. Δεν πέρασαν πολλά λεπτά και, όπως το υπολόγισα, όρμησε μέσα στο δωμάτιο σαν σίφουνας. Γύρισα και την κοίταξα. Είχε επιλέξει να ντυθεί σέξι δαιμόνισσα και, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, της πήγαινε απόλυτα αυτό το κουστούμι: είχε ισιώσει και είχε πιάσει ψηλά τα ξανθοκάστανα μαλλιά της, είχε χρησιμοποιήσει σκιές σε πορτοκαλί και σκούρο κόκκινο που έδιναν αλλοτινή λάμψη στα γαλανά της μάτια και το φόρεμά της ήταν και αυτό σκούρο κόκκινο, με ένα αβυσσαλέο ντεκολτέ για να τονίζει τα πλούσια στήθη της. Για να μην αναφέρω τις ψηλοτάκουνες, κόκκινες γόβες της.
''Μωρό μου, και άλλες φορές είσαι όμορφη, αλλά σήμερα είσαι διαολεμένα σέξι'' είπα με αργή και αισθησιακή φωνή. Ένα πονηρό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της. Ήξερε ότι όποτε της έκανα τέτοιου είδους σχόλια, το έκανα για να αποφύγω τον εξάψαλμο από εκείνη. Ήταν το προσωπικό μας αστείο.
''Αγάπη μου, μην προσπαθείς να με τουμπάρεις. Για να σε δω...''

Μετά από αρκετή σκέψη, είχα αποφασίσει να ντυθώ μάγισσα, κάτι διόλου πρωτότυπο, ωστόσο δεν είχα ντυθεί ποτέ και ήθελα να δω πως είναι. Η αμφίεσή μου αποτελούνταν από ένα απλό, μαύρο μακρυμάνικο φόρεμα που είχα πάντα, μια μαυρομάλλα περούκα την οποία δεν είχα ιδιαίτερο πρόβλημα να φορέσω χάρη στα κοντά μου μαλλιά και ένα ραβδί που έμοιαζε με αυτό του Χάρι Πόττερ, το οποίο έκανα και αρκετή προσπάθεια για να το βρω. Η Κάσσιντυ χαμογέλασε ικανοποιημένη και είπε:
''Αν σήμερα το βράδυ δεν μαγέψεις κάποιον με την σκοτεινή σου γοητεία, τότε θα αρχίσω πλέον να αμφιβάλλω για τους άντρες'' Προσπαθώντας να συγκρατήσω το γέλιο μου, είπα:
''Αυτό δεν πρόκειται να γίνει ακόμα και αν είχες δυο ζωές, Κάσσιντυ!'' Χαμήλωσα το κεφάλι μου ''Αυτό άλλωστε θα έπρεπε να το λέω εγώ, όχι εσύ''
''Ει, να σου πω'' είπε εκείνη, αναγνωρίζοντας που μπορεί να το πήγαινα ''Ξέχνα τον επιτέλους τον Ρόμπερτ. Ήταν ηλίθιος και σου φέρθηκε σαν να ήσουν σκουπίδι. Δεν αξίζει πλέον ούτε να τον θυμάσαι''
''Εύκολο να το λέει κανείς, δύσκολο όμως στην πράξη. Όταν τον βλέπεις κάθε τρεις και λίγο στον διάδρομο χεράκι-χεράκι με αυτήν την Κέιλιν. Και τι αέρας, Θεέ μου! Ε, φυσικά, αφού είναι...''
''Γράψ' τους και εσύ κανονικότατα στα παλιά σου τα παπούτσια! Αυτή είναι μια από τις μαζορέτες του σχολείου και νομίζει ότι είναι η Βασίλισσα της Αγγλίας και αυτός δεν είναι παρά ένας ακόμα καραγκιόζης που έτρεξε πίσω από μια φούστα'' Τα φρύδια της έδειχναν να σμίγουν από ενόχληση ''Δεν του αξίζεις, σε καμία περίπτωση και δεν αξίζει να σκας για αυτόν κιόλας''

Την αγκάλιασα σφιχτά. Μπορεί να είχε πολλά ελαττώματα, ένα από τα πλεονεκτήματά της, ωστόσο, ήταν ότι ήξερε να σου πει αυτό ακριβώς που ήθελες να ακούσεις όταν ήσουν στεναχωρημένη. Εκείνη αποτραβήχτηκε κάποια στιγμή και είπε, δείχνοντας με απειλητικά με την τρίαινα που είχε:
''Τι θα γίνει, drama queen; Θα περιμένουν πολύ ακόμα οι άλλοι κάτω; Είπαμε, είσαι η εορτάζουσα, η μέρα σου ανήκει, αλλά αν δεν κατέβεις, πηγαίνουμε και μόνοι μας'' Την ακολούθησα σιωπηλά προς την πόρτα. Δεν μπορούσε να διαφωνήσει κανείς μαζί της εκείνη την στιγμή. Τώρα ήταν η ''Κάσσιντυ εν δράση'', ικανή να γκρεμίσει κτίρια, να βασανίσει κάποιον χωρίς ενδοιασμούς και να σπάσει το φράγμα του ήχου με την φωνή της.

Όταν κατεβήκαμε την σκάλα με την Κάσσιντυ, όλοι όσοι βρίσκονταν στο σαλόνι γύρισαν να μας κοιτάξουν ''Ευτυχώς δεν θα έχουμε ανεπιθύμητους καλεσμένους'' σκέφτηκα με θυμηδία. Όλους όσους είχα καλέσει είχαν έρθει: η Λίλυ, η κολλητή μου. Την ήξερα από το δημοτικό και έτυχε να είμαστε μαζί σε όλα τα χρόνια της ‘’σχολικής μας ζωής’’ Ήξερα ότι θα ντυνόταν κάτι το ασυνήθιστο και δεν έπεσα έξω: είχε ντυθεί ''Νεκρή Νύφη'' από το ομώνυμο έργο του Τιμ Μπάρτον. Ο φίλος της, Τζάρεντ, την ''συνόδευε'', κατά κάποιο τρόπο, ντυμένος ως το τέρας του Φρανκενστάϊν. Η Λίλυ δεν το έβλεπε, αλλά κάτι μου έλεγε ότι ο Τζάρεντ ήταν τσιμπημένος μαζί της εδώ και πολύ καιρό, όμως εκείνη δεν έλεγε να του δώσει μια ευκαιρία. Στον καναπέ κάθονταν και οι τελευταίοι μου καλεσμένοι: η Έβελιν, επίσης φίλη μου από το λύκειο, όπου φορούσε ένα μεσαιωνικό κουστούμι με μια εκπληκτική βενετσιάνικη μάσκα. Δίπλα της καθόταν το αγόρι της, ο Μάικ και ήταν ντυμένος ως μασκοφόρος εκδικητής. Στην αρχή, δεν τον είχαμε πάρει με καλό μάτι γιατί ακούγονταν διάφορα για εκείνον, με τον καιρό όμως μας κέρδισε και μπήκε για τα καλά στην παρέα μας.

Επιφωνήματα θαυμασμού ακούστηκαν από όλους. Η Λίλυ και η Έβελιν έσπευσαν να μου πούνε πόσο όμορφη ήμουν και πόσο μου πήγαιναν τελικά τα μακριά μαλλιά, όταν ακούστηκε άξαφνα η φωνή του Μάικ:
''Λούνα! Αν δεν ήμουν δεσμευμένος με αυτή την υπέροχη λαίδη που στέκεται στο πλάι σου, θα ομολογούσα ότι μου έχεις κλέψει την καρδιά'' είπε, σαν να έπαιρνε σάρκα και οστά ο ίδιος ο Ζορό στο σαλόνι μου. Όλοι γέλασαν όταν το άκουσαν αυτό. Η Έβελιν του είπε με φυσικότητα, κοιτάζοντας τον γλυκά στα μάτια:
''Λόρδε μου, αν δεν μου είχατε ορκιστεί αιώνια πίστη και αφοσίωση, θα υποπτευόμουν ότι μόλις την πέσατε σε άλλη γυναίκα'' Ο Μάικ σήκωσε ψηλά τα χέρια του και είπε:
''Ήτανε λάθος μου, καλή μου. Δεν θα ξανακάνω ποτέ ένα τέτοιο μοιραίο λάθος. Εσύ είσαι αυτή που αγαπώ'' Ακούγοντάς το αυτό, η Έβελιν τον πλησίασε και του έδωσε ένα τρυφερό φιλί στα χείλη. Βλέποντας τους, ένιωσα μέσα μου ένα τσίμπημα ζήλιας. Ευτυχώς, το φιλί τους ήταν σύντομο, αλλιώς η σκηνή θα ήταν ακατάλληλη για παιδάκια σαν και εμάς. Αφού ανταλλάξαμε ακόμα μερικές φιλοφρονήσεις για τις στολές του καθενός, πήγαμε στο αμάξι της Κάσσιντυ, η οποία επέμενε ότι μπροστά έπρεπε να κάτσουμε εμείς οι δυο και πίσω όλοι οι υπόλοιποι. Όταν πήγαν τάχα να διαμαρτυρηθούν, τους διέκοψε λέγοντας τους ότι θα τους έβαζε να κάτσουν στο πορτμπαγκάζ. Όταν το είπε αυτό, το ύφος της έδειχνε να το εννοεί και όλοι στράφηκαν για να την κοιτάξουν. Βλέποντας το αυτό, γέλασε και αρχίσαμε να γελάμε και εμείς, παρασυρόμενοι από το χειμαρρώδες της γέλιο. Ύστερα από λίγο, μπήκαμε μέσα στο αυτοκίνητο και κατευθυνθήκαμε προς το μπαρ.


Σχόλια στο: http://writeyourstories.secrets-stories.com/t21-topic
FallenJuliette
FallenJuliette
Αρχάριος Συγγραφέας
Αρχάριος Συγγραφέας

Αριθμός μηνυμάτων : 101
Points : 9518
Ημερομηνία εγγραφής : 12/08/2011
Ηλικία : 32
Τόπος : Twisted Wonderland

Writer ID - Ταυτότητα Συγγραφέα
Λίγα λόγια για μένα..: Η δική μου Χώρα των Θαυμάτων είναι θρυμματισμένη, διαστρεβλωμένη και ολότελα κατεστραμμένη....Μα σαν τον φοίνικα από τις στάχτες της θα ξαναγεννηθεί... Benvenuti nel mio mondo.

http://hauntedmansiondidi22.blogspot.com/

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Vampirisious (by Distressed Damsel22) Empty Απ: Vampirisious (by Distressed Damsel22)

Δημοσίευση από FallenJuliette Παρ Αυγ 12, 2011 11:42 pm

Κεφάλαιο 2ο


Κάτω από το χλωμό φως του φεγγαριού, σε κάθε αυλή του κάθε σπιτιού, υπήρχε μια κολοκύθα στολισμένη αποκλειστικά για το Χάλογουϊν. Καθώς η Κάσσιντυ έστριψε στον αυτοκινητόδρομο 80, ήξερα που ήθελε να μας πάει. Εμείς μέναμε λίγο πιο έξω από την Ομάχα και χρειαζόμασταν οπωσδήποτε ένα μεταφορικό μέσο για να πηγαίνουμε στο σχολείο κάθε μέρα, για αυτό και όλοι είχαμε δίπλωμα οδήγησης, εκτός από την Έβελιν που είχε φοβία με τα αυτοκίνητα: έλεγε πως είναι μικρά φέρετρα που της στερεύουν το οξυγόνο και δεν την αφήνουν να αναπνεύσει ελεύθερα. Αυτό βέβαια για την Λίλυ δεν αποτελούσε και ιδιαίτερο πρόβλημα. Εκείνη θα ήθελε να ζει σε ένα φέρετρο, αν αυτό ήταν δυνατό.

Δεν μας πήρε πολύ ώρα για να φτάσουμε στο κέντρο της Ομάχα. Προτιμούσαμε το κέντρο για τις εξορμήσεις μας γιατί εκεί είχε κάποια μπαρ που έβαζαν μουσική της αρεσκείας μας. Εκτός αυτού, η Κάσσιντυ με διαβεβαίωσε ότι, εφόσον γνώριζε έναν μπάρμαν που δούλευε εκεί σε ένα ‘’φοβερό μπαρ’’, όπως χαρακτηριστικά το περιέγραψε, θα μας έκανε έκπτωση, μιας και ήμασταν νέοι πελάτες. Ήλπιζα μόνο να μην είναι μια ακόμα από τις υπερβολές της.

Αφού βρήκε ένα μέρος για να παρκάρει το αυτοκίνητό της, περπατήσαμε για λίγο στο κέντρο. Πάντοτε μου έκανε εντύπωση πως όλοι αυτοί οι διαφορετικοί πολιτισμοί μπορούσαν να συνυπάρχουν και αυτή η σχέση να μην φθείρεται με την πάροδο των χρόνων. Όποτε βλέπαμε ένα οποιοδήποτε μπαρ, σταματούσαμε και την ρωτούσαμε αν ήταν αυτό, εκείνη όμως κουνούσε αρνητικά το κεφάλι, με ένα χαμόγελο το οποίο δεν μπορούσα να προσδιορίσω από που πήγαζε. Κάποια στιγμή, έστριψε σε μια γωνία και είδαμε ένα φθαρμένο κτίριο με μια ροζ ταμπέλα νέον να αναβοσβήνει ξέφρενα. ''Το μαγικό ραβδί'', έτσι λεγόταν το μπαρ.
''Λοιπόν'' είπε εκείνη κεφάτα, κάνοντας μια πλατιά χειρονομία ''πως σας φαίνεται;''
''Σαν καταγώγιο'' πετάχτηκε η Έβελιν, κοιτάζοντάς την με δυσπιστία. Ο Μάικ πέρασε προστατευτικά το χέρι του πίσω από τους ώμους της και είπε:
''Τι έγινε; Η πριγκίπισσα μου καταδέχεται μόνο τα μεγάλα σαλόνια;''
''Δεν είναι αυτό, απλά...'' κόμπιασε εκείνη, μη γνωρίζοντας πως να κρύψει την δυσαρέσκειά της.
''Ω, ελάτε τώρα!'' είπε κεφάτα η Κάσσιντυ ''δεν είναι τόσο κακό όσο φαίνεται εξωτερικά. Είναι καλό μπαράκι! Άσε δε που θα έχουμε και έκπτωση στα ποτά, μην το ξεχνάτε αυτό'' είπε, δείχνοντας εμένα, προφανώς για να τους θυμίσει ότι εγώ θα πλήρωνα τα ποτά. Έστρεψε το βλέμμα της προς την Λίλυ: ''Εσύ τι νομίζεις, Λίλυ;''
Η Λίλυ, που κοιτούσε τόση ώρα το μέρος σαν να βρισκόταν μπροστά στην προσωπική της Ντίσνεϋλαντ, είπε, με μια κατάνυξη στο βλέμμα:
''Έτσι θέλω να είναι το σπίτι των ονείρων μου..''
''Με μια φωτεινή, μισοχαλασμένη επιγραφή νέον απ' έξω;'' την πείραξα εγώ.
''Που σίγουρα θα γράφει: ''Καλώς ορίσατε στο προσωπικό μου Σανατόριο'' είπε αστειευόμενος ο Τζάρεντ. Όλοι στην παρέα ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια, η Λίλυ όμως έδειχνε να το ξανασκέφτεται: ''Τώρα που το λες, δεν είναι και τόσο κακή ιδέα'' είπε εκείνη, πυροδοτώντας ένα νέο κύμα γέλιου. Η Κάσσιντυ είχε ήδη πλησιάσει προς την πόρτα και φώναξε ανυπόμονα:
''Ε, τι θα γίνει; Εδώ έξω θα την βγάλουμε όλη τη νύχτα;'' Όλοι την ακολουθήσαμε χωρίς άλλες καθυστερήσεις.

Δεν είχε άδικο όταν έλεγε ότι ο χώρος μέσα ήταν καλύτερος απ' ότι του φαινότανε εξωτερικά. Με το που έμπαινες, είχε κάτι σκαλοπάτια που σε κατέβαζαν ένα επίπεδο πιο κάτω, σαν να ήταν υπόγειος ο χώρος. Από τα μεγάφωνα ακούγονταν δυνατά η μουσική, κυρίως ροκ και μέταλ προελεύσεως, κάτι το οποίο μας ευχαρίστησε όλους. Ο dj ήταν ένας ροκάς γύρω στα είκοσι τέσσερα, με μαζεμένο, μαύρο μαλλί, μαύρο ντύσιμο και ένα χέρι γεμάτο βραχιόλια και καρφιά. Ήταν ο μόνος που δεν είχε μεταμφιεστεί. Υπήρχε επίσης χώρος για να καθίσεις, αλλά και μια αρκετά μεγάλη πίστα για όσους ήθελαν να χορέψουν. Ο χώρος, που έδειχνε να φωτίζεται κάπως από τις κόκκινες και πορτοκαλί αποχρώσεις στους τοίχους, καθώς και από τις αφίσες, κυρίως νέων συγκροτημάτων, που ήταν κολλημένες στους τοίχους,. Εντύπωση μου έκανε το ότι ορισμένες εξ' αυτών ήταν ενυπόγραφες και επίσης ακέραιες (πράγμα σπάνιο να το βρεις σε ένα μπαρ σαν και αυτό)

Η Κάσσιντυ περπατούσε με άνεση στον χώρο, σαν να της ανήκε το μέρος και κάθισε με χάρη σε μια από τις καρέκλες του μπαρ. Εμείς καθίσαμε όπως-όπως στις καρέκλες, σαν να ήμασταν κυνηγημένοι. Έκανε νόημα σε έναν ψηλό, γεροδεμένο τύπο γύρω στα είκοσι οχτώ. Πρέπει να είχε καστανοκόκκινα μαλλιά, δεν μπορούσα να το διακρίνω καλά όμως λόγο του σκοταδιού αλλά και γιατί φορούσε ένα κόκκινο μαντήλι στα μαλλιά. Δεν φορούσε μπλουζάκι, έτσι μπορούσα να δω ότι στο στήθος του είχε ένα τατουάζ με έναν αετό. Εκ πρώτης όψεως, τον βρήκα ιδιαίτερα γοητευτικό. Η Κάσσιντυ του χαμογέλασε ναζιάρικα και είπε, όλο εγγύτητα:
''Μπλέιζ, ξακουστέ πειρατή των επτά θαλασσών, για έλα κατά 'δω'' Εκείνος άφησε το πανί που καθάριζε τον πάγκο και ήρθε κατευθείαν για να την χαιρετήσει.
''Βρε, βρε, για δες ποια ήρθε ξανά από τα μέρη μας'' της είπε καλοπροαίρετα και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο ''Πως και από εδώ και μάλιστα με τέτοια αμφίεση; Δεν μας έχεις συνηθίσει σε τέτοια'' Η Κάσσιντυ γέλασε αχνά και είπε:
''Είναι Χάλογουϊν, μωρό μου. Μπορούμε να βγάζουμε προς τα έξω τον πραγματικό μας εαυτό'' είπε πονηρά και του έκλεισε το μάτι. Την επόμενη στιγμή, τον πλησίασε, με τα χείλη της να ακουμπούν φευγαλέα στο αυτί του και είπε, αρκετά δυνατά λόγο της μουσικής: ''Να σου πω, μωρέ. Θέλω μια χάρη. Η φίλη μου από' δω'' Έκανε νόημα και έδειξε εμένα. Εκείνος γύρισε να με κοιτάξει με απροκάλυπτο ενδιαφέρον '' έχει τα γενέθλιά της σήμερα και θέλει να μας κεράσει όλους. Ξέρω ότι δεν κάνει να πίνουμε και τα συναφή, αλλά μήπως θα μπορούσαμε να κάνουμε μια εξαίρεση σε αυτή την περίπτωση;'' Εκείνος συνέχισε να με κοιτάζει, αγνοώντας επιδεικτικά όλους τους υπόλοιπους και είπε στην Κάσσιντυ, συνεχίζοντας να κοιτάζει εμένα:
''Οι φίλες σου δεν μας κάνουν συχνά την τιμή να μας επισκέπτονται. Χρόνια πολλά...'' είπε και έτεινε το χέρι, προφανώς περιμένοντας με να συστηθώ.
''Λούνα'' είπα, οι λέξεις μου όμως χάθηκαν από την βαβούρα της μουσικής γιατί μου ζήτησε να το επαναλάβω. Όταν το άκουσε τελικά, ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό του:
''Λούνα'' επανέλαβε εκείνος ''Ωραίο όνομα. Σου ταιριάζει'' Γύρισε στον συνάδελφό του και φώναξε: ''Νέιθαν! Κέρασε όλα τα παιδιά από ένα ποτό. Το ''Χάλογουϊν Γκερλ'' από εδώ έχει γενέθλια σήμερα'' Εκείνος πέταξε ένα ''Χρόνια Πολλά'' πίσω από τον πάγκο, αλλά ήταν απασχολημένος με το να παίρνει παραγγελίες από τους υπόλοιπους της παρέας. Έτσι, ο Μπλέιζ βρήκε την ευκαιρία για να μου πιάσει την κουβέντα.
''Λοιπόν, Χάλογουϊν Γκερλ; Τα πόσα κλείνεις;''
''Έκλεισα τα δεκάξι και μπαίνω στα δεκαεπτά''
''Πρόσεξε, Μπλέιζ'' πετάχτηκε η Κάσσιντυ, με ένα πονηρό χαμόγελο που θα ορκιζόμουν ότι έφτανε μέχρι τα αυτιά ''Θα σε πάνε μέσα για αποπλάνηση ανηλίκου''
Τόση ώρα, με κοίταζε με αμέριστη προσοχή, τόσο που το βλέμμα του με έκανε να κοκκινίσω. Και ναι, κυρίες και κύριοι! Ακόμα και αν φαίνεται απίστευτο, υπάρχουν ακόμα κοπέλες που κοκκινίζουν. Κοίταξε απρόθυμα την Κάσσιντυ και, σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος του, είπε, λες και ήταν απόλυτα φυσιολογικό:
''Μήπως ξέχασες, κατά τύχη, πως και εσύ δεν είσαι ενήλικη;'' Ο Μάικ από την άκρη της μπάρας έσπευσε να απαντήσει:
''Δεν έχει ανάγκη να το θυμάται. Στα τρία ποτά, τα δυο τα χτυπάει τζάμπα'' Οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τα γέλια τους από το υπονοούμενο του Μάικ. Η αλήθεια είναι ότι η Κάσσιντυ ήταν αρκετά τσαούσα και πεταχτή, με μια γλώσσα όμως που τσακίζει κόκκαλα. Ο Μάικ ήταν χαλαρός και άνετος τύπος, αλλά δεν γούσταρε τις ‘’δήθεν γκόμενες’’ όπως συνήθιζε να λέει. Όπως ήταν φυσικό, υπήρχε μια αντιπαλότητα μεταξύ τους και ο Μάικ ώρες-ώρες δεν έχανε χρόνο να την πειράξει. Και η Κάσσιντυ όμως ποτέ δεν έχανε χρόνο να του απαντήσει. Τίναξε περήφανα την κοτσίδα της προς τα πίσω και είπε με στόμφο:
''Οι υπηρεσίες μου αξίζουνε πολύ περισσότερο από ένα ποτό'' Ο Μάικ γέλασε και σήκωσε ψηλά το μπουκάλι βότκα που κρατούσε, σαν να έκανε πρόποση:
''Καλά, αυτό και αν είναι ευρέως γνωστό'' Η Έβελιν του έχωσε μια δυνατή αγκωνιά και η Κάσσιντυ τον έλουσε με ένα σωρό κοσμητικά επίθετα για το πόσο μικρό μόριο διέθετε και για τις επιδόσεις του στο κρεβάτι. Εγώ απλώς παρατηρούσα τον χώρο γύρω μου ευχόμενη να σταματούσαν τους διαπληκτισμούς και ήμουν ιδιαίτερα χαρούμενη εκείνη την στιγμή που η μουσική ήταν αρκετά δυνατή ώστε να μου ξεφεύγουν και κάνα-δύο φράσεις από τους ‘’καθώς πρέπει’’ διαπληκτισμούς τους. Παρατηρούσα τον κόσμο γύρω μου και τις αμφιέσεις που είχε επιλέξει ο καθένας. Πάντα πίστευα ότι στο Χάλογουϊν, ανάλογα με την στολή που επέλεγε κάποιος, αυτό αντικατόπτριζε κατά κάποιο τρόπο και ένα κομμάτι του χαρακτήρα του.

Εκεί που το βλέμμα μου κινούνταν αδιάφορα στο πλήθος, ξαφνικά σταμάτησε.

Στο βάθος της αίθουσας στεκόταν ο πιο όμορφος άντρας που είχα δει στην ζωή μου. Δεν λέω, ο Μπλέιζ ήταν όντως γοητευτικός και με το παραπάνω, όμως η γοητεία που εξέπεμπε αυτός ο άντρας ήταν μυστηριώδης, απόκοσμη και άκρως αισθησιακή. Απόρησα πώς μια τόσο επιβλητική παρουσία δεν την είχα προσέξει απ' όταν μπήκαμε στο μπαρ. Στεκόταν όρθιος, πανύψηλος σαν κυπαρίσσι, με τα μακριά, μαύρα του μαλλιά να καλύπτουν τους ώμους του και με μια μάσκα να καλύπτει το μισό του πρόσωπο. Ήταν ολοφάνερο ότι είχε ντυθεί το Φάντασμα της όπερας και, ειλικρινά, δεν μπορούσα να φανταστώ κάποιον άλλο που να του ταιριάζει αυτή η στολή τόσο πολύ. Έμοιαζε σαν να έχει βγει από άλλη εποχή. Τόση ώρα, κοιτούσε κάπου πέρα, μακριά από το παράθυρο, ωστόσο γύρισε απότομα το κεφάλι του, σαν να ένιωσε το απροκάλυπτο βλέμμα μου και με κοίταξε ευθέως στα μάτια. Είχε επιλέξει τόσο ανοιχτόχρωμους φακούς επαφής που τα μάτια του έμοιαζαν με δυο γυάλινες μπάλες. Δεν μπορούσα να μην τα συγκρίνω με τα δικά μου, συνηθισμένα καστανά μάτια...

Η φωνή του Μπλέιζ ήχησε δυνατή πάνω από την μουσική και επανέφερε την προσοχή μου σε εκείνον, βγάζοντάς με από την ονειροπόλησή μου:
''Πως και δεν σε έχω ξαναδεί στα μέρη μας, Λούνα;'' είπε, σαν την συνέχεια μιας συζήτησης που τόση ώρα υποτίθεται ότι παρακολουθούσα ''Δεν μας καταδέχεσαι;''
Η Κάσσιντυ με χτύπησε φιλικά στον ώμο και είπε, σαν να μιλούσε για ένα μωρό: ''Είναι από τα καλά κορίτσια. Δεν πίνει, δεν καπνίζει, γυρίζει νωρίς το βράδυ στο σπίτι'' Σε ευχαριστώ πολύ, Κάσσιντυ, που μόλις με έκανες ρεζίλι μπροστά στον ξένο άνθρωπο, κάνοντάς με να αισθανθώ ακόμα πιο άβολα. Προς ανακούφισή μου, ο Μπλέιζ με κοίταξε με ένα βλέμμα θαυμασμού και είπε:
''Περίφημα! Μου αρέσουν τα καλά κορίτσια. Είναι δύσκολο να τα βρεις πλέον. Τυχαίνει να σπανίζουν στις μέρες μας''
''Πως είσαι τόσο σίγουρος ότι είμαι καλό κορίτσι;'' τον πείραξα, ανταποδίδοντας απροκάλυπτα το βλέμμα του. Ήθελα να εξασκήσω τις ικανότητες μου στο φλερτ, τις οποίες τις είχα βάλει σε ένα ντουλάπι και τις έτρωγε τόσο καιρό η σκόνη ''Κοίτα με, έχω μεταμφιεστεί σε μάγισσα. Οι άνθρωποι στον Μεσαίωνα τις έκαιγαν. Δεν συζητάμε καν για την εμπιστοσύνη''
''Οι άνθρωποι τότε είχαν μικροαστικές αντιλήψεις'' είπε βαρύθυμα εκείνος ''Ήταν τόσο τυφλωμένοι από τα ''πρέπει'' της κοινωνίας και της θρησκείας που δεν έβλεπαν τίποτα πέρα από αυτό. Ήταν τόσο στενόμυαλοι που δεν καταδέχονταν τίποτε διαφορετικό από αυτούς'' Ένα πλατύ χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό μου. Σίγουρα δεν περίμενα τέτοια απάντηση.
''Ενδιαφέρον. Και τι κάνει συνήθως ένας ‘’γραμματιζούμενος’’ μπάρμαν σαν και εσένα; Δίνει οδηγίες σε όποιον έχει χάσει τον δρόμο του, ''σταμπάρει'' όσους μπαίνει στο μαγαζί; Δίνει συμβουλές για ραγισμένες καρδιές;'' Το γέλιο του ήταν ζεστό, αληθινό και τον έκανε να φαίνεται ακόμα πιο γοητευτικός:
''Ενίοτε, ναι, το κάνουμε και αυτό'' είπε με κάποια συστολή ''Απ' όλα διαθέτει το κατάστημα'' Συνέχισε να με κοιτάζει με απροκάλυπτο ενδιαφέρον. Είχε σκούρα καστανά μάτια και η αλήθεια είναι ότι μου άρεσαν τα σκουρόχρωμα μάτια: μου θύμιζαν σκούρα κάρβουνα που όταν πάρουν την φωτιά του πόθου ή του ενδιαφέροντος δείχνουν να σιγοκαίνε.
Η Κάσσιντυ, βλέποντας το τρυφερό μας τετ-α-τετ, ξερόβηξε αμήχανα και είπε: ''Εμένα με συγχωρείτε. Έχω μια δουλίτσα που πρέπει να τελειώσω'' Όταν είπε ''δουλίτσα'' όλοι καταλάβαμε που το πήγαινε και οι μπηχτές από την υπόλοιπη παρέα δεν έλειψαν.

Όσο περνούσε η ώρα και συνεχίσαμε την κουβέντα με τον Μπλέιζ, όπου συμμετείχε καμιά φορά και η Λίλυ, συνειδητοποίησα ότι ήταν καλός ομιλητής και ευχάριστος τύπος. Και αρκετά γενναιόδωρος, αφού με κερνούσε το ένα ποτό μετά το άλλο. Είχα σκοπό να αρνηθώ το κέρασμα, αλλά έκανε καλές μαργαρίτες. Όσο για το ότι δεν πίνω, αυτό και αν ήτανε ψέμα. Ήταν τα γενέθλιά μου. Είχα κάθε λόγο να πιω και να το γλεντήσω.

Η Έβελιν με τον Μάικ είχαν σηκωθεί από ώρα για να χορέψουν, το ίδιο και η Κάσσιντυ, που είχε βρει έναν τύπο που ήταν ντυμένος φακίρης και χόρευε απροκάλυπτα μαζί του. Η Λίλυ δεν ήθελε να σηκωθεί να χορέψει, παρά τις παρακλήσεις του Τζάρεντ και εγώ, φυσικά, δεν είχα παρτενέρ, ακόμα και αν ήθελα να χορέψω. Το βλέμμα μου πήγε προς την πίστα με ένα μάλλον παραπονιάρικο ύφος. Δεν μπορούσα να κρύψω εύκολα τα συναισθήματά μου και πάντα μισούσα τον εαυτό μου για αυτή την αδυναμία μου. Κάποια στιγμή, ο dj έβαλε το Do you read me? του Ρόρυ Γκάλαχερ.
''Πω! Το λατρεύω αυτό το τραγούδι!'' αναφώνησα χωρίς να το καταλάβω. Ο Μπλέιζ με κοίταξε για λίγα λεπτά χωρίς να λέει τίποτα. Άξαφνα, είπε με επιτακτικό τόνο:
''Σήκω!''
''Ορίστε;'' ρώτησα, κάπως παραξενεμένη.
''Δεν είπες ότι σου αρέσει αυτό το τραγούδι; Έλα, δεν θα το παίζουν και όλη την νύχτα!'' Προσπάθησα να διαμαρτυρηθώ, αλλά οι διαμαρτυρίες μου έπεσαν στο κενό. Η φωνή του συναδέλφου του ακούστηκε πίσω από την μπάρα:
''Μεγάλη η χάρη σου, κοπελιά. Ο Μπλέιζ βγήκε από την μπάρα. Αυτό θα το γράψουν οι τοπικές εφημερίδες'' Η απάντηση του Μπλέιζ ήταν μια γροθιά στον ώμο, κάτι που φυσικά δεν τον έκανε να σταματήσει τα πειράγματα. Βγήκε από την μπάρα και πήρε το χέρι μου με μια απαλή κίνηση, οδηγώντας με προς την πίστα.
''Μα, δεν ξέρω να χορεύω και τόσο καλά'' είπα, νιώθοντας να με καταβάλει το άγχος και ο πανικός ''Θα τα κάνω θάλασσα''
''Μην σκας'' ψιθύρισε εκείνος καθησυχαστικά στο αυτί μου και πέρασε το ένα του χέρι γύρω από την μέση μου ''Απλώς άφησε τον εαυτό σου ελεύθερο''

Ευτυχώς, δεν στεκόμασταν στο κέντρο της πίστας, όπου και ήταν μαζεμένος και ο περισσότερος κόσμος, αλλά κάπου ελαφρώς πιο απόμερα, όπου μπορούσαμε να χορεύουμε με άνεση. Στην αρχή, ένιωθα το σώμα μου αμήχανο και μαγκωμένο, όσο όμως τα χέρια του έβρισκαν αφορμές για να με αγγίξουν και ένιωθα επάνω μου το γυμνό του στέρνο, ένιωσα να χαλαρώνω και να απελευθερώνομαι. Δεν είχα κάνει πολύ καιρό χορό, ωστόσο ήταν σαν να έβγαιναν αβίαστα οι κινήσεις μου από μέσα μου, εντελώς φυσικά. Χορεύαμε μαζί, το ένα τραγούδι μετά το άλλο και ένιωθα να περνάω τόσο καλά...Ξαφνικά, ένιωσα σαν να με έλουσε κάποιος με παγωμένο νερό, μουδιάζοντας τις αισθήσεις μου.

Μόλις είχε μπει στο μπαρ ο Ρόμπερτ με την συνοδεία της κοπέλας του, Κέιλιν.

Κεφάλαιο 3ο


Δεν είχα καθρέφτη μπροστά μου εκείνη την ώρα για να δω τις αντιδράσεις μου, πάντως πρέπει να ήταν γραμμένο σε όλο μου το πρόσωπο γιατί ο Μπλέιζ με ρώτησε, γεμάτος ανησυχία:
‘’Λούνα, είσαι καλά;’’ Ένα σωρό απαντήσεις ήρθαν στο μυαλό μου: ‘’Περίφημα, εξαιρετικά, ποτέ δεν έχω υπάρξει καλύτερα στην ζωή μου. Μόλις πριν από λίγο μπήκαν μέσα δυο άθλιοι που, αν ήταν δυνατόν, θα εξαφάνιζα μια και καλή από προσώπου γης!’’ Αυτά όμως δεν μπορούσα να τα πω στον Μπλέιζ. Το μόνο που βγήκε από το στόμα μου και έμοιαζε να βγάζει νόημα εκείνη την στιγμή ήταν:
‘’Πρέπει να πάω στο μπάνιο. Μπορείς να μου δείξεις που είναι;’’ Αφού μου έδειξε που είναι το μπάνιο, ρώτησε αν ήθελα να με συνοδεύσει, κάτι το οποίο αρνήθηκα. Περνώντας μέσα από τον κόσμο, βλαστήμησα από μέσα μου που το μπάνιο έμοιαζε να είναι μίλια μακριά. Αφού έκανα τα αδύνατα δυνατά για να περάσω, αυτό που δεν ήθελα με τίποτα να συμβεί μόλις συνέβη: ο Ρόμπερτ με είδε και, αν κρίνω από το ύφος του, κατάλαβε πολύ καλά πια είμαι, παρά την αμφίεσή μου. Παρόλα αυτά, συνέχισα να προχωράω μέσα από τον κόσμο, ευχόμενη να άνοιγε η γη να με καταπιεί.

Το μπάνιο δεν έλεγε να μου κάνει όμως το χατίρι. Όλοι ήταν εναντίον μου. Ακόμα και το χώμα που πατούσα δεν μου έκανε την χάρη να εξαφανιστεί. Ορισμένες φορές, εύχομαι να είχα υπερφυσικές δυνάμεις μόνο και μόνο για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Και αυτή ήταν μια περίπτωση έκτακτης ανάγκης, που να πάρει!

Λίγα λεπτά αργότερα, η πόρτα του μπάνιου άνοιξε και, για καλή μου τύχη, ήταν η Κάσσιντυ. Μόλις είδε την έκφραση του προσώπου μου, δεν χρειάστηκε πολύ ώρα για να βγάλει το συμπέρασμα ότι κάτι είχε συμβεί:
''Τι έγινε;'' ρώτησε, εμφανώς ανήσυχη ''Έφυγες σαν κυνηγημένη''
''Τον είδες; Είναι εδώ ο Ρόμπερτ'' Τα μάτια της γούρλωσαν από την έκπληξη ''Ήταν ανάγκη να συναντηθούμε σήμερα; Είναι σαν να ήρθε το παρελθόν να με στοιχειώσει...'' Άφησα την φράση μου μετέωρη και έχωσα το κεφάλι μου ανάμεσα στις χούφτες μου, ευχόμενη για άλλη μια φορά να άνοιγε επιτέλους η γη να με καταπιεί.
''Κοίτα με λίγο'' είπε με έναν απαλό, καθησυχαστικό τόνο. Όταν είδε ότι δεν το έκανα, είπε, πιο επιτακτικά αυτή την φορά ''Λούνα, κοίταξέ με'' Το βλέμμα μου συνάντησε το δικό της ''Αυτό έγινε πριν από πολύ, πολύ καιρό. Τα πράγματα όμως δεν είναι όπως τότε. Τώρα έχεις την επιλογή: ή θα κάτσεις εδώ μέχρι να φύγει και θα χαλάσεις την διασκέδασή σου ή θα βγεις εκεί πέρα έξω και θα του δείξεις πως έχεις προχωρήσει παρακάτω και πως δεν θα κάθεσαι άλλο να κλαις την μοίρα σου. Τι λες;''
Αυτό που μόλις είπε ήταν σαν να ήταν αυτό που χρειαζόμουν για να ξεκολλήσω από την θέση μου. Τα πράγματα αλλάζουν. Τίποτα δεν μένει το ίδιο.
Σηκώθηκα επάνω και, θαρρετά πια, είπα:
''Θα βγω εκεί έξω και θα περάσω καλά. Αλλά όχι για εκείνον! Για εμένα θα το κάνω''
Η Κάσσιντυ χαμογέλασε, ανακουφισμένη που συνήλθα τόσο γρήγορα και αναφώνησε:
''Μπράβο! Έτσι σε θέλω! Άλλωστε, δεν πιστεύω ότι έχεις παράπονο'' είπε, ρίχνοντας μου παράλληλα ένα πονηρό βλέμμα ''Ο Μπλέιζ είναι ίσως ο πιο κατάλληλος για να σε κάνει να ξεχάσεις αυτόν τον γλυκανάλατο τον Ρόμπερτ''

Βγήκαμε μαζί από το μπάνιο και αναρωτήθηκα πόσο δίκιο ή άδικο είχε.

Όταν βγήκαμε από το μπάνιο, ένιωθα πιο αποφασισμένη και πιο σίγουρη για τον εαυτό μου. Δεν μπορούσα να αφήσω στην θύμηση του να με στοιχειώνει και να παραμονεύει σε κάθε γωνία, όχι άλλο πια. Εντάξει, ήταν μια ατυχής συγκυρία να βρεθούμε εκείνη την στιγμή, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να το αφήσω αυτή την φορά να περάσει έτσι. Ένα χαστούκι και ένα λούσιμο με κοσμητικά επίθετα δεν ήταν τίποτα. Έπρεπε να το δει στην πράξη, όπως αναγκαζόμουν να το βλέπω και εγώ από απόσταση, κάθε μέρα.

Πλησίασα τον Μπλέιζ και φόρεσα το καλύτερο χαμόγελο που είχα. Εκείνος, μόλις με είδε να χαμογελάω, επιβεβαιώθηκε ότι είχα συνέλθει και άρχισε και πάλι να χαλαρώνει. Συνεχίσαμε λοιπόν και εμείς να χορεύουμε. Ήταν καλός χορευτής, εκτός των άλλων και μου εκμυστηρεύτηκε ότι έκανε αρκετά χρόνια χορό, οπότε είχα διπλό όφελος, εκτός του ότι το σώμα του ήταν πολύ κοντά στο δικό μου: μου μάθαινε νέες φιγούρες και κινήσεις. Σύντομα, ένιωθα να ξεχνάω τον Ρόμπερτ έστω και για λίγο, δεν θα έλεγα το ίδιο όμως και για εκείνον, ο οποίος με κοιτούσε πλέον απροκάλυπτα, με έναν τρόπο που δεν μπορούσε να κρύψει την δυσαρέσκειά του.

Κάποια στιγμή, ένιωσα να μου κόβονται τα πόδια. Δεν είχα συνηθίσει να χορεύω για τόση πολύ ώρα, χωρίς σταματημό και άρχισα να ιδρώνω και να λαχανιάζω. Έσκυψα προς το μέρος του και ψιθύρισα ξέπνοα στο αυτί του πως ήθελα να πιω ένα ποτήρι νερό. Εκείνος έγνεψε καταφατικά και με έπιασε από το χέρι για να με οδηγήσει προς το μπαρ, κάτι που δεν ήταν μάλλον απαραίτητο, αλλά ίσως ήταν άλλη μια δικαιολογία για να με αγγίξει και εγώ δεν αποτράβηξα το χέρι μου από την ιδρωμένη του παλάμη. Έκατσα στην καρέκλα μου και έφερα το χέρι μου στο στήθος μου. Ο Τζάρεντ, που εκείνη την ώρα γελούσε, προφανώς με κάτι αστείο που είχε πει η Λίλυ, γύρισε και είπε κεφάτα:
‘’Έι, Λούνα, πως τα περνάς;’’ Πήρα το ποτήρι που μου έδωσε πρόθυμα ο Μπλέιζ και το ήπια όλο μονορούφι. Όταν κατόρθωσα να πάρω ανάσα, απάντησα, γελώντας ελαφρώς ακούγοντας την ξέπνοη φωνή μου εκείνη την στιγμή:
‘’Καλά. Απλώς κουράστηκα και είπα να καθίσω λίγο για να πάρω μια ανάσα’’
Μάλλον όμως η ανάσα που έπρεπε να πάρω ήταν μεγαλύτερη απ’ όσο υπολόγιζα γιατί εκείνη την στιγμή άκουσα από πίσω μου μια ανεπιθύμητη, τσιριχτή φωνή να λέει:
‘’Βρε, βρε, ποιον συναντάει κανείς τυχαία στα μπαρ. Αγάπη μου, η Λούνα είναι. Δεν θα την χαιρετήσεις; Είναι αγένεια να μην χαιρετάμε τους κοινούς γνωστούς’’

Το βλέμμα που μου έριξε δεν μου άρεσε καθόλου, ούτε φυσικά το πλασαρισμένο, ψεύτικο χαμόγελό της. Και δεν συγκρίνονταν βέβαια με το δικό μου πριν από λίγο. Αυτό είχε γίνει για καλό σκοπό. Στο δικό της διαγράφονταν ξεκάθαρα η προειδοποίηση: ’’Πίσω και σ’ έφαγα’’ Και σίγουρα δεν θα ήθελα να είμαι το γεύμα αυτής της ύαινας!
Μια χαρά όμως τον είχε τον Ρόμπερτ του χεριού της, σκέφτηκα με πικρία. Τον είχε για τα καλά του χεριού της. Κοιτάζοντάς με ένα βλέμμα σαν να εκλιπαρούσε να τον συγχωρέσω, είπε μαγκωμένα, εντελώς αμήχανα:
‘’Γεια σου, Λούνα’’ Μετά από ένα χρόνο, με χαιρετούσε ξανά. Δεν ήξερα αν θα έπρεπε να δακρύσω από συγκίνηση ή να υποκλιθώ στην Μεγαλειοτάτη Κέιλιν που τον έκανε να κάνει μια τόσο μεγάλη θυσία για το καλό της ανθρωπότητας. Μου έτεινε το χέρι ‘’Χρόνια Πολλά’’
Το έσφιξα και πέταξα ένα ‘’Ευχαριστώ’’, ψυχρά και αδιάφορα, λες και το ότι μου ευχόταν μου ήταν αδιάφορο. Και ίσως να μου ήταν, εδώ που τα λέμε. Η Κέιλιν συνέχισε ακάθεκτη την τάχα καθώς πρέπει συμπεριφορά. Το βλέμμα της περιπλανήθηκε στον πάγκο όπου κάθονταν τα παιδιά:
‘’Ω, βλέπω πως και όλη σου η παρέα είναι εδώ μαζεμένη. Πράγματι, σας ταιριάζει γάντι αυτό το μέρος’’
Προς μεγάλη της δυσαρέσκεια, ξέχασε έναν από την παρέα: την Κάσσιντυ.
‘’Τι δουλειά έχεις εδώ, αποστειρωμένη πριγκίπισσα; Ήρθες για να μας πεις πως να διασκεδάζουμε;’’
Το ότι ήταν ντυμένη πριγκίπισσα σε ένα μέρος γεμάτο ξωτικά, βαμπίρ, μάγους και άρχοντες του χάους την έκανε να μοιάζει εκτός κλίματος. Η σαστισμένη, σχεδόν φοβισμένη της έκφραση μόλις είδε την Κάσσιντυ αντικαταστάθηκε από μια φαινομενική φιλικότητα:
‘’Καθόλου. Εγώ απλώς από την καλή μου την καρδιά ήρθα να ευχηθώ στην εορτάζουσα’’
Η Κάσσιντυ δεν έπεφτε στην παγίδα της. Σήκωσε απότομα τον τόνο της φωνής της και μίλησε όπως θα μιλούσε στον σκύλο της τον Ρούπερτ:
‘’Να λείπουν οι καλοκαρδοσύνες και οι καλές καρδιές από μέρους σου, φίδι κολοβό! Χάσου από τα μάτια μας’’
Εκείνη κούνησε απαλά τον καρπό της και είπε, αυτή την φορά πράγματι με ύφος ‘’αποστειρωμένης πριγκίπισσας’’, όπως είχε πει η Κάσσιντυ:
‘’Επειδή υπάρχει μια ανεξήγητη ένταση στην ατμόσφαιρα, λέμε να πηγαίνουμε εμείς’’ Κοίταξε τον Ρόμπερτ έντονα και του χαμογέλασε ‘’Έλα, αγάπη μου. Πάμε σε ένα μέρος πιο...καθαρό’’
Έκανε μεταβολή και έφυγε με ψηλά το κεφάλι, με τον Ρόμπερτ να ακολουθεί αμίλητος, γυρνώντας που και που πίσω του για να με κοιτάξει. Μόλις φύγανε από το μπαρ, η Κάσσιντυ ξέσπασε:
‘’’’Πάμε, αγάπη μου, πάμε αγάπη μου’’ Την άκουσες την οχιά; Αν αντί για τρίαινα είχα τσεκούρι, θα της έκοβα το κεφάλι, να ξεφορτωθούμε μια για πάντα από δαύτη!’’
Όσα έλεγε, εγώ ένιωθα πως ακούγονταν από κάπου μακριά. Ξαφνικά, η μουσική, ο χώρος, όλα άρχισαν να με πνίγουνε. Έπρεπε να βρω μια διέξοδο. Μια...Τότε είδα την μπαλκονόπορτα.
‘’Συγνώμη, εγώ θα πάω στην βεράντα να πάρω λίγο καθαρό αέρα’’ είπα απότομα και, χωρίς να περιμένω κανέναν, άρχισα να πηγαίνω προς τα εκεί.
Ο Μπλέιζ, που παρακολουθούσε πριν αμίλητος την όλη σκηνή, με κοίταξε, με μια ανησυχία που σκίαζε τα όμορφα χαρακτηριστικά του και ρώτησε την Κάσσιντυ:
‘’Είναι καλά; Μήπως θέλει...’’
‘’Άσε την για λίγο μόνη της, Μπλέιζ’’ είπε η Κάσσιντυ ‘’Θα συνέλθει, είμαι σίγουρη για αυτό’’

Όταν βγήκα στην βεράντα, φυσούσε ένας αέρας που, ακόμα και με το μπουφάν που φορούσα, με έκανε να ανατριχιάσω. Αυτό όμως δεν ήταν δυνατό για να με κάνει να μην σκέφτομαι τα όσα συνέβησαν. Το παρελθόν συναγωνίζονταν με το παρόν και δεν μπορούσα να πω με σιγουριά ποιο από τα δυο κέρδιζε.

Είχα ανέβει στο δωμάτιό μου. Η κατάσταση εκεί κάτω είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Παίρνω την απόφαση να μπω μέσα. Βλέπω τον Ρόμπερτ να φιλάει παθιάρικα την Κέιλιν στο κρεβάτι μου. Παρατηρώ πως έχουν βγει και λίγα ρούχα, οπότε ήταν επόμενο το τι θα ακολουθούσε. Πρώτα με είδε εκείνη, αλλά η υποκρίτρια ξαναέκλεισε τα μάτια της και συνέχισε να τον φιλάει, όταν με είδε όμως ο Ρόμπερτ, τινάχτηκε από πάνω της λες και τον τσίμπησε σφίγγα.

Δεν υπήρχε πλέον τίποτα από τον παλιό τον Ρόμπερτ. Ο παλιός ο Ρόμπερτ με κοιτούσε με αγάπη, όχι με πλήρη ενοχή, όπως αυτός. Ακόμα και όταν χωρίσαμε (όπως χωρίσαμε), έδειξε να λυπάται. Σήμερα έδειχνε σαν να είχε εξαφανιστεί κάθε ίχνος ζωής μέσα του. Ωστόσο, αυτή παρέμενε ίδια και απαράλλακτη: η ίδια μοχθηρία, το ίδιο κακιασμένο βλέμμα, η ίδια κτητική χειρονομία.
Δάκρυα άρχισαν να γεμίζουν τα μάτια μου, μα δεν μπορούσα να τα σταματήσω.
''Συγνώμη, σε παρακαλώ, συγχώρεσε με για αυτό που έκανα''
''Γεια σου, Λούνα. Χρόνια Πολλά''
Πόσο κακό μπορεί να έκανα ακόμα στον εαυτό μου; Γιατί τον λυπόμουν ακόμα; Γιατί νοιαζόμουν ακόμα για αυτόν; Κανονικά, θα έπρεπε να τον μισώ με όλη την δύναμη της ψυχής μου. Και όμως, πιότερο μισούσα εκείνη που τον πήρε μακριά μου και μπήκε ανάμεσά μας. Για την ακρίβεια, του έδωσε πολύ εύκολα αυτό που δεν του έδινα εγώ. Για αυτό και έκατσε μαζί της ένα χρόνο, για ποιον άλλο λόγο;

Συνέχισα να κλαίω, σιωπηρά και από μέσα μου, ευχόμενη να μην έβγαινε αυτή την στιγμή κάποιος από τους φίλους μου και με έβλεπε σε αυτά τα χάλια. Βαθιά μέσα μου, ωστόσο, μπορεί και να ευχόμουν να έρθει κάποιος και να με παρηγορήσει σε αυτή την δύσκολη στιγμή...

Ένιωσα κάτι σαν ριπή ανέμου να γαργαλάει την πλάτη μου, κάτι που με έκανε να ριγήσω σύγκορμη. Έμοιαζε με άνεμο, γιατί είχα την αίσθηση όμως ότι δεν ήταν; Ήταν κάτι...άλλο.

Ξάφνου, άκουσα μια φωνή που με έκανε να αναπηδήσω:
''Όποιος κύριος κάνει μια κυρία να κλαίει, δεν αξίζει να αποκαλείται ''κύριος''

Γύρισα και έμεινα έκπληκτη από το ποιος εμφανίστηκε. Περίμενα τον οποιονδήποτε. Εκτός από αυτόν. Ήταν ο άντρας με την μάσκα, που είχε ντυθεί Φάντασμα της Όπερας και μου είχε κάνει τόση εντύπωση.

Με το αχνό φως που υπήρχε στην βεράντα, αυτό που έμοιαζε πιο αλλοτινό απ’ όλα επάνω του ήταν τα μάτια του. Κάτι μου έλεγε τελικά πως δεν πρέπει να φορούσε φακούς επαφής. Έδειχναν να φωσφορίζουν μέσα στην νύχτα, διάφανα σαν πετράδια, λουσμένα με το φως του φεγγαριού. Μάλλον όχι: ήταν δυο χλωμά φεγγάρια και ένιωθα να με κοιτάζουν με αμέριστη στοργή και ενδιαφέρον. Αισθάνθηκα ντροπή που με είχε δει να κλαίω, η αλήθεια είναι όμως ότι εκείνη την στιγμή χρειαζόμουν κάποιον για να με ακούσει. Χωρίς να το καταλάβω, οι λέξεις βγήκαν ορμητικές από το στόμα μου, όπως πατάει κάποιος το κουμπί στην χύτρα ταχύτητας και βγαίνει ο ατμός:
''Το χειρότερο είναι ότι ξέρω πως για το συγκεκριμένο ''κύριο'' δεν αξίζει να χαραμίζω ούτε ένα δάκρυ. Αλλά η καρδιά μου έχει πληγωθεί και, ακόμα και αν οι πληγές έχουνε γιάνει, ανοίγουν που και που με τον καιρό''
Το βλέμμα του ήταν έντονο και επίμονο, ωστόσο είδα και κάτι άλλο που δεν περίμενα να δω: κατανόηση. Δεν έδειχνε να συμπάσχει απλά μαζί μου, όπως οι περισσότεροι. Έδειχνε να γνωρίζει ακριβώς πως αισθανόμουν.
''Καταλαβαίνω πως αισθάνεσαι'' είπε και ήξερα ότι το εννοούσε ''Να θυμάσαι, όμως, ότι ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός''
''Και αν δεν είναι;'' ρώτησα διστακτικά ''Και αν δεν μπορέσω να λυτρωθώ από την θύμηση του; Και αν η πληγή είναι πιο βαθιά απ' ότι νομίζω;''
''Δεν είναι'' είπε, γεμάτος σιγουριά ''Σύντομα θα δεις πως δεν σας ενώνει τίποτα πλέον παρά σκόρπιες αναμνήσεις''
Ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό μου, το πρώτο αληθινό χαμόγελο της βραδιάς εκείνης.
''Μπορεί και να έχεις δίκιο''
Χαμογέλασε και εκείνος, ένα καλοσυνάτο χαμόγελο που τον έκανε όλο και πιο γοητευτικό στα μάτια μου. Του πήγαινε τελικά να χαμογελάει, αλλά δεν φαινόταν για τύπος που το έκανε συχνά αυτό. Έτσι όπως τον είχα δει την πρώτη φορά, να στέκεται αγέρωχος κοιτάζοντας τον χώρο γύρο του, εκτός όλων των άλλων, είδα κάτι που αναγνώρισα σαν ένα κομμάτι του εαυτού μου: ήταν ο μοναχικός λύκος, αυτός που δεν θα σε άφηνε να μπεις στα λημέρια του με το πρώτο ''καλημέρα'' Και σίγουρα, αν έμπαινες απρόσκλητος σε αυτά, το πιθανότερο είναι να σου έσκιζε τον λαιμό στα δυο παρά να σου χαμογελούσε.

Τόση ώρα στηριζόταν στον τοίχο, για κάποιο λόγο όμως τον άφησε και με πλησίασε, με ένα ακόμα χαμόγελο να φωτίζει τα χείλη του.
''Περιπλανώμενο παιδί, τόσο χαμένο, τόσο αβοήθητο, λαχταρά την καθοδήγησή μου''
Δεν χρειαζόταν να μου πει από που προερχόταν αυτός ο στίχος. Είχα δει τόσες φορές το ''Φάντασμα της Όπερας'' που είχα μάθει απ' έξω σχεδόν όλους τους διαλόγους. Μάλιστα, αυτή ήταν μια από τις αγαπημένες μου σκηνές. Έκανα ένα βήμα για να τον πλησιάσω και εγώ, με αποτέλεσμα να νιώθω την ανάσα του να μου γαργαλάει το πρόσωπο.
''Άγγελος ή πατέρας; Φίλος ή φάντασμα; Ποιος με κοιτά εκεί;''
Φάνηκε και εκείνος να αιχμαλωτίζεται από το βλέμμα μου εκείνη την στιγμή. Η ατμόσφαιρα γύρω μας ήταν ηλεκτρισμένη, Από την μια, ήθελα να απαντήσει στην έμμεση αυτή ερώτηση: ''Ποιος ήταν; Μπορούσα να τον εμπιστευτώ;'' και από την άλλη ήθελα ένα του φιλί, ακόμα και αν ήταν στο μέτωπο.
Αντ' αυτού, εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω και έβγαλε από την τσέπη του ένα μαντήλι και σκούπισε τα δάκρυά μου προσεκτικά. Όσο σκούπιζε το πρόσωπό μου, βλέποντας την κίνηση των χεριών του και νιώθοντας το φευγαλέο του χάδι, ένιωσα μια έξαψη σε όλο μου το κορμί. Όταν απάλλαξε πλέον το πρόσωπό μου από τα προδοτικά δάκρυα, ένα μυστηριώδες χαμόγελο εμφανίστηκε πάλι στο πρόσωπό του και αυτή την φορά αναρωτήθηκα τι του είχε μπει στο νου. Άνοιξε την παλάμη μου και είπε απλά:
''Κράτησέ το. Για να διώχνεις μακριά τα ανεπιθύμητα δάκρυα'' Πήγε να κάνει μεταβολή και να φύγει, όταν γύρισε το κεφάλι του και είπε άξαφνα:
''Ποτέ δεν ξέρεις πως τα φέρνει η ζωή. Μπορεί και να ξανασυναντηθούμε''

Και, μετά από αυτά τα λόγια, μπήκε ξανά στο μπαρ, με το βλέμμα μου να τον ακολουθεί ανελλιπώς μέχρι που η πόρτα έκλεισε πίσω του.

FallenJuliette
FallenJuliette
Αρχάριος Συγγραφέας
Αρχάριος Συγγραφέας

Αριθμός μηνυμάτων : 101
Points : 9518
Ημερομηνία εγγραφής : 12/08/2011
Ηλικία : 32
Τόπος : Twisted Wonderland

Writer ID - Ταυτότητα Συγγραφέα
Λίγα λόγια για μένα..: Η δική μου Χώρα των Θαυμάτων είναι θρυμματισμένη, διαστρεβλωμένη και ολότελα κατεστραμμένη....Μα σαν τον φοίνικα από τις στάχτες της θα ξαναγεννηθεί... Benvenuti nel mio mondo.

http://hauntedmansiondidi22.blogspot.com/

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Vampirisious (by Distressed Damsel22) Empty Απ: Vampirisious (by Distressed Damsel22)

Δημοσίευση από FallenJuliette Παρ Αυγ 12, 2011 11:46 pm

Κεφάλαιο 4ο


Την επόμενη μέρα, ξύπνησα με έναν τεράστιο πονοκέφαλο. Τελικά, το ότι ο Μπλέιζ ήταν τόσο γενναιόδωρος δεν σήμαινε ότι αυτή η γενναιοδωρία δεν είχε και τις ανάλογες παρενέργειες. Έριξα μια ματιά στο ρολόι. Ήταν σχεδόν δώδεκα το μεσημέρι. Πετάχτηκα από το κρεβάτι λες και με τσίμπησε σφίγγα. Έριξα μια ματιά στον καθρέφτη: κάλτσες, κόκκινες πιτζάμες με την Hello Kitty μπροστά, βλέμμα νυσταγμένο, με μάτια ελαφρώς κοκκινισμένα και μαλλιά ανάκατα από τον ύπνο. Τα πραγματικά μου μαλλιά ουδεμία σχέση είχαν με την περούκα που φορούσα χθες το βράδυ: με το ζόρι έφταναν μέχρι τους ώμους μου και ήταν ξανθά με μαύρες ανταύγειες.

Αφού έπλυνα το πρόσωπό μου και τα δόντια μου βιαστικά και ντύθηκα όπως-όπως, πήρα την σκάλα αμπάριζα και κατέβηκα στο σαλόνι. Ο Μπέντζαμιν καθόταν στον καναπέ βλέποντας το κανάλι με τα παιδικά, όπως άλλωστε και κάθε Σαββατοκύριακο.

Παρεμπιπτόντως, ο Μπέντζαμιν είναι ο μικρότερος αδερφός μου. Είναι μόλις οχτώ χρονών, παρόλα αυτά ρίχνει κάτω έναν ολόκληρο λόχο παιδιών άμα θέλει (ούτε και εγώ θα το πίστευα αν δεν έβλεπα ένα αντίστοιχο περιστατικό απ' όταν ήταν στο νηπιαγωγείο) Με τα χρόνια που περάσανε, ηρέμισε κάπως, αυτό ωστόσο ήταν σχετικό. Και εφόσον έλειπαν οι γονείς μου, αυτή που ήταν υπεύθυνη για το νοικοκυριό και για τον Μπέντζαμιν ήμουν, φυσικά, εγώ. Οι γονείς μου είναι και οι δυο γιατροί και αρκετά φιλάνθρωποι. Εκείνη την εβδομάδα, έφυγαν εσπευσμένα για την Αφρική μόλις άκουσαν για μια επιδημία που κόντεψε να αποδεκατίσει σχεδόν ένα ολόκληρο χωριό. Δεν είναι ότι δεν είμαι περήφανη για εκείνους ή κάτι τέτοιο, παρόλα αυτά θα ευχόμουν να τους έβλεπα περισσότερο και να μην έλειπαν τόσες πολλές ώρες από το σπίτι.

Μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία μου, γύρισε και με κοίταξε φευγαλέα, προτού γυρίσει πάλι το κεφάλι του στην τηλεόραση για να μην χάσει το επεισόδιο του αγαπημένου του παιδικού. Έτρεξα, πανικόβλητη σχεδόν, στο ψυγείο για να βρω γάλα και ό, τι άλλο χρειαζόμουν για ένα γρήγορο πρωινό.
''Επιτέλους ξύπνησες, Λούνα'' είπε εκείνος βαριεστημένα, χωρίς να ξεκολλήσει το βλέμμα του από την τηλεόραση ''Έπεσες σαν τούβλο στο κρεβάτι χθες το βράδυ. Μέχρι το δωμάτιό μου ακούστηκε ο γδούπος. Σε σκουντούσα και το πρωί που σε έπαιρνε τηλέφωνο η φίλη σου η Κάσσιντυ, χαμπάρι εσύ!''
''Α, αλήθεια;'' φώναξα εγώ μέσα από την κουζίνα. Μα που στο καλό πήγαν τα δημητριακά; ''Και τι ήθελε;''
''Τίποτα. Βλακείες έλεγε. Άρχισε να μιλάει και να μιλάει και εγώ βαρέθηκα να την ακούω και το έκλεισα''
Ένα ξέφρενο γέλιο βγήκε αυθόρμητα από μέσα μου. Κακόμοιρε Μπέντζαμιν, τι σου έμελλε να τραβήξεις.
''Δεν πειράζει, θα την πάρω εγώ αργότερα''
''Ναι, πάρε την, να μην παίρνει συνέχεια στο σπίτι και με πρήζει'' είπε εκείνος ελαφρώς ενοχλημένος. Δεν τον αδικούσα. Ήξερα για την επιμονή της Κάσσιντυ και φανταζόμουν την αιτία.

Αφού έφαγα το πρωινό μου στα γρήγορα, πήρα την τσάντα μου και τα κλειδιά του σπιτιού και του αυτοκινήτου που ήταν στο τραπεζάκι του σαλονιού. Ο Μπέντζαμιν μου φώναξε γιατί δεν μπορούσε να δει τηλεόραση, όταν του είπα όμως να σταματήσει γιατί αλλιώς θα έμενε με άδειο το στομάχι, σταμάτησε σχεδόν αυτόματα την γκρίνια.

Οδήγησα προσεκτικά μέχρι το τοπικό σούπερ-μάρκετ. Δεν έκανα λίστα για τα πράγματα που έπρεπε να πάρω, όπως συνήθως, γιατί δεν είχα και πολλά να αγοράσω. Παράλληλα, έβγαλα από την τσάντα μου το κινητό μου και τηλεφώνησα στην Κάσσιντυ. Αφού άκουσα για λίγο το Sexy Bitch, ακούστηκε ένα χαρωπό: ''Έλα'' πίσω από την γραμμή.
''Τι συνέβη; Τι ήταν πια τόσο επείγον και έπρηξες μέχρι και τον αδερφό μου;'' Το γέλιο της ακούστηκε γάργαρο.
''Μα ξέρεις πολύ καλά τι σε ήθελα! Είναι δυνατόν, μετά από τέτοιες εξελίξεις εσύ να κοιμάσαι;''
''Μετά από ένα τέτοιο ξενύχτι και μεθύσι είναι να το ρωτάς κιόλας; Ακόμα νιώθω το κεφάλι μου βαρύ και έτοιμο να σπάσει'' Πράγματι, παρόλο ότι είχα πάρει δυο Ντεπόν, ακόμα δεν έλεγε να μου περάσει ο πονοκέφαλος. Ο πονηρός τόνος στην φωνή της με έκανε να καταλάβω που το πήγαινε:
''Ναι, όλοι το είδαμε πόσο σε πότισε χθες ο Μπλέιζ. Και πώς χορεύατε μαζί όλο το βράδυ. Λούνα, είσαι φίλη μου και το ξέρεις, αλλά αν σας έβλεπε κανείς να χορεύετε, θα νόμιζε ότι είστε πρωταγωνιστές σε πορνό'' Ένα ακόμα γάργαρο γέλιο ακούστηκε από μέρους της.
Τόσο άσχημο φάνηκε προς τα έξω; Μετά την αποχώρηση του Ρόμπερτ και τον στιγμιαίο περίπατο στο μπαλκόνι, άρχισα να πίνω λίγο παραπάνω και από εκεί και έπειτα είχα κάποια κενά μνήμης, δεν νομίζω όμως να είχα παρεκτραπεί τόσο πολύ.
''Δεν νομίζω να ήταν και τόσο άσχημο'' είπα αμυντικά εγώ. Εκείνη γέλασε ξανά. Ακουγόταν πολύ ευδιάθετη, υπερβολικά θα έλεγα.
''Όχι, όχι, πλάκα σου έκανα, μην ψαρώνεις'' Άκουσα άλλη μια φωνή από πίσω, αντρική αυτή την φορά ''Λοιπόν, φιλενάδα, σε αφήνω. Νομίζω ότι ο Τζάστιν από εδώ μόλις ξύπνησε. Θα σε περιμένω στο γνωστό μέρος στις έξι για να τα πούμε όλα με λεπτομέρειες. Πες και στην Έβελιν να έρθει, εντάξει; Φιλάκια'' Η γραμμή κόπηκε απότομα.
Με έναν αναστεναγμό, έβαλα το κινητό πίσω στην τσέπη μου και συνέχισα τα ψώνια. Όταν πήρα όλα όσα χρειαζόμασταν, γύρισα σπίτι και ετοίμασα μεσημεριανό για να φάμε. Η καρμπονάρα μου άφησε αδιάφορο τον Μπέντζαμιν, ο οποίος ήθελε πατάτες τηγανιτές και τσίζμπεργκερ. Έκανα την καρδιά μου πέτρα και του υποσχέθηκα ότι θα του το έφτιαχνα αυτό το φαγητό μόνο αν έτρωγε την καρμπονάρα. Δεν θα έλεγα ότι έπιασε, τουλάχιστον όμως έφαγε δυο πιρουνιές, αρκετές για να μην πεινάσει.
Αφού έκανα με το ζόρι κάποιες από τις δουλειές του σπιτιού, είδα ότι είχε περάσει η ώρα. Η σκούρα μπλε φόρμα και το φούτερ μου αντικαταστάθηκαν από ένα ''total black look'', το σύνηθες άλλωστε όποτε έβγαινα για καφέ: μακρυμάνικη μπλούζα με ροζ νεκροκεφαλές, μαύρο τζιν, χαμηλές μπότες και σκούρο μακιγιάζ. Αφού άρπαξα το μπουφάν και την τσάντα μου, φώναξα και στον Ρόμπερτ να κατέβει.

Τον άφησα στο σπίτι της γιαγιάς μου. Ευτυχώς που θα φώναζε την Ντέμπι και τον Σιθ, τα πρώτα μας ξαδέρφια που ήταν περίπου στην ηλικία του και θα είχε παρέα για να παίζει. Εφόσον υποσχέθηκα στην γιαγιά να μην αργήσω πολύ να τον πάρω, πήγα στην καφετέρια όπου είχαμε κανονίσει να συναντηθούμε.

Δεν το έλεγα αυτό συχνά για μια καφετέρια, παρόλα αυτά η συγκεκριμένη μου άρεσε. Ήταν νεανική μεν και δεν είχε την ατμόσφαιρα που θα ήθελα να έχει, ήταν όμως αρκετά ευρύχωρη και με πολύ άνετους καναπέδες. Μόλις μπήκα μέσα, εντόπισα την Κάσσιντυ και την Έβελιν που είχαν ήδη καθίσει. Η Κάσσιντυ είχε αφήσει κάτω τα μαλλιά της αυτή την φορά και ήταν αρκετά όμορφη, παρόλο ότι είχε ντυθεί αρκετά απλά. Η Έβελιν είχε ισιώσει από εχθές τα μαλλιά της και οι κόκκινες τούφες της καλά κρατούσαν. Φορούσε ένα ροζ φόρεμα με μαύρο κολλάν και ροζ μπότες με ένα σωρό αξεσουάρ, άλλα μαύρα και άλλα ροζ. Για το ροζ που φορούσε δεν επρόκειτο να πω κάποια καλή κουβέντα, ένιωθα απέχθεια προς το συγκεκριμένο χρώμα. Τι περιμένετε να ακούσετε από μια κοπέλα με μαύρες ανταύγειες;

Με χαιρέτησαν εγκάρδια και οι δυο. Κάθισα στον καναπέ και δεν πέρασε πολύ ώρα ώσπου να έρθει ο σερβιτόρος για να πάρει την παραγγελία μας. Ενώ εκείνες πήραν τσάι και ζεστή σοκολάτα αντίστοιχα, εγώ πήρα έναν καφέ, μπας και γλίτωνα λίγο από την θολούρα που υπήρχε ακόμα μέσα στο κεφάλι μου. Όταν έφυγε ο σερβιτόρος, η Κάσσιντυ αναφώνησε:
''Πάνω στην ώρα ήρθες, Λούνα, για την μεγάλη περιγραφή των χθεσινοβραδινών γεγονότων!''
''Έχασες, Λούνα, δεν μπορώ να πω. Από το λίγο που μου περιέγραψε, η βραδιά είχε ‘’συνταρακτικές’’ εξελίξεις'' Λέγοντας το αυτό, η Έβελιν μου έριξε ένα έκπληκτο βλέμμα που δεν χωρούσε αμφιβολία ότι έλεγε την αλήθεια.
''Κορίτσια, ήταν μια μαγική βραδιά'' συνέχισε ακάθεκτη η Κάσσιντυ. Και άρχισε να μας εξιστορεί τις ''περιπέτειές'' της με τον Τζάστιν (τον τύπο που είχε ντυθεί φακίρης και χορεύανε μαζί το μεγαλύτερο μέρος της βραδιάς) Σε ορισμένα σημεία, νομίζω ότι υπερέβαλλε λίγο, είχε όμως και ένα δίκιο: όσα είχε ζήσει θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ''Χίλιες και μια νύχτες'' Και όταν η Έβελιν γέλασε (ένα νευρικό, θα έλεγα, γέλιο) μόλις τελείωσε εκείνη την εξιστόρηση των όσων συνέβησαν, η Κάσσιντυ της είπε, επιθετικά:
''Τι γελάς εσύ; Εσύ ακόμα δεν έχεις προχωρήσει με τον δικό σου σε κάτι παραπάνω από τα ''χάδια και τα φιλιά''''
Η Έβελιν έδειχνε να προσβάλλεται και απάντησε, στον ίδιο τόνο:
''Θέλουμε να το πάμε αργά. Ξέρεις, όταν και οι δυο θα είμαστε έτοιμοι'' Η Κάσσιντυ τίναξε απότομα τα χέρια, απηυδισμένη από αυτό που άκουσε.
''Κορίτσι μου, κοίτα να ετοιμαστείς γρήγορα γιατί αλλιώς μπορεί ο δικός σου να βρει καμιά άλλη, πιο έτοιμη. Οι άντρες στο συγκεκριμένο ‘’θέμα’’ δεν περιμένουν και για πάντα, ξέρεις''
Η Έβελιν ήταν έτοιμη να απαντήσει, όταν μπήκα στην μέση, για να αποτρέψω τον καβγά που επρόκειτο να ξεσπάσει:
''Αν έτσι θέλει η Έβελιν, Κάσσιντυ, άφησέ την. Μπορεί να θέλει τον χρόνο της. Ο καθένας έχει τους δικούς του ρυθμούς''
Αυτό ήταν αρκετό για να κατευνάσουν τα πνεύματα, απ' ό, τι φαίνεται. Η Κάσσιντυ γύρισε προς εμένα, με ένα πονηρό χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό της, δείχνοντάς να της φεύγει τελείως ο θυμός και να ξεχνά εντελώς το περιστατικό με την Έβελιν:
‘’Όλα αυτά όμως είναι ψιλά γράμματα. Η δικιά μας από ‘δω’’ είπε, δείχνοντάς με μια απλόχερη χειρονομία ‘’έδωσε ρέστα χθες το βράδυ’’
‘’Ω, έλα τώρα, Κάσσιντυ, τα παραλές’’ είπα, νιώθοντας τα μάγουλά μου να καίνε. Ήμουν σίγουρη ότι είχα κοκκινίσει.
‘’Σοβαρολογώ’’ είπε εκείνη, κοιτάζοντάς με θαυμασμό, θα μπορούσε να πει κανείς ‘’Για εμένα, το να βρω έναν άντρα, να τον πάω σπίτι μου και να ζήσουμε μαζί καυτές στιγμές πάθους δεν είναι και καμιά σπουδαία είδηση. Για εσένα, όμως, είναι σαν να πέφτει ατομική βόμβα στο κέντρο της Όμαχα! Μάλιστα, αυτό και αν είναι πρωτοσέλιδο!’’

Σε αυτό δεν είχε και άδικο η Κάσσιντυ, ωστόσο έτσι όπως το είπε με έκανε να αισθάνομαι σαν να ποδοπατούσε την αξιοπρέπειά μου με νταλίκα! Έτοιμη ήμουν να της πω: ’’Τουλάχιστον, εμένα δεν θα μου κρεμούσε ποτέ κανείς την ταμπέλα της εύκολης γιατί μόνο αυτό δεν ήμουν!’’ ωστόσο κάτι τέτοιο θα ήταν μάταιο. Δεν όφειλε να συζητάς σοβαρά με την Κάσσιντυ για θέματα ‘’σχέσεων’’ και ‘’δεσμεύσεων’’ Εκείνη θεωρούσε σχέση την συζήτηση που γινόταν πριν από το σεξ και αυτή δεν διαρκούσε και πολύ: ’’Σπίτι μου ή σπίτι σου;’’
Ήλπιζα ότι η Έβελιν θα με απάλλασσε από το μαρτύριο του να απαντήσω, μόλις την κοίταξα όμως κατάλαβα ότι ήταν εξίσου περίεργη για να μάθει το τι συνέβη με την Κάσσιντυ. Ανακάθισα στην καρέκλα και, σταυρώνοντας αμυντικά τα χέρια στο στήθος, απάντησα:
‘’Τι να σας πω; Ο τύπος με κέρασε κάποια ποτά. Μιλήσαμε, συζητήσαμε, χορέψαμε και περάσαμε καλά’’
Η Κάσσιντυ μου έριξε ένα αυστηρό βλέμμα.
‘’Καλά τώρα, πλάκα μας κάνεις;’’ είπε μεταξύ-σοβαρού και αστείου. Η Έβελιν γέλασε γιατί, προφανώς, σκεφτόταν το ίδιο ‘’Τα τηλεγραφήματα είναι πιο μεγάλα από αυτό που μόλις μας είπες!’’
‘’Και τι θέλετε να σας πω;’’ είπα εντελώς αθώα εγώ, αν και ήξερα πολύ καλά τι ήθελαν να μάθουν.
‘’Τι είπατε; Πως το είπατε; Σε κοίταξε λοξά; Δεν σε κοίταξε; Σου άρεσε καθόλου σαν άντρας;’’ Με σκούντηξε λίγο και είπε συνωμοτικά ‘’Πάντως, έχει πολύ ωραίο κορμί, αν θες την γνώμη μου. Θα μπορούσε να ‘’λιώσει’’ κάτω από τις ‘’κατάλληλες περιστάσεις’’’’ Μου έκλεισε το μάτι και ένιωσα πάλι να κοκκινίζω.

Εν ολίγοις και μετά από πολλά παρακάλια, τους είπα ορισμένα περιστατικά από την χθεσινή βραδιά, εκτός από την συνάντησή μου στην βεράντα με τον μυστηριώδη τύπο. Δεν ήξερα για ποιο λόγο δεν το είπα, πάντως δεν ένιωθα ακόμα την ανάγκη να το εκμυστηρευτώ. Αναλύσαμε με λεπτομέρειες την ‘’ανατομία’’ του Μπλέιζ (κυρίως η Κάσσιντυ επικεντρώθηκε εκεί) όπως επίσης και την εμφάνιση του Ρόμπερτ, τον οποίο και έθαψαν καλά, όπως και την Κέιλιν. Αυτό δεν κάνουν οι φίλες;

Έριξα μια ματιά στο κινητό μου και είδα ότι ήταν δέκα και μισή το βράδυ. Είχα ξεχαστεί τελείως, απ’ ό, τι φαίνεται. Έπρεπε να πάρω τον αδερφό μου από την γιαγιά μου αλλά, προτού πάω στο σπίτι της, ήθελα να περάσω από το νεκροταφείο για να επισκεφτώ την άλλη μου την γιαγιά, από την μεριά της μητέρας μου. Δεν θα το σκεφτόμουν σε καμία περίπτωση, ωστόσο σαν σήμερα είχε φύγει από την ζωή και ήθελα τουλάχιστον να της πάω και ένα λουλούδι.

Χαιρέτησα τα κορίτσια, που είχαν βρει κάποιους γνωστούς και έπαιζαν μαζί μια παρτίδα στο μπιλιάρδο και πήγα στο αμάξι μου. Μπήκα μέσα, φόρεσα τα γυαλιά μυωπίας μου (δεν είχα και πολύ μυωπία, ωστόσο το βράδυ όντως μου ήταν απαραίτητο να τα φοράω) και έβαλα μπρος για το νεκροταφείο. Λίγα μέτρα προτού φτάσω, σταμάτησα σε ένα ανθοπωλείο και πήρα ένα μπουκέτο λουλούδια, διαλέγοντας γιασεμί, μαργαρίτες και τριαντάφυλλα, όλα αγαπημένα της λουλούδια, τα οποία τα κρατούσε συνεχώς κοντά της (είτε στον κήπο της είτε γέμιζε βάζα ολόκληρα και το σπίτι ήταν πάντα γεμάτο από μια γλυκιά μυρωδιά)

Το νεκροταφείο μέσα στην νύχτα δέσποζε εκεί, πελώριο και επιβλητικό, με ελάχιστα φώτα να φεγγοβολούν μέσα στην νύχτα και με κοιτούσε κατάματα, περιμένοντας να κάνω το πρώτο βήμα. Δεν ένοιωσα ωστόσο φόβο, ούτε για μια στιγμή. Άσχετα από τις ιστορίες που έχω ακούσει και τα θρίλερ που έχω δει κατά καιρούς, για μένα τα νεκροταφεία είναι απλά ένα σημείο αναφοράς όπου έδινες φόρο τιμής στους δικούς σου νεκρούς ή κάτι τέτοιο, όπως λέει και στον ‘’Επιτάφιο’’ Περνώντας μέσα από υπέροχα γοτθικά αγάλματα, μαυσωλεία και πολυάριθμους τάφους (πολλοί από αυτούς ήταν τόσο παλιοί που ξεχώριζαν μέσα σε μια πληθώρα από σταυρούς και λοιπές, απλές ταφόπλακες) έφτασα τελικά στον τάφο της γιαγιάς μου.

Γονάτισα και άφησα τα λουλούδια στο έδαφος, κοιτάζοντας την μουντή ταφόπλακα:

Τζόζεφιν Σαντοβάλ
Αγαπημένη σύζυγος, μητέρα και γιαγιά
1929-2006


Στάθηκα ακίνητη από πάνω από την ταφόπλακα και δεν μπορούσα να μην σκεφτώ όλες τις καλές στιγμές που ζήσαμε, αλλά και το πόσο μου έλειπε. Σιωπηλά και από μέσα μου, άρχισα να της λέω όλα όσα ήθελα να της πω τόσο καιρό. Κάποια στιγμή, άκουσα από πίσω μου βήματα που πλησίαζαν. Γύρισα το κεφάλι μου προς τα πίσω και ευχόμουν να μην φαινόταν στο πρόσωπό μου πόσο φοβόμουν.

Από πίσω μου πλησίαζε με γοργά βήματα ο τύπος με την μάσκα από το μπαρ. Χωρίς να ξέρω το γιατί, ένιωσα να χαλαρώνω με την παρουσία του εκεί. Όταν σήκωσε το κεφάλι του και με είδε, ήταν τόσο έκπληκτος όσο ήμουν και εγώ που συναντιόμασταν κάτω από αυτές τις περίεργες συνθήκες. Κρατούσε ένα περίεργο μηχάνημα στο χέρι το οποίο δεν μπορούσα να δω καλά τι ακριβώς ήταν.
Αυτή την φορά, ήταν ντυμένος με ένα σκούρο γκρι, επαγγελματικό κουστούμι με μαύρο πουκάμισο και ασορτί μαύρα παπούτσια. Είχε λυτά τα μαλλιά του και αυτή την φορά δεν φορούσε μάσκα. Λαχταρούσα να δω το πρόσωπό του χωρίς την μάσκα και η αλήθεια ήταν ότι η μάσκα δεν τον αδικούσε καθόλου. Ένας συνδυασμός από δυο δίδυμα φεγγάρια σε ένα κατάμαυρο ουρανό με αποφασιστικές και, σε ορισμένα σημεία, αυστηρές γωνίες προσώπου. Το ψηλό του ανάστημα και το παρουσιαστικό του επίσης έδειχναν ότι κάτω από τα ρούχα αυτά πιθανόν να υπήρχε και ένα ενδιαφέρον περιεχόμενο, ωστόσο απαγόρευσα στην σκέψη μου να παραστρατήσει τόσο πολύ.

Το ζεστό του χαμόγελο έδειχνε πως πιθανότατα και ο ίδιος θεωρούσε αστεία την συνάντησή μας σε ένα τέτοιο μέρος. Τα λεγόμενά του το αποδείκνυαν αυτό:
''Ένα πλάσμα γεμάτο ζωή δεν ταιριάζει σε ένα μέρος όπου δεσπόζει ολόγυρα ο θάνατος''
''Δεν είμαι εδώ από επιλογή; Αν ήρθα, σημαίνει ότι κάτι αναζητώ''
''Και τι είναι αυτό που αναζητάς;''
Έστρεψα το βλέμμα μου στην ταφόπλακα.
''Αυτή είναι η γιαγιά μου. Σαν σήμερα έφυγε. Έπρεπε να την επισκεφτώ, δεν έπρεπε;''
Το βλέμμα του σκοτείνιασε κάπως και το χαμόγελό του έσπασε:
''Αυτό εσύ το γνωρίζεις καλύτερα από μένα'' είπε με τόνο σοβαρό.
Επικράτησε σιωπή για λίγα λεπτά. Αποφάσισα να πω κάτι για να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα (όσο μπορούσα. Τι στο καλό; σε νεκροταφείο βρισκόμουν!)
''Εσύ τι δουλειά έχεις εδώ, για να έχουμε καλό ερώτημα;'' είπα και χαμογέλασα πονηρά. Εκείνος μου ανταπέδωσε το χαμόγελο.
''Δεν θα μπορούσες να μαντέψεις ποτέ'' είπε με έναν μυστηριώδη τόνο. Αυτό έξαψε την περιέργειά μου.
''Έχω μεγάλη φαντασία'' τον διαβεβαίωσα εγώ.
''Αυτό ξεπερνά ακόμα και την δική σου φαντασία''
''Εντάξει, κέρδισες! Είμαι περίεργη. Για λέγε''
''Μα δεν μάντεψες'' είπε εκείνος, σαν να παίζαμε κάποιο παιχνίδι.
''Πες εσύ και θα δω αν έχω πέσει μέσα'' η ανυπόμονη απάντησή μου.
Εκείνος γέλασε λιγάκι με την ανυπομονησία μου και μου είπε το λόγο. Ήταν σαν να ετοιμαζόταν να πει κάτι που θα με άφηνε άφωνη.
''Κάνω μια μελέτη''
Αυτό με παραξένεψε, αλλά όχι όσο με εξέπληξαν τα επόμενα λόγια του.
''Μελέτη; Στο νεκροταφείο; Και τι σόι μελέτη είναι αυτή;''
''Μεταφυσικά και παραφυσικά φαινόμενα...ειδικότερα για την κίνηση των πνευμάτων. Όπως βλέπεις, έχω μαζί μου όλα τα κατάλληλα σύνεργα. Και ποιο μέρος είναι το πιο κατάλληλο όταν ψάχνεις ένα μέρος με μεταφυσικά φαινόμενα από ένα νεκροταφείο;''
Τα μάτια μου ήμουν σίγουρη ότι είχαν γουρλώσει από την έκπληξη και ο ίδιος δεν μπορούσε να κρύψει το πόσο αστεία πρέπει να έβρισκε την έκφρασή μου.
''Ουάου. Αυτό όντως ξεπέρασε την φαντασία μου’’ είπα, χωρίς να μπορέσω να κρύψω την έκπληξή μου. Τα επόμενα λόγια βγήκαν τελείως αυθόρμητα από το στόμα μου ‘’Άρα τύπους σαν και σένα τους βρίσκεις μόνο στα νεκροταφεία''
Εκείνος γέλασε ξανά, ένα γέλιο γάργαρο, γεμάτο. Παρατήρησα ότι εμφανίστηκαν κάποιες έντονες ρυτίδες γέλιου κάτω από τα μάτια και το στόμα του, μια εικόνα που βρήκα πολύ σέξι. Προσπαθώντας να συγκρατήσει το γέλιο του, είπε:
''Αν είναι εν ώρα εργασίας, ναι, πολύ πιθανόν εκεί να τους βρεις''
''Πολύ...παράξενη η εργασία σου’’ Κόμπιασα, σκεπτόμενη αν θα έπρεπε να κάνω την επόμενη ερώτηση ‘’Δεν φοβάσαι, δεν αισθάνεσαι ανησυχία;''
Το απορημένο του βλέμμα έδειχνε ότι δεν ακολουθούσε το σκεπτικό μου.
''Για ποιο πράγμα;''
Πήρα μια κοφτή ανάσα και προσπάθησα να εξηγήσω τις συγκεχυμένες σκέψεις τις στιγμής όσο καλύτερα μπορούσα:
''Κοίτα, μπορεί να μην τα πιστεύω και όλα τα ''υπερφυσικά και μεταφυσικά'' φαινόμενα, όμως σίγουρα πιστεύω στην ύπαρξη της ψυχής, συνεπώς και των πνευμάτων. Δεν είναι απλά ένα αντικείμενο μελέτης. Μιλάμε για ανθρώπινες ψυχές, ορισμένες εκ των οποίων μπορεί να ανήκουν σε βασανισμένους ανθρώπους ή σε ανθρώπους που έφυγαν από αυτή την ζωή με βίαιο ή βάναυσο τρόπο. Δεν φοβάσαι μήπως η δραστηριότητά σου τα ενοχλήσει; Δεν ανησυχείς μήπως κάποιο από αυτά θελήσει να σε εκδικηθεί;''
Μπορεί να νόμιζε ότι θα χλεύαζα το αντικείμενο εργασίας του ή ότι θα φρίκαρα εντελώς από μια τέτοιου είδους συζήτηση, όμως η καθημερινή μου επαφή με την Λίλυ με είχε ‘’χειραγωγήσει’’ σκληρά και μπορούσα να ανταπεξέλθω σε τέτοιου είδους συζητήσεις. Ο άντρας αυτός με κοιτούσε έντονα για λίγες στιγμές και μετά σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του.
''Και εσύ αυτή την στιγμή βρίσκεσαι εδώ, οπότε ‘’παρεμβάλλεις’’ και εσύ στην ‘’δραστηριότητα’’, κατά κάποιο τρόπο. Εσύ δεν φοβάσαι την οργή τους;’’ ρώτησε μειλίχια εκείνος.
''Εγώ έφερα λουλούδια. Δεν τα αντιμετώπισα σαν ''λευκά σεντόνια'' ή σαν ''αντικείμενα μελέτης'''' απάντησα αμυντικά.
''Και έτσι μπορεί και να την γλιτώσεις'' είπε εκείνος, περισσότερο σαν την διαπίστωση ενός γεγονότος.
''Πολύ πιθανόν’’ είπα χαμογελώντας ‘’Και έχω και άλλο ένα άλλοθι: κοπέλες σαν και εμένα, άπαξ και κλειστούν μια φορά στο καβούκι τους, δεν βγαίνουν ποτέ από αυτό''
Αυτή η απάντηση τον έκανε να ανασηκώσει ελαφρώς το φρύδι και είπε, με έναν τόνο όπου φαινόταν ότι του είχα κινήσει και εκείνου το ενδιαφέρον:
''Ώστε έτσι; Σε εμένα πως μιλάς τότε;''
Έλα ντε. Τι μπορείς να απαντήσεις τώρα; Καμία απάντηση δεν ήταν εκ του ασφαλούς. Εκτός από εκείνη που ξεστόμισα χωρίς ιδιαίτερη σκέψη:
''Είσαι ό, τι πιο κοντά σε ζωντανό πολυκύτταρο οργανισμό υπάρχει εδώ τριγύρω'' Να πάρει! Ήταν ένα σαρκαστικό σχόλιο που το χρησιμοποίησα σε μια ώρα ανάγκης, ωστόσο μετάνιωσα που το είπα γιατί δεν ήθελα να νομίζει κιόλας πως δεν ήθελα να είναι δίπλα μου.
Εκείνος δεν φάνηκε να πτοείται, μόνο εμφανίστηκε ένα μυστηριώδες χαμόγελο στο πρόσωπό του και είπε με στόμφο:
''Στην θέση σου, δεν θα ήμουν και τόσο σίγουρος για αυτό’’

Άξαφνα, τον ένιωσα πιο πολύ παρά τον είδα να φτάνει με ιλιγγιώδη ταχύτητα πίσω από την πλάτη μου και να παραμερίζει με το χέρι του τα λιγοστά μαλλιά μου. Η ανάσα του στον σβέρκο μου με έκανε να ανατριχιάσω ‘’Αχ, Λούνα, Λούνα’’ είπε αισθησιακά το όνομά μου. Πήρε μια τούφα από τα μαλλιά μου στα χέρια του και την μύρισε, κάνοντάς με να αισθάνομαι την ίδια έξαψη με χθες το βράδυ: ‘’Μμμ, τα μαλλιά σου μυρίζουν τριαντάφυλλο. Είναι καθαρά, γεμάτα ζωντάνια’’ Και πήρε άλλη μια βαθιά εισπνοή.

Δεν μπορούσα να κινηθώ, δεν μπορούσα ούτε καν να σκεφτώ. Το μόνο που ήθελα ήταν τα χέρια του να με αγγίξουν και σε άλλα μέρη του σώματός μου με τον ίδιο αργό και αισθησιακό τρόπο. Μετά βίας, ένα γεγονός με χτύπησε, σαν να μου έριχνε κάποιος παγωμένο νερό και με επανέφερε στην πραγματικότητα:
''Πως ξέρεις το όνομά μου;'' ρώτησα, νιώθοντας έναν κόμπο στην φωνή μου. Η απάντησή του με άφησε με πολλές απορίες:
''Αν σου πω, είναι μια επικίνδυνη γνώση για να την κρατά κανείς. Είσαι έτοιμη άραγε για κάτι τέτοιο;''
Το χέρια του έπιασαν τον λαιμό μου και τα δάχτυλά του άρχισαν να μου κάνουν αισθησιακό μασάζ.
‘’Ναι, είμαι έτοιμη’’ είπα με περισσότερη σιγουριά από ό, τι ένιωθα ‘’Θέλω να ξέρω’’

Ξαφνικά, τα χέρια του δεν υπήρχαν πια στον λαιμό μου, ούτε η ανάσα του μου γαργαλούσε τον σβέρκο. Γύρισα και το μόνο που υπήρχε πίσω μου ήταν η ταφόπλακα της γιαγιάς μου.

Σχόλια στο: http://writeyourstories.secrets-stories.com/t21-topic
FallenJuliette
FallenJuliette
Αρχάριος Συγγραφέας
Αρχάριος Συγγραφέας

Αριθμός μηνυμάτων : 101
Points : 9518
Ημερομηνία εγγραφής : 12/08/2011
Ηλικία : 32
Τόπος : Twisted Wonderland

Writer ID - Ταυτότητα Συγγραφέα
Λίγα λόγια για μένα..: Η δική μου Χώρα των Θαυμάτων είναι θρυμματισμένη, διαστρεβλωμένη και ολότελα κατεστραμμένη....Μα σαν τον φοίνικα από τις στάχτες της θα ξαναγεννηθεί... Benvenuti nel mio mondo.

http://hauntedmansiondidi22.blogspot.com/

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Vampirisious (by Distressed Damsel22) Empty Απ: Vampirisious (by Distressed Damsel22)

Δημοσίευση από FallenJuliette Τετ Αυγ 17, 2011 10:17 am

Επειδή φεύγω την Παρασκευή και μετά τον Σεπτέμβριο έχω κάτι μαθήματα να δώσω και θα έχω διάβασμα, μπορείτε να διαβάσετε όσα κεφάλαια έχω ανεβάσει εδώ:

http://hauntedmansiondidi22.blogspot.com/

Και μην ξεχνάτε να σχολιάσετε στο:
http://writeyourstories.secrets-stories.com/t21-topic Vampirisious (by Distressed Damsel22) 1071211947
FallenJuliette
FallenJuliette
Αρχάριος Συγγραφέας
Αρχάριος Συγγραφέας

Αριθμός μηνυμάτων : 101
Points : 9518
Ημερομηνία εγγραφής : 12/08/2011
Ηλικία : 32
Τόπος : Twisted Wonderland

Writer ID - Ταυτότητα Συγγραφέα
Λίγα λόγια για μένα..: Η δική μου Χώρα των Θαυμάτων είναι θρυμματισμένη, διαστρεβλωμένη και ολότελα κατεστραμμένη....Μα σαν τον φοίνικα από τις στάχτες της θα ξαναγεννηθεί... Benvenuti nel mio mondo.

http://hauntedmansiondidi22.blogspot.com/

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή

- Παρόμοια θέματα

 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης