Write Your Stories..

Καλώς ήρθες, στην παρέα μας!

Ένας νέος κόσμος, με μπόλικη φαντασία,ρομαντισμό,
τρόμο και συγκίνηση σε περιμένει!

Θυμάσαι τότε που έγραφες αποσπάσματα της φαντασίας σου
χαρτάκια και τα έκρυβες στο συρτάρι σου?

Και όταν τα έβρισκε η μητέρα σου ένιωθε υπερήφανη
για σένα? Καιρός να δείξεις αυτό που είσαι!

Καιρός να βγάλεις από μέσα σου το ταλέντο που κρύβεις!

Just start to write your storie!


Εγγραφείτε στο φόρουμ, είναι εύκολο και γρήγορο

Write Your Stories..

Καλώς ήρθες, στην παρέα μας!

Ένας νέος κόσμος, με μπόλικη φαντασία,ρομαντισμό,
τρόμο και συγκίνηση σε περιμένει!

Θυμάσαι τότε που έγραφες αποσπάσματα της φαντασίας σου
χαρτάκια και τα έκρυβες στο συρτάρι σου?

Και όταν τα έβρισκε η μητέρα σου ένιωθε υπερήφανη
για σένα? Καιρός να δείξεις αυτό που είσαι!

Καιρός να βγάλεις από μέσα σου το ταλέντο που κρύβεις!

Just start to write your storie!
Write Your Stories..
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

H ΚΡΥΠΤΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ

Πήγαινε κάτω

H ΚΡΥΠΤΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ Empty H ΚΡΥΠΤΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ

Δημοσίευση από mama_maria Τρι Αυγ 23, 2011 10:18 am

ΚΕΦΑΛΑΙΟ
1
ΙΜΠΡΑΗΜ

«Μπάρακα
Αμπούνα;»

Με το άκουσμα
αυτών των λέξεων το χέρι μου κινήθηκε
αυτόματα προς την τσέπη μου, μια και τις
είχα ακούσει χιλιάδες φορές από τους
βεδουίνους και κυρίως τα παιδιά, όταν
μου ζήταγαν ελεημοσύνη.

Στην μέση της
κίνησης όμως, συνειδητοποίησα πόσο
παράταιρη ακουγόταν εδώ, στην αγορά της
Άταμπα κι ακόμα περισσότερο εφόσον δεν
ήμουν πια «Αμπούνα»,

Γύρισα
παραξενεμένος να δω σε ποιόν ανήκε η
φωνή.

Αντίκρισα πρώτα
ένα ζευγάρι μάτια που ανήκαν σε ένα
άτομο ακαθόριστης ηλικίας. Θα μπορούσε
να είναι οτιδήποτε μεταξύ πενήντα και
εβδομήντα ετών, ντυμένος με μια βρώμικη
γκελεμπία και φριχτά καμπουριασμένος.

Έβγαλα ένα
νόμισμα των 25 πιάστρων και του το έδειξα.


«Να σου δώσω
«μπάρακα» του είπα, αλλά κι εσύ θα μου
πεις πως το ξέρεις ότι ήμουν Αμπούνα.»

«Ο άνθρωπος του
θεού, φαίνεται από μακριά,» μου απάντησε
με ένα χαμόγελο.

«Εμένα μου λες!»
Μουρμούρισα στα ελληνικά.

«Λοιπόν αμπούνα
πάμε να με κεράσεις ένα τσάι; Τότε θα
σου τα εξηγήσω όλα.»

«Όπως θέλεις,
αλλά σταμάτα αυτό το αμπούνα,» του είπα
μαλακά. «Να με λες Καριμ.»

Ήταν το όνομα,
που χρησιμοποιούσα στις σχέσεις μου με
τους ντόπιους, κυρίως γιατί μου άρεσε
ο ήχος του.

«Εσένα πως σε
λένε;» Τον ρώτησα.

«Ιμπραήμ.»

«Λοιπόν Ιμπραήμ,
μήπως θα προτιμούσες να φάμε ένα κόσαρι,
αντί για τσάι;» Πρότεινα, γιατί σκέφτηκα
ότι σαν ζητιάνος θα εκτιμούσε περισσότερο
ένα γεύμα.


«Με ένα τσάι
είμαι εντάξει», απάντησε, «αλλά το
βλέπεις ότι είσαι πραγματικά άνθρωπος
του θεού; Ενώ μπορείς να την βγάλεις με
μισή λίρα που κάνει το τσάι, είσαι
πρόθυμος να δώσεις δύο λίρες που κάνει
το κόσαρι!»


Ξεφύσηξα χωρίς
να απαντήσω και πήγαμε σε ένα καφενείο,
στο οποίο, μάλλον σύχναζε, γιατί ήταν
χωμένο μέσα σε δαιδαλώδη στενά, τόσο
που δεν θα τo έβρισκα ποτέ
μόνος μου και ο καφετζής, αφού τον κοίταξε
ξαφνιασμένος, τον χαιρέτησε με πολύ
περισσότερο σεβασμό απ’ ότι άξιζε η
όψη του.

Όταν βολευτήκαμε
και ήρθαν τα τσάγια μας, αρχίσαμε να
μιλάμε περί ανέμων και υδάτων, γιατί
στους άραβες δεν θεωρείται ευγενικό να
πηγαίνεις κατευθείαν στο θέμα.

Αφού φάγαμε
καμπόση ώρα έτσι, δεν άντεξα και κόβοντάς
τον πάνω σε ένα σχόλιο για την ακρίβεια
της αγοράς, του είπα. «Για λέγε τώρα, από
πού κι ως που ξέρεις εσύ ότι ήμουν
μοναχός;»

«Μα φίλε μου»,
απάντησε. «Μπορώ να σε λέω φίλο μου ε»;

«Λέγε με όπως
θέλεις, εκτός από αμπούνα. Συνέχισε.»

«Λοιπόν φίλε
μου, δεν σου φτάνει αυτό που σου είπα
πριν; Ότι ο άνθρωπος του θεού φαίνεται
από μακριά;»

«Όχι,» απάντησα
ξερά.

«Μήπως τότε θα
σε κάλυπτε, αν σου έλεγα ότι, εγώ ο
Ιμπραήμ, είμαι επίσης ένας άνθρωπος του
θεού και μπορώ να καταλάβω όσους μου
μοιάζουν;»

Το σκέφτηκα
λίγο.

Είναι αλήθεια
ότι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι,
προσκυνούν κατά βάση τον ίδιο θεό και
όσο μεταφυσικό κι αν ακούγεται, κάποιος
που ασχολείται αφοσιωμένα με τα θεία,
μπορεί σε γενικές γραμμές να αναγνωρίσει
τους ομοίους του, εκτός , φυσικά από τους
φανατικούς, που βλέπουν μόνο εχθρούς.

Τα αστραφτερά
μάτια που είχα απέναντί μου δεν είχαν
καμία σκιά φανατισμού.

Βέβαια, το
πρόβλημα στην περίπτωσή μου, είναι ότι
είμαι εντελώς άθεος, αλλά από την άλλη
μεριά, τόσα χρόνια στο μοναστήρι, κάτι
θα είχαν αφήσει απάνω μου.


Ας πούμε ότι
μπορεί να είχαν επιδράσει λίγο στην
αύρα μου.

«Ναι», απάντησα
επιφυλακτικά, «όμως αυτό δεν εξηγεί
πως…»

«Κάτι άλλο», με
διέκοψε, «που φαίνεται απάνω σου, είναι
ότι είσαι ανικανοποίητος κι ότι συνέχεια
αναζητάς κάτι. Έτσι δεν είναι;»

Αυτό είναι
σίγουρο, σκέφτηκα. Αλλιώς γιατί να αφήσω
την Ελλάδα για να βρεθώ στο Σινά κι από
εκεί στο Κάιρο, ξεκινώντας μία άλλη ζωή
στα 43 χρόνια μου.

«Εδώ έχεις
απόλυτο δίκιο» απάντησα.

«Λοιπόν,» δήλωσε
με κάθε σοβαρότητα, «νομίζω ότι είμαι
σε θέση να ικανοποιήσω μερικές από τις
ανάγκες που μπορεί να έχεις.»

Αυτό μου
αιχμαλώτισε την προσοχή, όχι τόσο σαν
προοπτική, όσο σαν δήλωση.

Κάποιος που με
γνώριζε μόλις μισή ώρα, να μου λέει ότι
μπορεί να ικανοποιήσει τις αναζητήσεις
μου! Και μάλιστα όχι οποιοσδήποτε, αλλά
ένας ρακένδυτος ζητιάνος. Αυτό κι αν
ήταν!

Έσκυψε συνωμοτικά
πάνω από το τραπέζι και χαμήλωσε την
φωνή του.

Έσκυψα κι εγώ
για να τον ακούσω.

«Έχω καλούς
φίλους, ψιθύρισε, που μπορούν να σου
βρούνε ζουμερά αγοράκια πρόθυμα για τα
πάντα ή κοριτσάκια μέχρι 12 χρονών. Είναι
ορφανά συνήθως κι αν πληρώσεις κάτι
παραπάνω, μπορείς να τους κάνεις ότι
θέλεις. Τι λες;»

Ήταν τέτοια η
έκπληξη μου, που έμεινα άφωνος για λίγο.

«Α πορνόγερε,
φώναξα όταν συνήλθα. Για ποιόν με
πέρασες;»

«Κι εγώ που
καθόμουν κι άκουγα τόση ώρα να μου λες
μπαρούφες περί θεού.» Ένοιωσα ένα κύμα
θυμού να με κατακλύζει, τόσο που δεν
συνειδητοποίησα ότι φώναζα στα ελληνικά.

«Είσαι σιχαμερός
και αηδιαστικός!» συνέχισα να φωνάζω.

Πέταξα ένα
χαρτονόμισμα στο τραπέζι και σηκώθηκα
να φύγω.

Τότε τίναξε το
χέρι του πάνω από το τραπέζι και άρπαξε
το δικό μου σαν μέγγενη.

«Κάθισε κάτω,»
μου σφύριξε.

«Να πας στον
διάολο,» του απάντησα ελληνικά πάντα,
τινάζοντας το χέρι του, «δεν κάθομαι
ούτε δευτερόλεπτο μαζί σου. Και που σε
βλέπω μόνο, λερώνομαι!»


«Κάθισε,» μου
είπε ψιθυριστά, «γιατί θα αρχίσω να
φωνάζω ότι είσαι αμπούνα κι ότι βρίζεις
το κοράνι και τον προφήτη και ξέρεις τι
σε περιμένει τότε.»

Το θράσος του
ήταν απίστευτο!

Έκανα μία γρήγορη
εκτίμηση της κατάστασης και του χώρου.

Το καφενείο
ήταν γεμάτο και μερικοί είχαν πάρει
είδηση τον καυγά και μας κοίταζαν, το
ραδιόφωνο μετέδιδε κοράνι, όπως πάντα,
που το άκουγαν με προσήλωση.

Ούτε στην πόρτα
δεν θα προλάβαινα να φτάσω, αν
πραγματοποιούσε την απειλή του.

Ξανακάθισα
δύσθυμα κοιτάζοντάς τον με απέχθεια.

«Είσαι…»ξεκίνησα
να λέω.

«Δεν είμαι
τίποτα,» με έκοψε απότομα. «Ήταν μια
απαραίτητη δοκιμή που έπρεπε να γίνει
και είμαι περήφανος για σένα που την
πέρασες, αλλά και για μένα που δεν έκανα
λάθος στην κρίση μου.»

«Τι δοκιμή και
κουραφέξαλα μου λες, μούγκρισα. Τι
νομίζεις ότι είμαι; Κανένας άρρωστος;»


«Κοίτα μου είπε
ήρεμα, μετά από τόσα χρόνια στο μοναστήρι,
είναι λογικό…»

«Τι σχἐση έχει
η ζωή μου στο μοναστήρι; Αυτό που μου
πρότεινες είναι αρρωστημένο.»

«Πάψε λίγο και
άκουσε με,» μου είπε με έναν τόνο πολύ
διαφορετικό απ’ ότι με είχε συνηθίσει.

Λοιπόν,»» άρχισε
να λέει, «μετά από τόσα χρόνια στο
μοναστήρι, αν σου πρότεινα να σου βρω
γυναίκα και δεχόσουν δεν θα ήταν αξιόπιστη
δοκιμή, γιατί θα ήταν φυσιολογικό.
Σωστά;»

«Αρκετά,»
απάντησα, «αν και δεν…»

«Περίμενε.» Με
ξανάκοψε, «είπαμε θα με ακούσεις μέχρι
τέλους.»

«Σου πρότεινα,
λοιπόν κάτι πραγματικά αρρωστημένο,
όπως σωστά είπες, για να σου βγάλω μία
αντίδραση που θα με βοηθούσε να καταλήξω
στα σωστά συμπεράσματα. Άλλωστε μην
ξεχνάς ότι είναι μια συνηθισμένη πρακτική
για εσάς τους Ευρωπαίους. Τόσοι και
τόσοι πάνε σε φτωχές χώρες για να
ξεσπάσουν τις περίεργες ορέξεις τους
σε παιδάκια!»

«Δεν με αφορά
το θέμα,» απάντησα απότομα. «Είναι κάτι
που ποτέ δεν μου πέρασε από το κεφάλι.»

«Τώρα το ξέρω.
Το διάβασα στο πρόσωπο σου,» είπε και
ξέσπασε σε γέλια.

«Και σε τι
συμπέρασμα κατέληξες, με όλη αυτή την
μασκαράτα;»

Σοβάρεψε απότομα.

«Αν το σκεφτόσουν
έστω και ένα δευτερόλεπτο, η παρέα μας
θα τελείωνε εδώ. Ίσως όχι τόσο απότομα
όσο πήγες να την διακόψεις εσύ, αλλά
σίγουρα δεν θα ήσουν άνθρωπος που θα
του άξιζε να του δείξω αυτά που έχω σκοπό
να δείξω σε σένα. Άσε που θα έμενες και
με την όρεξη, γιατί εδώ στην Αίγυπτο,
δεν γίνονται τέτοια πράγματα.»

«Περίμενε ένα
λεπτό, του είπα, γιατί μου πέσανε πολλά
μαζεμένα.»


Πραγματικά,
μέσα σε ελάχιστα λεπτά, είχα περάσει
από ένα μεγάλο εύρος συναισθημάτων.

Περιέργεια,
ξάφνιασμα, οργή, χώρια η συγκατάβαση
που του έδειχνα πριν από τους χειρισμούς
του και ο στιγμιαίος φόβος, όταν με
απείλησε.

«Ας το ξαναπάρουμε
από την αρχή. Δεν κατάλαβα γιατί έπρεπε
να χρησιμοποιήσεις κάτι τόσο ακραίο
για να κάνεις την δοκιμή σου. Δεν νομίζω
ότι θα ήταν πολλοί αυτοί που θα απαντούσαν
καταφατικά σε μια τέτοια πρόταση.»

«Εγώ στην θέση
σου δεν θα ήμουν τόσο σίγουρος,» απάντησε.
«Οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν βρεθούν
άγνωστοι σε άγνωστο τόπο και τους δοθεί
η ευκαιρία να μεταχειριστούν ανθρώπους
για να ικανοποιήσουν περίεργες ορέξεις,
δύσκολα αντιστέκονται. Κατά τα άλλα
είναι απλό φίλε μου. Μπορώ να σε λέω
ακόμα φίλο μου;»

Έκανα μια
χειρονομία. ανυπομονησίας.


«Έπρεπε να
απευθυνθώ στην σκοτεινή πλευρά σου,»
συνέχισε, «για να σε δω πραγματικά, αλλά
ομολογώ ότι ατύχησα. Δεν βρίσκεται εκεί
που χτύπησα. Αλλά αυτό ήταν που με
ενδιέφερε. Να βρω που δεν είναι. Αν
θέλεις,» είπε χαμογελαστά «μπορείς να
μου πεις που είναι η σκοτεινή πλευρά
σου.»

«Να μη σε
νοιάζει,» απάντησα απότομα.

Ήμουν ακόμα
φουρτουνιασμένος και φερόμουν παιδιάστικα.

«Για πες μου»
τον ρώτησα με την σειρά μου, «αν έκανα
ότι φεύγω, θα πραγματοποιούσες την
απειλή σου;»

«Μπορεί,» μου
απάντησε. «Βλέπεις ήταν σημαντικό να
μην φύγεις.»

«Μην είσαι και
τόσο σίγουρος ότι δεν θα έφευγα,» του
είπα με ένα στραβό χαμόγελο. «Δεν είσαι
ο μόνος που κρύβει εκπλήξεις».

Μου απάντησε
με ένα αστραφτερό χαμόγελο.

«Δεν τα αφήνουμε
τώρα όλα αυτά; Πάει πέρασε, είναι ώρα να
πάμε πάρα κάτω. Μπορεί να σου φάνηκε
άσχημη η δοκιμή μου, αλλά πίστεψε με,
δεν την έκανα για να διασκεδάσω.»

«Εντάξει,» του
είπα, «είμαι ήρεμος τώρα σε ακούω.»

Έκανε νόημα για
δύο ακόμα τσάγια.

«Τι ξέρεις για
τους σούφι;» Με ρώτησε.

Ήξερα αρκετά
πράγματα από διαβάσματα και του το είπα.
Του είπα επίσης ότι είχα δει στην Αθήνα
περιστρεφόμενους σούφι από την Τουρκία
κι αυτούς στο Χαν ελ χαλιλ.

«Αυτούς άστους,»
μου είπε, «είναι μια τουριστική ατραξιόν
και τίποτ’ άλλο.»

Θέλεις να
γνωρίσεις έναν πραγματικό μπάμπα;»

«Δεν είναι πολύ
γνωστός γιατί είναι ταπεινός, αλλά
κρατάει την συνέχεια του σουφισμού
καλύτερα από κάθε άλλον.»

«Ενδιαφέρον
ακούγεται,» του είπα, «κυρίως το ότι δεν
είναι γνωστός, γιατί σημαίνει ότι είναι
γνήσιος. Ελπίζω όμως να μην έχει σχέση
με τους αδελφούς μουσουλμάνους. Είμαι
ξένος και δεν θέλω στον σβέρκο μου την
μουχαμπαράτ.»

«Μην φοβάσαι,
με καθησύχασε, δεν έχει σχέση με τέτοιες
δραστηριότητες. Είναι άνθρωπος του θεού
και δεν έχει σχέση με οργανώσεις ή
οποιουδήποτε είδους πλαίσια.»

«Λοιπόν θα τον
γνωρίσεις;»

‘Γιατί όχι;’
Απάντησα. «Είσαι κι εσύ σούφι;»

«Είμαι πολλά
πράγματα,» απάντησε αινιγματικά.

Δώσαμε ραντεβού
για την άλλη μέρα, στον σταθμό του μετρό
της Σούμπρα.

Την ήξερα καλά
την περιοχή, γιατί κάποτε ήταν αμιγώς
ελληνική. Τώρα πια έχουν μείνει ελάχιστοι
Έλληνες. Τόσο λίγοι που τους ήξερα σχεδόν
όλους. Την πλειοψηφία την έχουν τώρα οι
κόπτες, αλλά υπάρχουν και αρκετοί
μουσουλμάνοι.

Έφτασα, όπως το
συνηθίζω, νωρίτερα στον τόπο του ραντεβού,
αλλά δεν περίμενα πολύ.

Τον είδα να
έρχεται και κατά περίεργο τρόπο, μου
φάνηκε λιγότερο καμπουριασμένος.


Ίσως να οφειλόταν
στο ότι φορούσε καθαρή γκελεμπία και
ήταν φρεσκοξυρισμένος.

Δεν το σχολίασα,
πάντως όταν πλησίασε.

Χαιρετηθήκαμε
σαν παλιοί γνωστοί και ξεκινήσαμε.

Στην Σούμπρα
δεν υπάρχουν τα δαιδαλώδη στενά που
συναντάει κανείς στο κέντρο του Καίρου
κι έτσι φτάσαμε γρήγορα σε μία πολυκατοικία,
που όπως όλες, είχε φρικτή όψη, αλλά
ήξερα πια ότι, το εσωτερικό δεν είχε
καμία σχέση με αυτό που φαινόταν απ’
έξω.

Στην είσοδο της
πολυκατοικίας, με τράβηξε σε μία γωνιά.

«Ξέχασα να σου
πω κάτι σημαντικό,» μου είπε σοβαρά. Σε
πειράζει να πεις την σαχάντα;

Η σαχάντα είναι
η ομολογία πίστεως των μουσουλμάνων:
La illaha ila
Allah,Mohamed
rassoul Allah και
είναι ένας από τους πέντε στύλους του
Ισλάμ.

«Δεν με πειράζει,»
του είπα, «αλλά ξέρω ότι η απαγγελία της
και μόνο, φτάνει για να θεωρηθεί κάποιος
μουσουλμάνος. Ούτε αυτό με πειράζει,
αλλά δεν θέλω να φορτωθώ τις υποχρεώσεις
ενός μουσουλμάνου. Αποχή από το χοιρινό,
ραμαζάνι κλπ»

«Έχεις δίκιο,
μου απάντησε, αλλά ότι θα γίνει, θα γίνει
σε στενό κύκλο και δεν θα βγει παραέξω,
δηλαδή δεν θα έχεις καμία υποχρέωση,
εκτός βέβαια κα αν το επιλέξεις εσύ.»

«Δηλαδή;»

«Μπορεί, μετά
από αυτά που θα ζήσεις, να αποφασίσεις
να ασπαστείς το Ισλάμ.»

«Δεν μου λες,
για προσηλυτισμό με έφερες εδώ;»

«Όχι. Όχι, σε
καμία περίπτωση.» Απάντησε βιαστικά.

«Οι σούφι δεν
κάνουνε προσηλυτισμό. Άλλωστε, μπορεί
κάποιος να είναι σούφι και να ακολουθει
οποιαδήποτε θρησκεία.»

Αυτό ήταν
αλήθεια, αλλά σε άλλες εποχές. Τώρα
θρησκεία σημαίνει, τύποι, περιχαρακώσεις
και αποκλεισμοί.

«Απλά εννοούσα,»
συνέχισε ο Ιμπραήμ, «ότι μπορεί η τελετή
που θα παρακολουθήσεις να σε επηρεάσει
αρκετά και να αποφασίσεις να γίνεις
μουσουλμάνος. Στο κάτω κάτω, το κοράνι
διαβάζουνε και όλα στηρίζονται στην
ισλαμική παράδοση. Όμως είναι δικό σου
θέμα το τι θα κάνεις.»

«Καλά, θα δούμε,»
απάντησα. «Πάμε και βλέπουμε.»

Ανεβήκαμε στον
δεύτερο όροφο και χτυπήσαμε.

Μας άνοιξε μια
κοπέλα, περίπου 20 χρονών, χωρίς μαντήλα.

Μόλις είδε τον
Ιμπραήμ, το πρόσωπο της άστραψε. Έσκυψε
και του φίλησε το χέρι και μετά φιλήθηκαν
σταυρωτά.

Μου έριξε ένα
επιφυλακτικό-ερωτηματικό βλέμμα.

«Είναι ο φίλος
μου ο Γιουνάνι,» της είπε, «ξέρει ο
πατέρας σου.»

Ανασήκωσε τους
ώμους της και μας οδήγησε στο σαλόνι,
αφού αφήσαμε τα παπούτσια μας στην
είσοδο.

Το σαλόνι ήταν
άδειο από έπιπλα και στρωμένο με χαλιά
απ’ άκρη σε άκρη. Γύρω γύρω στους τοίχους,
υπήρχαν μαξιλάρια που ήταν καθισμένοι
άντρες. Στην πλειοψηφία τους ήταν
ηλικιωμένοι, αλλά υπήρχαν και μερικοί
νέοι.

Στον τοίχο,
απέναντι από την πόρτα, υπήρχαν μερικά
μεγάλα μαξιλάρια και μάντεψα ότι, εκεί
θα είναι η θέση του Μπάμπα.

Αφού αντάλλαξε
χαιρετισμούς με τους περισσότερους από
τους παρευρισκόμενους, καθίσαμε μαζί
σε μία πλευρά.

«Θα πρέπει να
είσαι σημαντικός εδώ,» του είπα.

«Γιατί το λες
αυτό;»

«Γιατί με
δέχτηκαν με τον λόγο σου και μόνο, χωρίς
να με ξέρουν, αλλά και από το χειροφίλημα
που εισέπραξες στην είσοδο.»

Χαμογέλασε
χωρίς να απαντήσει.

Σιγά σιγά ο
χώρος γέμισε και όλα τα μαξιλάρια
γέμισαν.

Ακούγονταν
ψίθυροι και κρίνοντας από τα πλάγια
βλέμματα που μου έριχναν, πρέπει η
παρουσία μου να ήταν στο επίκεντρο των
συζητήσεων.

Όμως η παρουσία
του Ιμπραήμ δίπλα μου και η φιλικότητα
που μου έδειχνε πρέπει να τους καθησύχαζε.


Κάποια στιγμή,
έκανε την είσοδο του ο Μπάμπα, μαζί με
την κόρη του και οι κουβέντες σταμάτησαν.

Δεν μου έκανε
εντύπωση η παρουσία της κόρης, γιατί
ήξερα ότι, στις πρακτικές των σούφι, η
παρουσία των γυναικών δεν είναι σπάνια.
Συχνά δε, οι τεκέδες, κληρονομούνταν
από πατέρα σε κόρη.

Στην σύγχρονη
Αίγυπτο όμως, ήταν κάτι εξαιρετικά
ασυνήθιστο. Θα πρέπει ο Μπάμπα, να είχε
πολύ ισχυρή προσωπικότητα και μεγάλες
ικανότητες για να την επιβάλλει, έστω
και σ’ αυτόν τον μικρό κύκλο.

Η έκπληξη έγινε
μεγαλύτερη, όταν, αφού πήρε την θέση του
ο Μπαμπά, εκείνη κάθισε δίπλα του κι
όταν είπαν το «χοουα» που σημαίνει
εκείνος και την σαχάντα, πράγματα που
μου ήταν γνωστά, άρχισε να διαβάζει το
κοράνι και μάλιστα κρατώντας το στα
πόδια της κι όχι στο ειδικό αναλόγιο
που χρησιμοποιείται συνήθως.

Αποφάσισα ότι
δεν με αφορούσε το θέμα και συγκεντρώθηκα
σ’ αυτό που γινόταν.

Αναγνώρισα σε
αυτό που διάβαζε, την σούρα 30 οι Έλληνες
( Al Roum )
επιλογή που ίσως είχε γίνει προς τιμή
μου.

Η όλη διαδικασία
δεν ήταν και τόσο εντυπωσιακή. Ούτε
χοροί, ούτε αυτομαστιγώματα, ούτε
οινοποσίες. Ίσως και σ’ αυτό να έπαιξε
ρόλο η παρουσία μου και να αλλάξανε το
πρόγραμμα τους, η το πιθανότερο, να ήταν
ένα από τα σπάνια διαλογιστικά τάγματα.

Στο τέλος,
άρχισαν να πλησιάζουν ένας ένας τον
μπαμπά κι αφού γινόταν ένας σύντομος
διάλογος ψιθυριστά, του φίλαγαν το χέρι
κι έφευγαν, μέχρι που μείναμε μόνο εγώ
κι ο Ιμπραήμ.

Μας έκανε νόημα
να πλησιάσουμε.

Τότε είδα καθαρά
το πρόσωπό του. Πραγματικά καλοσυνάτο,
με δέρμα χωρίς ρυτίδες, είχε μία εσωτερική
λάμψη, που πραγματικά ακτινοβολούσε
σοφία και καλοσύνη. Τα μάτια του, ήταν
κατάμαυρα. Είχαν ένα απύθμενο βάθος και
ήταν κοφτερά σαν νυστέρια.

Πραγματικά
εντυπωσιάστηκα.

«Καθίστε,» μας
είπε μαλακά. «Με εσάς θα τα πούμε λίγο
παραπάνω. Δεν ἐχουμε κάθε μέρα την τιμή
να παρευρίσκεται στην συγκέντρωση μας
ένας Γιουνάνι αμπούνα.»

«Μου μίλησε για
σένα ο Ιμπραήμ και δέχτηκα να έρθεις
γιατί έχω να σου πω μερικά πράγματα.»


«Την κόρη μου
την Αζίζα την γνώρισες, εγώ είμαι ο
Μωχαμεντ Αμπντεραχίμ Φουτούαχ. Να με
λες Μωχάμεντ.»

Άχλαν απάντησα,
με μία τυπική κλίση του κεφαλιού.

«Για πες μου
παιδί μου, τι ξέρεις για μας;»

«Όχι και πολλά,»
παραδέχτηκα. «Έχω διαβάσει διάφορα για
τους σούφι, αλλά φαίνεται ότι δεν ήταν
αρκετά, γιατί δεν αναγνώρισα το τάγμα
σας. Ίσως να φταίει η παρουσία μου, που
σας έκανε να μην ακολουθήσετε το πλήρες
τυπικό σας.»

Χαμογέλασε
χωρίς να σχολιάσει την τελευταία
παρατήρηση.


«Ξέρεις γιατί
διαβάσαμε σήμερα την συγκεκριμένη
σούρα;»

«Υποθέτω επειδή
μιλάει για τους Έλληνες και είμαι
Έλληνας.»

«Σωστό, αλλά εν
μέρει.» απάντησε. «Σε αφορά λίγο βαθύτερα.
Μας λέει ότι, ο Αλλάχ, έπλασε τα πάντα
για συγκεκριμένη διάρκεια. Αυτό σημαίνει
ότι, από την μια μεριά τίποτα δεν κρατάει
αιώνια, εκτός από τον ίδιο τον Αλλάχ και
από την άλλη ότι δεν μπορείς να συντομεύσεις
αυτήν την διάρκεια, γιατί ο Αλλάχ έχει
καθορίσει πόσο θα διαρκέσει. Όπως λέει
και στο εδάφιο 19 εκείνος βγάζει την ζωή
από τον θάνατο και τον θάνατο από την
ζωή.»

«Γιατί σου τα
λέω όλα αυτά; Γιατί παιδί μου, πρέπει να
πάψεις να αναζητάς τον θάνατο.»

Ομολογώ ότι, με
αυτά τα λόγια, αισθάνθηκα τις τρίχες
μου να σηκώνονται. Ήξερε τι έλεγε και
ήξερα κι εγώ.


«Όσο και να
προσπαθείς, συνέχισε, δεν θα καταφέρεις
να συντομέψεις αυτό που αποφάσισε ο
Αλλάχ. Χάνεις τον χρόνο σου. Κοίταξε να
βρεις αυτό που θέλει ο Αλλάχ από σένα
και κάνε το.»

Με κοίταξε με
τα καλοσυνάτα μάτια του.

«Εγώ, δυστυχώς,»
συνέχισε, «δεν μπορώ να σε βοηθήσω πάνω
σ’ αυτό, αλλά ξέρω ότι ο Αλλάχ σ’ αγαπάει
και σου έστειλε έναν σοφό σύντροφο. Τον
σεβαστό Ιμπραήμ.

Και να θυμάσαι,
παιδί μου. Όπως λέει και στο δεύτερο
εδάφιο της σούρας που διαβάσαμε, οι
Έλληνες, παρά την προσωρινή τους ήττα,
σύντομα θα νικήσουν. Κοίταξε, λοιπόν,
να καταλάβεις το νόημα της ήττας, γιατί
αλλιώς δεν θα μπορέσεις να νικήσεις.»

Μ’ αυτά τα
λόγια, σηκώθηκε κι ακολουθούμενος από
την κόρη του, βγήκε από το δωμάτιο.

Εμείς, σιωπηλοί,
βάλαμε τα παπούτσια μας και βγήκαμε
στους θορυβώδεις δρόμους του Καίρου.


«Πώς σου φάνηκε;»
Με ρώτησε μετά από λίγο ο Ιμπραήμ.

«Ομολογώ ότι
εντυπωσιάστηκα,» απάντησα. «Όμως δεν
θέλω να το κουβεντιάσω τώρα. Θέλω να το
σκεφτώ λίγο.»

«Πάνω σε αυτά
που σου είπε;»

«Ναι. Ήταν πολύ
αληθινά και θέλω να τα σκεφτώ μόνος.»

«Όπως θέλεις,
μου απάντησε. Τι λες, να τα πούμε αύριο;»

«Αν θέλεις»,
είπα με μία ξαφνική παρόρμηση, «έλα από
το σπίτι μου αύριο. Θα φάμε και θα τα
πούμε με την ησυχία μας. Θα έρθεις;»

«Θα έρθω.»

Του έδωσα, λοιπόν
την διεύθυνση μου και χωρίσαμε.

Περπατώντας
μόνος στους πολυάνθρωπους δρόμους του
Καίρου, που είναι από τους πιο θορυβώδεις
του κόσμου, όλα μου φαινόντουσαν σαν να
τα είχα ονειρευτεί. Τα παραμέρισα όμως,
γιατί προτιμώ, τέτοιου είδους εμπειρίες
να τις επεξεργάζομαι στο φώς της ημέρας.

Το πρωί της
άλλης μέρας, βγήκα για ψώνια, αποφασισμένος
να προσφέρω στον καινούργιο φίλο μου,
ένα καλό γεύμα, που φαινόταν να το έχει
ανάγκη.

Τα ετοίμασα όλα
και λες και ήταν συνδεδεμένος με τον
φούρνο, μόλις έβγαλα το ταψί, χτύπησε
το κουδούνι.

Με το που άνοιξα
την πόρτα, έμεινα κατάπληκτος. Δεν ήταν
καθόλου καμπουριασμένος και φορούσε
μία λευκή γκελεμπία που του έδινε μία
μάλλον αξιοσέβαστη όψη. Ήταν πλέον ένας
καλοφτιαγμένος ηλικιωμένος κύριος,
λίγο πιο κοντός από μένα.


«Τι έγινε το
καμπούριασμα σου;» Τον ρώτησα χωρίς
περιστροφές.

«Ποιο καμπούριασμα;»
Μου απάντησε με ένα πονηρό γελάκι. «Απλά
είχα έναν πόνο στην μέση, αλλά πέρασε
τώρα. Άλλωστε, αν με έβλεπες έτσι, θα μου
έδινες ποτέ ελεημοσύνη;»

«Δηλαδή είσαι
επαγγελματίας ζητιάνος και ξεγελάς τον
κόσμο μ’ αυτό το κόλπο;»

«Είμαι πολλά
πράγματα, όπως σου έχω πει, αλλά όχι
αυτό». Αυτό ήταν ειδικά για σένα.

«Τιμή μου,»
απάντησα στυφά.

Θυμήθηκα το
ξαφνιασμένο βλέμμα του καφετζή στην
Άταμπα, αλλά και ότι στους σούφι δεν
ξαφνιάστηκε κανείς από την όψη του.

Του το είπα,
μαζί με την παρατήρηση ότι, παράλληλα
με τα πολλά πράγματα, πρέπει να είχε και
πολλές όψεις.

Με ένα ακόμα
πονηρό χαμόγελο, μου είπε ότι χαίρεται
για την παρατηρητικότητα μου και το
θέμα έκλεισε εκεί.

Η περιέργειά
μου, όμως είχε φτάσει στο κόκκινο. Έκρυβε
πολλά ο «ζητιάνος» που με είχε πλευρίσει
στην αγορά.

Καθίσαμε να
φάμε ψητό κοτόπουλο με πατάτες στον
φούρνο. Δεν ξαφνιάστηκα καθόλου που δεν
έπεσε με τα μούτρα στο φαγητό, αλλά έφαγε
λίγο και με αξιοπρέπεια, τόσο που έκανε
εμένα να φαίνομαι πεινασμένος, γιατί
τρώω γρήγορα και με μεγάλες μπουκιές.


Όταν αποφάγαμε,
έκανα τσάι και καθίσαμε στο σαλόνι,
κουβεντιάζοντας, όπως πάντα, διάφορα
άσχετα θέματα.

Αυτή την φορά,
ήμουν εγώ που συντηρούσα την άσκοπη
φλυαρία, γιατί οι εντυπώσεις από την
χθεσινή εμπειρία, είχαν κατασταλάξει
και θεωρούσα σίγουρο ότι, οι απόψεις
μου θα τον στενοχωρούσαν.

«Έχεις χαιρετισμούς
από τον μπάμπα Μωχάμεντ, μου είπε κάποια
στιγμή. Τον συνάντησα το πρωί και του
είπα ότι θα βρισκόμασταν.»

«Σου είπε τίποτα
παραπάνω;» Ρώτησα με περιέργεια.

«Και βέβαια
όχι.» Απάντησε με έμφαση. «Ότι λέχτηκε
εχθές, ήταν αποκλειστικά για σένα. Μόνο
εσύ κι αυτός ξέρετε για ποιο πράγμα
μιλούσατε. Δεν είναι δυνατόν να μου
έλεγε κάτι παραπάνω.»

«Σε ταρακούνησε
όμως ε;» Μου είπε με το γνωστό πονηρό
γελάκι του.

«Ναι,» απάντησα,
«αυτό είναι αλήθεια. Έθιξε το κυρίαρχο
πρόβλημα της ενήλικης ζωής μου. Και για
να είμαι ειλικρινής, δεν με εντυπωσίασε
τόσο αυτό, όσο το ότι δεν προσπάθησε να
με ποδηγετήσει, δίνοντάς μου θρησκευτικές
συμβουλές.»

«Φαντάζομαι
ότι, τώρα θα βλέπεις με άλλο μάτι το
κοράνι και το Ισλάμ,» μου είπε με μία
περίεργη έκφραση.

«Κάθε λογικός
άνθρωπος, μετά από μία τέτοια εμπειρία,
θα αναθεωρούσε αρκετά πράγματα. Ίσως
και να ασπαζόταν το Ισλάμ.»

«Κατ’ αρχήν,»
τον έκοψα, «ποιος σου είπε ότι είμαι
λογικός άνθρωπος. Αν ήμουν δεν θα
βρισκόμουν τώρα στην Αίγυπτο, ούτε κι
εσύ εδώ και μάλιστα μετά από όλα αυτά
τα κόλπα που μου κάνεις.»


«Δεύτερον,
ξεχνάς από πού προέρχομαι. Πίστεψέ με,
έχουν δει πολλά τα μάτια μου και όχι
μόνο στα μοναστήρια. Αν κάθε φορά που
έβλεπα κάτι παραφυσικό, ασπαζόμουν και
την αντίστοιχη θρησκεία, θα είχα κάνει
το μυαλό μου φέτες.»

«Δηλαδή,» με
ρώτησε μαλακά, «έχεις ξανασυναντήσει
άνθρωπο σαν τον μπαμπά Μωχάμεντ;»

Ομολογώ πως
όχι, απάντησα. Ίσως μερικοί να τον
πλησίαζαν, αλλά κάποιον που να πάει
κατευθείαν στην καρδιά του προβληματισμού
μου, κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν έχω
ξανασυναντήσει. Και να σου πω την αλήθεια,
αν μου είχες πει περί τίνος πρόκειται,
ούτε κι αυτόν θα είχα συναντήσει. Βλέπεις,
δεν μου αρέσει να εκτίθεται έτσι ο
εσωτερικός μου κόσμος».

«Άρα αναγνωρίζεις
ότι το Ισλάμ, είναι τουλάχιστον ένα βήμα
πιο μπροστά.»

«Λυπάμαι, αλλά
και πάλι θα σε απογοητεύσω. Πιστεύω ότι
είναι ο άνθρωπος και μόνο, που έχει
αναπτύξει κάποιες ικανότητες ή αν
θέλεις, που επικοινωνεί με πλευρές του
εσωτερικού του κόσμου κι αυτό τον κάνει
πιο ευαίσθητο και δεκτικό στα ερεθίσματα
του εξωτερικού κόσμου. Ερεθίσματα που
δεν έχουν φτάσει ακόμα οι άλλοι.»

«Το «ακόμα» το
έβαλα γιατί όπως λέει η λογική, που
επικαλέστηκες πριν από λίγο, όπου φτάνει
ένας άνθρωπος, μπορεί να φτάσει
οποιοσδήποτε άλλος.»

«Σ’ αυτό δεν
συμφωνώ καθόλου μαζί σου,» μου είπε.

«Ελεύθερα», του
είπα με ένα πλατύ χαμόγελο. «Μην ξεχνάς
ότι εμείς οι Έλληνες εφεύραμε την
διαλεκτική.»

«Και τι έχεις
να πεις για το ότι βρήκε την κατάλληλη
σούρα;»

«Σου είπα, είναι
ο άνθρωπος. Τα υπόλοιπα είναι απλώς
εργαλεία. Δηλαδή και το κύριο άρθρο της
Al Ahram να
διάβαζε, πάλι θα έβρισκε τις κατάλληλες
φράσεις, για να μεταφέρει αυτά που είχε
να πει.»

«Βέβαια, τα
διάφορα ιερά βιβλία, είναι γραμμένα με
τέτοιο τρόπο, που σε κάθε γραμμή τους
μπορείς να βρεις μηνύματα. Ειδικά αν
ψάχνεις γι αυτά!»

Έμεινε σιωπηλός.

«Ιμπραήμ,» του
είπα απολογητικά, «πραγματικά λυπάμαι
αν η στάση μου σε απογοητεύει κι ακόμα
περισσότερο αν ο σκοπός σου ήταν με
φέρεις στους κόλπους του Ισλάμ.»

«Μοιάζω
απογοητευμένος;» Με ρώτησε ουδέτερα.

Ήταν αλήθεια
ότι δεν έμοιαζε. Για την ακρίβεια, ήταν
δύσκολο να καταλάβεις τι σκεφτόταν.

«Δηλαδή, αν
κατάλαβα καλά, απορρίπτεις τις θρησκείες.»
είπε με στοχαστικό ύφος.

Τώρα μπαίναμε
σε ολισθηρό έδαφος. Για έναν μουσουλμάνο,
είναι χειρότερο να είσαι άθεος, από το
να πιστεύεις οποιαδήποτε θρησκεία, αλλά
δεν μπορούσα να κάνω πίσω, όσο και να
τον δυσαρεστούσα.

«Να σου πω,»
είπα προσεκτικά, «αν πάρουμε κατά γράμμα
τις εξ’ αποκαλύψεως θρησκείες, τότε
πραγματικά το Ισλάμ, είναι ένα βήμα
μπροστά, εφόσον είναι η τρίτη αποκάλυψη.
Εκτός αυτού, έφερε τον μονοθεϊσμό στις
ρίζες του, καθαρίζοντάς τον από προσθήκες,
όπως είπε ο προφήτης Μωχάμεντ.»

Ένευσε χωρίς
να απαντήσει.

«Όλα αυτά όμως»
συνέχισα, «ισχύουν γι αυτούς που πιστεύουν
στον μονοθεϊσμό.»

«Παραδέχεσαι,
δηλαδή, τον έναν θεό.» Είπε με το ίδιο
ουδέτερο ύφος.

«Δεν είπα κάτι
τέτοιο,» απάντησα. «Κραταω κάποια
επιφύλαξη,» είπα διπλωματικά, «αλλά
προσωπικά, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ο
μονοθεϊσμός, θεωρείται ανώτερο στάδιο
από τον πολυθεϊσμό.»

«Δηλαδή;» Ρώτησε.

«Α, είναι τεράστιο
θέμα,» του είπα προσπαθώντας να γλιτώσω
από την δύσκολη συζήτηση.

«Έχουμε χρόνο,»
απάντησε. «Δεν έχω τίποτα να κάνω. Αν
δεν έχεις κι εσύ, έχουμε όσο χρόνο
θέλουμε.»

«Κοίτα,» έκανα
ακόμα μια προσπάθεια, «θα πρέπει να
μιλάμε μήνες και πάλι είναι δύσκολο να
βγάλουμε άκρη.»

«Δοκίμασε να
μου δώσεις μία ιδέα.» επέμεινε αυτός.

«Κατ’ αρχήν
δεν δέχομαι το προσυμπαντικό, εξωσυμπαντικό
ον το οποίο δημιούργησε και κινεί τα
πάντα.»

«Με παρακολουθείς
μέχρι εδώ;»

«Πολύ καλά και
συγχαρητήρια για τα αραβικά σου. Η
προφορά σου δεν είναι η καλύτερη, αλλά
τα καταφέρνεις καλά.»

«Λοιπόν,»
συνέχισα, «ο πολυθεϊσμός, απλά προσωποποιεί
τις φυσικές δυνάμεις. Οι απλοί άνθρωποι,
παίρνουν κατά γράμμα αυτήν την
προσωποποίηση και νομίζουν ότι αν κάνουν
θυσίες στον τάδε ή στον δείνα θεό, θα
τον εξευμενίσουν και θα επιτύχουν αυτό
που θέλουν. Καλή σοδειά, ήσυχο ταξίδι,
καλή γυναίκα ή άντρα και πάει λέγοντας.»

«Ουσιαστικά
όμως, το ζητούμενο είναι να κρατούνται
οι φυσικές δυνάμεις σε ισορροπία,
τουλάχιστον στον βαθμό που περνάει από
τις δυνατότητες και τις ενέργειες του
ανθρώπου.»

«Οι αρχαίοι
Έλληνες, είχαν αναπτύξει την έννοια της
ύβρεως, έχεις ακούσει την λέξη;»

«Συνέχισε,» μου
είπε χωρίς να απαντήσει στην ερώτηση.

«Η ύβρις, έχει
να κάνει με την υπέρβαση του μέτρου. Όχι
με τα ανθρώπινα μέτρα. Αυτά είναι ρευστά
και ουσιαστικά ανεξερεύνητα και άγνωστα,
αλλά με το μέτρο γενικότερα. Αυτό που
κάνει την φύση να λειτουργεί.»

«Είσαι αρκετά
σαφής,» με σταμάτησε «κι αν κατάλαβα
καλά, είσαι πολυθεϊστής.»

«Πάλι βάζεις
στο στόμα μου λόγια,» του είπα. «Απλά
βάζω τον πολυθεϊσμό, απέναντι στον
μονοθεϊσμό και λέω ότι έχει κι αυτός
αρκετό βάθος. Τόσο ώστε να μην θεωρείται
κατώτερος σαν κοσμοθέαση.»

«Αν βγάλουμε
απ’ έξω τον δημιουργό θεό, που κατά την
γνώμη μου, δεν είναι καθόλου απαραίτητος,
έχει να προσφέρει απαντήσεις και
λειτουργικότητα. Ξέρεις στην Ελλάδα
και στην Ευρώπη γενικότερα, υπάρχει ένα
αρκετά ισχυρό κίνημα επαναφοράς του
πολυθεϊσμού. Είναι ακόμα στα σπάργανα,
αλλά αν ξεπεράσει τις παιδικές ασθένειες
του, κάτι μπορεί να βγει.»


«Κι εδώ υπάρχει
κάτι ανάλογο,» μου είπε ήρεμα.

«Σοβαρά;» Είπα
με ενδιαφέρον και ανακάθισα. «Για λέγε.»

«Δεν είναι και
πολύ γνωστοί, γιατί θα έβρισκαν άσχημο
μπελά, ούτε είναι πολλοί, αλλά είναι
αρκετά ισχυροί. Τόσο όσο χρειάζεται για
να μπορούν να κρύβονται και να τους
αφήνουν ήσυχους.»

«Θα μπορούσα
άραγε να έρθω σε επαφή μαζί τους;»
Μονολόγησα.

«Σου είπα, δεν
είναι εύκολο, αλλά εσύ έχεις το πλεονέκτημα
ότι, είσαι ξένος και μάλιστα Έλληνας.
Αν μάλιστα μάθαιναν ότι είσαι πολυθεϊστής…»

«Μα δεν…»
ξεκίνησα να λέω, αλλά το βούλωσα αμέσως.
Ήθελα τόσο πολύ να συναντήσω Αιγύπτιους
πολυθεϊστές, που ήμουν πρόθυμος να
παραδεχτώ οτιδήποτε!

«Δηλαδή, Ιμπραήμ,
εσύ ξέρεις, δηλαδή μπορείς να βρεις…»

«Δεν υπόσχομαι
τίποτα,» μου είπε. «Σου είπα, είναι πολύ
δύσκολο. Δώσε μου μία βδομάδα, να μιλήσω
στους κατάλληλους ανθρώπους και βλέπουμε.
Όμως οι πιθανότητες είναι λίγες.»

«Και δύο βδομάδες
αν θέλεις, αλλά πάντως Ιμπραήμ, είσαι
γεμάτος εκπλήξεις.»

Χαμογέλασε σαν
σφίγγα και δεν είπε τίποτα.

mama_maria
Απλός Αναγνώστης
Απλός Αναγνώστης

Αριθμός μηνυμάτων : 5
Points : 9348
Ημερομηνία εγγραφής : 12/08/2011

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

H ΚΡΥΠΤΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ Empty κεφάλαιο 2 ΠΕΡΙ ΙΣΙΔΟΣ

Δημοσίευση από mama_maria Πεμ Αυγ 25, 2011 3:43 am

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΠΕΡΙ
ΙΣΙΔΟΣ

Όταν
πέρασε μία βδομάδα, χωρίς να δώσει σημεία
ζωής, τον ξέχασα. Άλλωστε δεν είχα τρόπο
να τον βρω. Δεν γνώριζα τίποτα γι αυτόν,
μάλιστα είχα αρχίσει να αμφιβάλω ακόμα
και για το όνομά του, αν ήταν αληθινό.

Όμως,
πάνω στις δέκα μέρες, μου χτύπησε το
κουδούνι και μπήκε μέσα αεράτος, σαν να
μην έλειψε καθόλου.

«Που
χάθηκες;» Τον ρώτησα.

«Στο
είχα πει ότι θα ήταν δύσκολο,» μου
απάντησε.

«Αυτούς
τους κύκλους δεν τους γνωρίζω καλά κι
έπρεπε να περάσω από πολλά εμπόδια, για
να φτάσω στους κατάλληλους ανθρώπους,
που θα έδιναν την άδεια για να τους δεις.
Μάλιστα, είσαι διπλά τυχερός, γιατί
εκτός από την γενικότερη επαφή, έχεις
το ελεύθερο, να παρακολουθήσεις μια
σημαντική τελετή, η οποία μάλιστα θα
γίνει εδώ, στην Ηλιούπολη, σε ένα σπίτι,
περίπου 500 μέτρα από εδώ.»

Αυτό
πραγματικά, ήταν ότι καλύτερο. Αντί για
μία ακαδημαϊκή συζήτηση, θα είχα την
ευκαιρία να δω την αναβίωση μίας τελετής,
πιθανώς πανάρχαιας.

Οι
αιγυπτιακές τελετές, οι συμβολισμοί
και φυσικά η ιστορία τους, χάνονται στα
βάθη του χρόνου. Θα ήταν σαν να έριχνα
μία ματιά, φευγαλέα έστω, πίσω σε
περασμένους αιώνες.

«Να
ξέρεις όμως,» διέκοψε τις σκέψεις μου
ο Ιμπραήμ, «ότι δεν πρέπει να πεις
κουβέντα περί μοναστηριού και σούφι.»

«Είναι
καλύτερα να νομίζουν ότι, είσαι ένας
δωδεκαθειστής από την Ελλάδα, που ψάχνει
για διασυνδέσεις με τους αντίστοιχους
κύκλους της Αιγύπτου. Άλλωστε, αυτό τους
είπα για να σε δεχτούν.»

«Δεν
με πειράζει καθόλου, ότι και να νομίζουν,»
απάντησα. «Ξέρω αρκετά πράγματα για να
ανταπεξέλθω σε μια συζήτηση σχετικά με
αυτά τα ζητήματα και μάλιστα, γνωρίζω
στην Ελλάδα, αρκετούς οργανωμένους
δωδεκαθειστές και πραγματικά μπορώ να
τους φέρω σε επαφή. Μάλιστα εκεί δεν
υπάρχει ανάγκη να κρύβονται.»

«Μην
ενθουσιάζεσαι,» με έκοψε. «Να δούμε
πρώτα πως θα πάει η πρώτη συνάντηση και
βλέπουμε. Ξέρεις, οι περισσότεροι από
αυτούς είναι κόπτες. Επίσημα τουλάχιστον.»

«Και
τι σημασία έχει αυτό;» Ρώτησα. «Μάλιστα
το βρίσκω φυσιολογικό, γιατί αυτοί είναι
οι γνήσιοι αιγύπτιοι και αυτοί είναι
σε θέση να γνωρίζουν αρκετά, για να
μπορούν να αναβιώσουν την αρχαία
θρησκεία.»

«Σωστά
όλα αυτά,» μου απάντησε, «αλλά μην ξεχνάς
ότι, σαν χριστιανοί, επιφανειακά
τουλάχιστον, που ζουν σε ένα επίσημα
ισλαμικό κράτος, πρέπει να κρατάνε
άμυνες κι αυτό τους κάνει φανατικούς.
Αν ήξερες τι πέρασα για να φτάσω στα
ψηλά κλιμάκια, θα έβλεπες ότι έχουν
φτάσει την παράνοια.»

«Εντάξει»,
είπα καθησυχαστικά, «μην σε νοιάζει
τίποτα. Θα προσέχω και την παραμικρή
λέξη, υποσχέθηκα. Στην ανάγκη, μπορώ να
προσποιηθώ ότι δεν γνωρίζω άλλη γλώσσα
από τα ελληνικά, αν και προτιμώ να το
αποφύγω γιατί θα περιορίσει τις επαφές.»

«Σου
έχω εμπιστοσύνη,» μου είπε γελαστά. «Αν
δεν σου είχα, δεν θα είχα κάνει τίποτα
από όσα έκανα κι απ’ όσα θα κάνω. Εσύ
μου έχεις;»

Το
σκέφτηκα στα γρήγορα και κατέληξα στο
συμπέρασμα ότι, μάλλον είχα εμπιστοσύνη
στον εαυτό μου, για να τα βγάλω πέρα με
τα κόλπα του, παρά στον ίδιο.

«Και
βέβαια σου έχω,» απάντησα ψέματα. «Αλλιώς
γιατί θα σε ακολουθούσα;»

Μου
έριξε ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα και δεν
έκανε κανένα σχόλιο.

«Λοιπόν,
θα περάσω την Κυριακή να σε πάρω κατά
τις 10 το βράδυ,» είπε κι έφυγε.

Πραγματικά,
την Κυριακή στις 10 ακριβώς, μου χτύπησε
το κουδούνι, συνεπέστατος, πράγμα σπάνιο
για αιγύπτιο. Του το είπα και μου χάρισε
πάλι εκείνο το χαμόγελο της σφίγγας.


Ξεκινήσαμε
με τα πόδια, μια και ήταν κοντά και μετά
από ένα τέταρτο, φτάσαμε σε ένα επιβλητικό
σπίτι, από αυτά που υπάρχουν πολλά στην
Ηλιούπολη.

Απ’
έξω, όπως σχεδόν κάθε οικοδόμημα στο
Κάιρο, είχε τα χάλια του.

Η
μνημειακών διαστάσεων πόρτα όμως,
προϊδέαζε αλλιώς για το εσωτερικό.

Ο
Ιμπραήμ, χτύπησε το περίτεχνο ρόπτρο,
με κάποιο συνθηματικό τρόπο και σε λίγο
μας άνοιξε ένας καλοφτιαγμένος νεαρός,
με αγέλαστο πρόσωπο και ντυμένος με
κοστούμι και γραβάτα.

Μας
οδήγησε σιωπηλά σε ένα απλό καθιστικό
και μας άφησε μόνους.

Το
ντύσιμο του με προβλημάτισε, γιατί αν
ήταν όλοι ντυμένοι ανάλογα, θα ξεχώριζα
σαν την μύγα στο γάλα, με το απλό, έως
ατημέλητο ντύσιμό μου.

Με
ενδιέφερε το ζήτημα από την άποψη της
σοβαρότητας και της εικόνας, εφόσον
υποτίθεται ότι εκπροσωπούσα τους Έλληνες
δωδεκαθειστές.

«Δεν
μου είπες ότι, έπρεπε να ντυθώ επίσημα,»
είπα στον Ιμπραήμ.

«Δεν
είχα ιδέα,» μου απάντησε «και εγώ βλέπεις
ότι φοράω γκελεμπία».

Εκείνη
την στιγμή, άνοιξε μία πλαϊνή πόρτα κι
αμέσως μου έφυγαν όλοι οι φόβοι, για το
αν φαινόμουν σοβαρός.

Το
πλάσμα που μπήκε μέσα στο δωμάτιο,
φορούσε ένα περίζωμα, σαν κι αυτά που
βλέπουμε στις τοιχογραφίες. Ήταν σφιγμένο
γερά στην μέση του και το αποτέλεσμα
ήταν, να ξεχειλίζουν τα πάχια του πάνω
από την ζώνη.

Το
κεφάλι του ήταν φρεσκοξυρισμένο και
γυάλιζε στο φως του ηλεκτρικού. Τα δε
μάτια του, ήταν βαμμένα σαν να του είχαν
ρίξει γροθιά.

Μας
πλησίασε χαμογελώντας πλατιά και
λέγοντας κάτι ακατάληπτο.

Κάθισε
δίπλα μου, πήρε τα χέρια μου στα δικά
του και συνέχισε την ακατάληπτη φλυαρία
του.

Νόμιζα
ότι μιλούσε αρχαία αιγυπτιακά, αλλά
πιάνοντας μερικές λέξεις, κατάλαβα ότι,
προσπαθούσε να μιλήσει αρχαία ελληνικά,
αλλά με εράσμια-αιγυπτιακή προφορά.

Κάτι
η εμφάνιση του, κάτι η γλώσσα του, με
κόπο συγκρατούσα τα γέλια μου.

Αμέσως
το γύρισα στα αραβικά.

«Συγχώρεσε
μου την έλλειψη κατανόησης, αλλά στην
Ελλάδα αλλιώς χειριζόμαστε την γλώσσα,»
του εξήγησα. «Θα μπορούσες να επαναλάβεις,
ότι μου έχεις πει;»

Έδειξε
έκπληξη, αλλά δεν κατάλαβα αν ήταν για
την γνώση μου τις αραβικής ή για την
άγνοια μου της ελληνικής, όπως την
μίλαγε.

Πάντως
δεν έχασε το πλατύ του χαμόγελο, ούτε
στιγμή.

«Έλεγα,»
μου είπε αραβικά τώρα, «ότι χαίρομαι
που έχουμε κοντά μας έναν μαθητή από
την Ελλάδα.»

«Μαθητή;»
Κοίταξα ερωτηματικά τον Ιμπραήμ, αλλά
αυτός ανασήκωσε τους ώμους, δηλώνοντας
άγνοια.

«Για
μία ακόμα φορά,» συνέχισε ακάθεκτος ο
οικοδεσπότης μας, «έχουμε την ευκαιρία
να μεταλαμπαδεύσουμε στην Ελλάδα, την
λατρεία των αληθινών θεών, όπως κάναμε
και πριν από χιλιάδες χρόνια. Μπορεί να
αλλάζετε τα ονόματα, αλλά η ουσία
παραμένει η ίδια.»

Σ’
αυτό είχε δίκιο, αν και σε γενικές
γραμμές, ήταν σαν να επαναλάμβανε τον
Ηρόδοτο. Δεν το έβρισκα απίθανο, να ήταν
πραγματικά έτσι. κανένας δεν ξέρει στα
σίγουρα τι πραγματικά γινόταν στους
πολύ αρχαίους καιρούς.

Τέλος
πάντων, δεν θεώρησα σκόπιμο να πιάσω
κουβέντα, για το ποιος έδωσε τι και σε
ποιόν και συνέχισα να τον ακούω.

«Διάλεξα
την σημερινή μέρα, για να σε δεχτούμε,»
συνέχισε, «γιατί σήμερα έχουμε την μικρή
μύηση στα μυστήρια της Ίσιδος. Για μας
είναι μία ανανέωση της πίστης και των
δεσμών μεταξύ μας και με την θεά, αλλά
για σένα, θα είναι η αρχή της εισόδου
στα βαθύτερα μυστήρια του κόσμου.»

«Πρέπει
να πηγαίνω τώρα για τις τελευταίες
ετοιμασίες. Όταν θα είμαστε έτοιμοι θα
στείλω να σας φωνάξουν.»

«Τα
ρούχα μου είναι εντάξει;» Ρώτησα.

«Κανένα
πρόβλημα,» είπε. «Είσαι ξένος και
αμύητος. Μετά όμως, πρέπει να αλλάξεις.»

«Όπως
θέλεις» απάντησα πειθήνια. Στο κάτω
κάτω, μαθητής ήμουν, έστω και άθελά μου.

Όταν
αποχώρησε ο αρχιερέας, όπως με πληροφόρησε
σεμνά, ο αγέλαστος νεαρός μας έφερε
τσάι.

Το
ήπιαμε σιωπηλοί και περιμέναμε.

Μετά
από περίπου, μισή ώρα, ο ίδιος νεαρός
φάνηκε και μας έκανε νόημα να τον
ακολουθήσουμε.

Διασχίσαμε
έναν μακρύ διάδρομο, χωρίς καμία
διακόσμηση, κατεβήκαμε μερικά σκαλοπάτια
και μας άνοιξε μία πόρτα, χωρίς να μπει
ο ίδιος μέσα.

Η
αίθουσα, στην οποία βρεθήκαμε, ήταν
ευρύχωρη, διακοσμημένη με αιγυπτιακά
μοτίβα, ζωγραφισμένα με έντονα χρώματα.

Στο
βάθος, ήταν ένα παραπέτασμα, από τοίχο
σε τοίχο. Στις δύο γωνίες του έκαιγε
θυμίαμα, μέσα σε τρίποδες, που έμοιαζαν
περισσότερο ελληνικοί, παρά αιγυπτιακοί.

Στους
δύο τοίχους ήταν παραταγμένοι πιστοί
η ιερείς, άγνωστο, όμοιοι στην όψη με
τον οικοδεσπότη. Φούστες, βάψιμο, ακόμα
και στα πάχια.

Δεν
υπήρχε κανένας νέος και βέβαια, ούτε
γυναίκα.

Μπορεί
η τελετή να γινόταν προς τιμή της Ίσιδος,
αλλά στην Αίγυπτο ήμασταν κι αυτό
σημαίνει, όχι γυναίκες.

Από
μία πλαϊνή πόρτα, έκανε την είσοδο του
ο οικοδεσπότης και αρχιερέας. Τώρα είχε
συμπληρώσει την αμφίεση του, με ένα
αρχαιότροπο κάλυμμα της κεφαλής και
ένα κολάρο που σκέπαζε τους ώμους του
κι εν μέρει το στήθος και την πλάτη του.

Έριξε,
με μία τελετουργική κίνηση κι άλλο
θυμίαμα στους τρίποδες, με αποτέλεσμα
η ατμόσφαιρα να γίνει αποπνικτική κι
αν η αίθουσα δεν ήταν ψηλοτάβανη, θα
είχαμε λιποθυμίες, με πρώτο εμένα.

Τράβηξε
ένα κορδόνι και το παραπέτασμα μαζεύτηκε
στις δύο πλευρές, αποκαλύπτοντας ένα
άγαλμα της Ίσιδος, σε φυσικό μέγεθος,
ομολογουμένως εντυπωσιακό.

Όμως
το άγαλμα, άνοιξε τα μάτια του! Ήταν
πραγματική γυναίκα.

Είχε
τα μαύρα μαλλιά της ριγμένα μπροστά,
πάνω από τους ώμους της σε δύο χειμάρους.
Τα μάτια της ήταν βαμμένα έντονα, ευτυχώς
πιο καλόγουστα από τους πιστούς και
φορούσε έναν ημιδιαφανή, ποδήρη χιτώνα
με πολλές πτυχές.

Ο
αρχιερέας, στάθηκε μπροστά της, με τα
χέρια σηκωμένα ψηλά και άρχισε την
τελετή, απαγγέλλοντας με πομπώδες ύφος,
κάτι που θα πρέπει να ήταν επίκληση στην
θεά.

Η
γλώσσα, αυτή την φορά, ήταν σίγουρα
αρχαία αιγυπτιακά, γιατί, όσο κι αν
προσπάθησα, δεν μπόρεσα να καταλάβω
ούτε λέξη.

Η
επίκληση, ήταν μακρόσυρτη και μερικές
λέξεις, τις επαναλάμβαναν όλοι μαζί.

Όταν
τελείωσε αυτό το μέρος, όλοι, εκτός από
τον αρχιερέα, άρχισαν να ψέλνουν έναν
αργόσυρτο ύμνο.

Όλοι,
είχαμε γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα. Στα
πόδια των περισσοτέρων, είχαν σχηματιστεί
μικρές λίμνες.

Όση
ώρα έψελναν οι πιστοί, ο επικεφαλής
τους, έσυρε μπροστά στην «Ίσιδα» κάτι
σαν βωμό, που έμοιαζε σαν χαμηλό τραπέζι
ή ψηλό κρεβάτι.

Την
βοήθησε να κατέβει από το βάθρο, αργά
και ιεροπρεπώς και με μία κίνηση, έλυσε
ένα κορδόνι κάπου στους ώμους της, με
αποτέλεσμα, ο χιτώνας να πέσει στα πόδια
της, αφήνοντάς την εντελώς γυμνή!

Την
οδήγησε μέχρι τον βωμό και την ξάπλωσε
επάνω. Όταν εκείνη βολεύτηκε, σήκωσε
ξαφνικά το περίζωμα και φάνηκε το μόριο
του, σε μία κατάσταση που προσπαθούσε
να παραστήσει την στύση.

Μπήκε
μέσα της, όπως όπως και με λίγες κινήσεις
τελείωσε.

Η
κοπέλα που παρίστανε την θεά, θα πρέπει
να ήταν ναρκωμένη με κάτι, γιατί δεν
αντέδρασε καθόλου.

Αυτό,
δε που ακολούθησε, είναι πέρα από κάθε
περιγραφή.

Χωρίς
να σταματήσουν ούτε στιγμή να ψέλνουν,
πήγαιναν ένας ένας στον βωμό κι έκαναν
το ίδιο στην ταλαίπωρη κοπέλα, που
ευχήθηκα, να είναι πραγματικά ναρκωμένη.

Όταν
πέρασαν όλοι, ο αρχιερέας, γύρισε και
κοίταξε προς το μέρος μας με προσδοκία.

Κατάλαβα
ότι, περίμενε να κάνουμε το ίδιο!

Κοίταξα
προς το μέρος του Ιμπραήμ, για οδηγίες,
αλλά κατάλαβα ότι, βρισκόταν στην ίδια
δύσκολη θέση με μένα.

Ξαναγύρισα
προς την σκηνή της «μύησης» και με ένα
αμήχανο χαμόγελο, προσπάθησα να εξηγήσω
πως αισθάνομαι.

Δεν
μου έφταιγε η κοπέλα η οποία ήταν μια
χαρά! Όμορφή και αισθησιακή, κάτω από
άλλες συνθήκες, θα έλεγα ότι είναι ο
τύπος μου!

Απλά
δεν μπορούσα να μεταχειριστώ έτσι μία
ναρκωμένη γυναίκα κι ακόμα περισσότερο,
δεν μπορούσα να έρθω σε επαφή, μ’ αυτήν
την λίμνη γεροντικού σπέρματος και
ιδρώτα και μάλιστα μπροστά σ’ όλους
αυτούς τους σάτυρους.

Όμως,
δεν πρόλαβα να πω λέξη. Μόλις κατάλαβε
τους δισταγμούς μας, το πρόσωπο του
αγρίεψε.

«Πρέπει
να δεχτείς την μύηση,» βροντοφώναξε,
«αλλιώς θα είσαι βέβηλος και ιερόσυλος
και θα τιμωρηθείς.»

Είχαν
γυρίσει όλοι πια και μας κοίταζαν.

«Λυπάμαι,»
ψέλλισα, «δεν μπορώ. Ίσως κάποια άλλη
φορά, που θα είμαι πιο έτοιμος και σε
καλύτερη φόρμα.»

«Αποκλείεται,»
φώναξε πάλι, «παρακολούθησες όλη την
τελετή και η άρνησή σου, θα στερήσει από
όλους μας την θεϊκή ενέργεια.»

Είχα
απέναντι μου, πλέον, έναν τοίχο από
εχθρικά πρόσωπα.

Με
ένα νόημα του αρχηγού τους, άρχισαν να
πλησιάζουν απειλητικά.

Δυστυχώς,
όταν μιλούσε για τιμωρία, δεν εννοούσε
θεϊκή, γιατί με το που κούνησα αρνητικά
το κεφάλι μου, δέχτηκα μία γροθιά στο
πρόσωπο!

Δεν
μου έκανε και πολλά πράγματα μεν, αλλά
αμέσως μετά, έπεσαν απάνω μας όλοι μαζί.

Αν
δεν ήταν τόσο ανησυχητική η κατάσταση,
θα ήταν αστεία.

Όλοι
αυτοί οι ημίγυμνοι μεσήλικες, παχιοί
και ιδρωμένοι, με τα μάτια έξω από
θρησκευτική μανία, να προσπαθούν να μας
βάλουν κάτω.

Ο
αριθμός τους, περίπου 15, οπωσδήποτε ήταν
υπέρ τους. Έπρεπε να κάνω κάτι γρήγορα,
γιατί αν μας έβαζαν τελικά κάτω, δεν
ξέρω τι είχαν πρόθεση να μας κάνουν.

Έκρυψα
όσο μπορούσα, τον Ιμπραήμ, πίσω μου και
προσπάθησα να λύσω το μπέρδεμα, χωρίς
να τους κάνω κακό. Πράγμα καθόλου εύκολο,
έτσι που ερχόντουσαν όλοι μαζί.

Έριξα,
λοιπόν, μία καλοζυγισμένη γροθιά, στην
πιο κοντινή μύτη, που μάτωσε αμέσως.

Ο
κάτοχός της, πολύ σοφά, αποφάσισε να
αποσυρθεί από την μάχη, αλλά έτσι όπως
ήταν όλοι, σωρός κουβάρι, έσπειρε την
σύγχυση.

Αμέσως
επωφελήθηκα και πιάνοντας πότε ένα
χέρι, πότε έναν αγκώνα ή αν ήμουν πολύ
τυχερός κανένα πόδι, τους πέταγα τον
ένα πάνω στον άλλον.

Σε
πολύ λίγο, ήταν όλοι σωριασμένοι κάτω
ασθμαίνοντας.

Ευτυχώς,
η πόρτα ήταν κοντά μας. πηδώντας πάνω
από τα πεσμένα κορμιά, την φτάσαμε και
πεταχτήκαμε έξω.

Ανεβήκαμε
τρέχοντας τα σκαλιά, αλλά στην μέση του
διαδρόμου, μας περίμενε ο βλοσυρός
νεαρός, τον οποίο είχα ξεχάσει τελείως.

Το
πρόβλημα δεν ήταν το βλοσυρό ύφος του,
αλλά το ότι κρατούσε στο χέρι του ένα
σπαθί! Κι από τον τρόπο που το κράδαινε,
φαινόταν ότι ήξερε να το χρησιμοποιεί.

Το
ήξερα αυτού του είδους το σπαθί. Είχα
δει όμοια στο βόρειο Σουδάν.

Μακρύ
γύρω στο 1,20 λεπτό και δίκοπο, ήταν ένα
φοβερό όπλο.

Ο
Ιμπραήμ που ήταν ένα βήμα μπροστά μου,
δέχτηκε την πρώτη επίθεση.

Τον
κάρφωσε με την μύτη του σπαθιού κι
αμέσως, ένας σκούρος λεκές απλώθηκε
στην γκελεμπία του.

Αμἐσως
μετά στράφηκε σε μένα.

Τα
πράγματα, είχαν αγριέψει πια για τα
καλά.

Μου
λύθηκε και η απορία, τι θα μας έκαναν,
άμα μας έπιαναν. Μια και δεν υπήρχαν
πλέον κροκόδειλοι στην Αίγυπτο, θα μας
έκοβαν κομμάτια και θα μας τάιζαν στα
σκυλιά ή θα καταλήγαμε σε καμιά χωματερή
στην έρημο.

Ο
νεαρός, ήταν καλός, αλλά όχι αρκετά για
να ξεπεράσει το μειονέκτημα του μακριού
σπαθιού σε στενό διάδρομο.

Όταν
τράβηξε το σπαθί, από τον Ιμπραήμ, δεν
μπορούσε να συνεχίσει την καρφωτική
κίνηση, γι αυτό το σήκωσε ψηλά και το
κατέβασε με στόχο τον λαιμό μου. Αν με
πετύχαινε, θα μου έκοβε το κεφάλι σαν
ραπανάκι.

Δεν
υπήρχε χρόνος για σκέψη, αλλά ούτε και
για ευγένειες.

Απέφυγα
την κόψη του σπαθιού και κάνοντας ένα
βήμα προς το μέρος του, έπιασα το χέρι
του και βάζοντας ανάποδα το άλλο στον
αγκώνα του, τράβηξα απότομα. Αμέσως
υποχώρησε με ένα πολύ ικανοποιητικό
κρακ.

Άφησε
το σπαθί να πέσει και πιάνοντας τον
αγκώνα του, άρχισε να βογκάει.

Έπαψα
να του δίνω σημασία και μαζεύοντας το
σπαθί από κάτω, πήρα τον Ιμπραήμ
παραμάσχαλα και κατευθύνθηκα προς την
έξοδο.

«Άφησέ
με κάτω,» βόγκηξε αυτός, «με πονάς έτσι.
Μπορώ να περπατήσω μόνος μου.»

Του
έκανα την χάρη, γιατί ήταν αναπάντεχα
βαρύς.

Βγήκαμε
προσεκτικά έξω, αλλά δεν περνούσε κανείς
τέτοια ώρα.


Στηριχτήκαμε
σε έναν μαντρότοιχο, να πάρουμε ανάσα.

«Πέταξε
το σπαθί,» μου είπε ο Ιμπραήμ.

«Γιατί;»
Έφερα αντίρρηση. «Μου αρέσει και λέω να
το κρατήσω. Άλλωστε το κέρδισα.»

«Πρέπει
να το πετάξεις,» επανέλαβε. «Σκέψου τι
εικόνα δίνουμε, εγώ μέσα στα αίματα κι
εσύ με ένα σπαθί στο χέρι.»

Είχε
δίκιο. Απρόθυμα, το πέταξα πάνω από την
μάντρα, αφού σιγουρεύτηκα ότι ήταν άδειο
οικόπεδο.

«Λοιπόν
γέρο μου,» του είπα όταν γύρισα κοντά
του, «εσύ χρειάζεσαι νοσοκομείο.»

«Αποκλείεται,»
μου απάντησε κοφτά.

«Πρέπει,»
επέμεινα. «Χάνεις αίμα και δεν ξέρουμε
τι ζημιά σου έχει κάνει.

Δεν
γίνεται,»» μου απάντησε αδύναμα, «θα
πρέπει να δώσουμε εξηγήσεις και δεν
μπορούμε να το κάνουμε. Ότι και να έγινε
απόψε, δεν μπορούμε να τους προδώσουμε
και δεν έχουμε καμία καλή δικαιολογία
για όλα αυτά. Θα μπλέξουμε άσκημα.»

«Όπως
θέλεις,» υποχώρησα γιατί είχε δίκιο.
«Θα πάμε μέχρι το σπίτι μου, να δούμε τι
ζημιά έχεις πάθει και αποφασίζουμε
ανάλογα.»

Ξεκινήσαμε
λοιπόν. Αυτός περπατούσε αργά και εγώ
τον υποβάσταζα.

Ευτυχώς
ήταν νύχτα και δεν φαινόντουσαν τα
αίματα.

Η
πορεία μας, κράτησε πολλή ώρα, γιατί ο
Ιμπραήμ ήταν αδύναμος και σε κάθε βήμα,
αδυνάτιζε περισσότερο.

Έπρεπε
κιόλας να αποφεύγουμε τους φωτισμένους
δρόμους, γιατί αν μας σταματούσε κανένας
αστυνομικός, δεν θα καθαρίζαμε με μπαξίς
και θα είχαμε άσκημα μπλεξίματα.

Φτάσαμε,
επιτέλους εκεί που έμενα και ανεβήκαμε
στον 10ο όροφο, στο διαμέρισμα μου.

Τον
πήρα, σηκωτό πια, γιατί ήταν πολύ αδύναμος
και τον έβαλα μέσα στην μπανιέρα.

Πήρα
έναν κουβά και μία σφουγγαρίστρα κι
έτρεξα να πλύνω αμέσως, το ασανσέρ και
τους διαδρόμους από τα αίματα, πριν τα
δει κανένας.

Γυρίζοντας,
πήρα ένα ψαλίδι και πήγα να τον βρω στο
μπάνιο.

Είχε
χάσει πολύ αίμα. Ήταν κατάχλωμος, αλλά
διατηρούσε τις αισθήσεις του.

Αμέσως
έκοψα την γκελεμπία και τα υπόλοιπα
ρούχα του, για να εκτιμήσω την κατάσταση.

Μόλις
είδα την πληγή, ένοιωσα ανακούφιση.

Είσαι
τυχερός, του είπα. Σε έσωσε η γκελεμπία,
γιατί γλίστρησε το σπαθί και αντί να σε
τρυπήσει, σε έκοψε. Είναι μεγάλο το
κόψιμο, αλλά μπορώ να το περιποιηθώ.

Είσαι
σίγουρος; Μου είπε με ένα αχνό χαμόγελο.

Σιγουρότατος!
Το πρόβλημα είναι ότι, πρέπει να σε ράψω
χωρίς αναισθησία. Μάλλον θα σου δώσω να
δαγκώνεις κανένα ξύλο.

«Δεν
χρειάζεται, αντέχω,» μου απάντησε
γενναία. «Έχω περάσει και χειρότερα.»

Κρίνοντας
από τα σημάδια που είχε το κορμί του,
δεν δυσκολεύτηκα να τον πιστέψω.

Τον
καθάρισα πρώτα από τα αίματα και μετά
απολύμανα την πληγή. Όλα αυτά μέσα στην
μπανιέρα.

Στο
μεταξύ, έβαλα να βράζει κλωστή, για να
την απολυμάνω κι έκαψα την βελόνα.

Όταν
τελείωσα αυτές τις δουλειές, τον μετέφερα
σε ένα μακρύ τραπέζι που είχα, γιατί
χρειαζόμουν σταθερότητα και το κρεβάτι
ήταν πολύ μαλακό.

Λοιπόν,
του είπα, τώρα σφίξε τα δόντια, γιατί
αρχίζει το ράψιμο!

Η
πληγή ήταν μεγάλη, αλλά ευτυχώς, όχι
πολύ βαθειά.

Του
έκανα 12 ράμματα και ομολογώ ότι, υπέμεινε
γενναία το αδέξιο χέρι μου.

Τον
έδεσα με γάζες και επιδέσμους και το
τελικό αποτέλεσμα, είχε σχεδόν
επαγγελματική όψη.

Τον
ξαναπήρα αγκαλιά και τον πήγα στο
κρεβάτι.

«Αν
αισθανθείς άσχημα την νύχτα, φώναξέ
με,» του είπα. «Θα αφήσω τις πόρτες
ανοιχτές και κοιμάμαι πολύ ελαφρά.»

«Εντάξει,»
απάντησε και τον πήρε αμέσως ο ύπνος.

Ξάπλωσα
κι εγώ, αφήνοντας το γενικό συμμάζεμα
για την άλλη μέρα, μια και η ώρα είχε
πάει 4

Πετάχτηκα
από το κρεβάτι και είδα ότι ήταν κιόλας
8

Ανησύχησα
από την σιωπή του και έτρεξα να δω πως
είναι.

Η
αναπνοή του ήταν κανονική, άρα κανένα
πρόβλημα.

Καθάρισα
όλο το σπίτι, εξαφανίζοντας και τα
τελευταία ίχνη της βραδινής περιπέτειας
κι ετοίμασα ένα γερό πρωινό.

Κατά
τις 10 τον άκουσα να με φωνάζει. Πήρα τον
δίσκο με το φαγητό και πήγα στο δωμάτιό
του.

«Καλημέρα,»
του είπα, «δεν ξέρω τι συνηθίζεις να
τρως για πρωί, αλλά ξέχνα για την ώρα τα
φούλια και τα ταμία με τα τουρσιά. Θα
φας αυτά που σου ετοίμασα, γιατί έχασες
πολύ αίμα και πρέπει να δυναμώσεις.»

«Μάλιστα
γιατρέ,» μου είπε ζωηρά. «Έτσι που πεινάω,
θα έτρωγα οτιδήποτε,» είπε κι έπεσε με
τα μούτρα στο φαγητό.

Όταν
τελείωσε, έγειρε στα μαξιλάρια και με
κοίταξε έντονα.


«Πρέπει
να σε ευχαριστήσω και να σου ζητήσω
συγγνώμη,» ξεκίνησε να λέει.

«Όχι
τώρα.» Τον διέκοψα. «Όταν δυναμώσεις
αρκετά, θα τα πούμε. Αυτές οι δύο μέρες
είναι κρίσιμες, γιατί μπορεί να μολυνθεί
η πληγή.»

«Δεν
νομίζω,» μου απάντησε, «έκανες πολύ καλή
δουλειά.»

«Την
μόλυνση, μπορείς να την πάθεις και μέσα
σε νοσοκομείο,» του εξήγησα. «Το σπαθί
δεν ήταν σκουριασμένο, αλλά δεν ξέρουμε
τι μπορεί να είχε απάνω.»

«Αν
δείξεις σημάδια μόλυνσης, θα σε πάω σε
νοσοκομείο που να χτυπιέσαι κάτω, του
είπα. Στο μεταξύ, θα σου κάνω εγώ τις
αλλαγές και την περιποίηση που χρειάζεσαι.»

Τελικά,
δεν χρειάστηκε, ούτε γιατρό, ούτε
νοσοκομείο.

Ο
οργανισμός του ήταν πολύ δυνατός και
την 3η μέρα γύριζε μέσα στο σπίτι,
φορώντας τα ρούχα που του είχα αγοράσει,
όσο ήταν στο κρεβάτι και με βοηθούσε
στις δουλειές και στο μαγείρεμα.

Την
10η μέρα του έβγαλα τα ράμματα. Το
τραύμα πήγαινε περίφημα.

«Σε
λίγο θα μπορείς να χορεύεις, αν θέλεις,»
του είπα «και θα μπορείς να γυρίσεις
στο σπίτι σου, όπου κι αν είναι αυτό.»

«Βιάζεσαι
να με ξεφορτωθείς ε;» είπε με ένα μισό
χαμόγελο. «Δεν σε αδικώ μετά από αυτά
που πέρασες.»

«Όχι,
δεν κατάλαβες,» απάντησα βιαστικά. «Σε
ότι με αφορά, μπορείς να μείνεις όσο
θέλεις. Μένω μόνος μου και δεν με
εμποδίζεις σε τίποτα. Για σένα το λέω,
που εδώ ζεις με έναν τρόπο που δεν έχεις
συνηθίσει. Άλλωστε, απ’ ότι έχω καταλάβει,
έχεις πολλά να κάνεις.»

«Νομίζω,»
είπε διστακτικά, «ότι ήρθε η ώρα να
μιλήσουμε γι αυτά που γίνανε.»

«Όπως
νομίζεις.».

«Σου
οφείλω μία συγγνώμη για το μπλέξιμο,»
ξεκίνησε «και η μόνη δικαιολογία που
έχω, είναι αυτό που σου είπα από την
πρώτη στιγμή. Δηλαδή, ότι δεν τους ξέρω
καλά. Για την ακρίβεια δεν τους ξέρω
καθόλου. Έφτασα στα ψηλά κλιμάκια, μέσω
φίλων και γνωστών. Θα έπρεπε να πάρω
περισσότερες πληροφορίες, πριν σε
ανακατέψω.»

«Έχω
κι εγώ την ευθύνη μου, είπα. Θα μπορούσα
να ορμήσω σ’ αυτήν την ταλαίπωρη κοπέλα
και να μην είχε γίνει τίποτα απ’ όσα
γίνανε».

«Είναι
κι αυτό,» είπε θλιμμένα. «Δεν μπορούσα
να ξέρω ότι θα θιγεί η καλογερίστικη
ηθική σου.»

«Καμία
σχέση δεν έχει η ηθική,» τον έκοψα
απότομα. «Έχει να κάνει με την αισθητική.
Δεν ήταν δυνατόν, να συμμετάσχω σ’ αυτήν
την καρικατούρα οργίου. Είμαι σίγουρος
ότι, η Ίσις, μετά από κάθε τέτοια ¨τελετή¨
θα τραβάει τα μαλλιά της και το βρισίδι
και τις κατάρες, που σίγουρα θα τους
ρίχνει, αυτοί θα τα λαμβάνουν σαν θεϊκή
ενέργεια.»

Γέλασε
τρανταχτά, κρατώντας το τραύμα του.

«Δεν
έχεις άδικο,» είπε μετά «και μην ξεχνάς
ότι, ήμουν κι εγώ εκεί. Με έβγαλες από
πολύ δύσκολη θέση, γιατί αν συμμετείχες
εσύ, εγώ τι θα έκανα;»

Ήταν
η σειρά μου να γελάσω.


«Πάντως
τους καταλαβαίνω,» είπα. «Μπορεί να
είναι ένα τσούρμο παλιάτσοι, αλλά έπρεπε
να προστατεύσουν την μυστικότητά τους.
Είναι σίγουρο ότι, αν τους ανακαλύψουν,
θα βρουν πολύ άσκημο μπελά. Γι αυτό και
το σπαθί. Αν χρησιμοποιούσαν πυροβόλο
όπλο, θα έπαιρνε είδηση όλη η γειτονία
ότι κάτι τρέχει και μετά δεν θα τους
ξέπλενε ούτε ο Νείλος.»

«Και
μην ξεχνάς,» συνέχισα, «ότι τους ξεγελάσαμε
για να βρεθούμε εκεί. Βέβαια, το να θέλουν
να μας σφάξουν είναι κάπως ακραίο, αλλά
τέλος πάντων την γλυτώσαμε.»

«Έχεις
πολλή κατανόηση,» μου είπε. «Πολύ
ενδιαφέρον αυτό. Είσαι κι εσύ γεμάτος
εκπλήξεις» συμπλήρωσε. «Πρόσεξα πως
αντιμετώπισες όλους αυτούς τους παλαβούς
και κυρίως, τον άλλον με το σπαθί, χώρια
το πώς με περιποιήθηκες. Γενικά, ήσουν
πολύ ψύχραιμος.»

«Αυτό
δεν είναι κανένα μυστικό,» απάντησα.

«Ασχολήθηκα
πολλά χρόνια με τις πολεμικές τέχνες
και…»

«Δηλαδή
καράτε;» ρώτησε με έκπληξη.

«Όχι
ακριβώς. Δεν ξέρω αν γνωρίζεις από αυτά,
αλλά ασχολήθηκα με τις μαλακές πολεμικές
τέχνες κι όταν ήρθε η ώρα, κράτησα ότι
χρειαζόμουν και μου ταίριαζε και έκανα
κάτι δικό μου, που ταιριάζει σε μένα.»

«Όσο
για το πώς σε περιποιήθηκα, μέσα από τις
πολεμικές τέχνες, ανέπτυξα την άποψη
ότι, όταν είσαι σε θέση να κάνεις ζημιά,
πρέπει να είσαι σε θέση και να επανορθώνεις,
όσο είναι δυνατόν. Δηλαδή, είμαι σε θέση
να φτιάξω ένα σπασμένο κόκαλο η όπως
είδες, να ¨μπαλώσω¨ ένα τραύμα.»

«Πολύ
καλή άποψη,» σχολίασε «και χρήσιμη.»

mama_maria
Απλός Αναγνώστης
Απλός Αναγνώστης

Αριθμός μηνυμάτων : 5
Points : 9348
Ημερομηνία εγγραφής : 12/08/2011

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

H ΚΡΥΠΤΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ Empty ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο Ο ΑΛΛΟΣ ΝΕΙΛΟΣ

Δημοσίευση από mama_maria Τρι Αυγ 30, 2011 5:31 am

ΚΕΦΑΛΑΙΟ
3 Ο ΑΛΛΟΣ ΝΕΙΛΟΣ


Σιωπηλά,
καθώς περνούσε ο καιρός, γίναμε
συγκάτοικοι.



Το
δέχτηκα, γιατί δεν με ενοχλούσε καθόλου.
Ήταν πολύ διακριτικός. Όταν ήταν στο
σπίτι και καταλάβαινε ότι δεν έχω διάθεση
για κουβέντα, με άφηνε στην ησυχία μου.
Όταν πάλι, κάναμε παρέα, ήταν ενδιαφέρων,
γεμάτος χιούμορ και πνευματώδης.


Η
προσωπικότητα που ξεδιπλωνόταν, δεν
ταίριαζε στον ζητιάνο που είχα γνωρίσει
και κυρίως η μόρφωση του και το επίπεδο
του γενικότερα. Ήταν κάτι που δεν με
ξάφνιασε γιατί ήξερα ότι πολλοί ήταν
αυτοί που είχαν ξεπέσει από διάφορες
ατυχίες και είχαν καταλήξει στον δρόμο.
Το γεγονός ότι ποτέ δεν έκανε λόγο για
σπίτι, οικογένεια, κάπου τέλος πάντων
που θα μπορούσε να πάει φεύγοντας από
μένα, με έκανε να τον δεχτώ, σαν συγκάτοικο
επ’ αόριστον, μια και δεν μου πήγαινε
η καρδιά να τον πετάξω έξω.


Είχε
αναρρώσει πλήρως και χωρίς καμία
επιπλοκή, εκτός, φυσικά, από το σημάδι
και άρχισε να εξαφανίζεται για μεγάλα
διαστήματα. Κάποτε χάθηκε για τέσσερις
μέρες. Δεν ανησυχούσα βέβαια, γιατί
σίγουρα, ήξερε να φροντίζει τον εαυτό
του, σκέφτηκα όμως ότι, είχε ξαναγυρίσει
στην παλιά του «δουλειά».


Δικαίωμα
του βέβαια, αλλά δεν χρειαζόταν. Από
μένα είχε τα πάντα.


Όχι
ότι χρειαζόταν και πολλά. Στο φαγητό
ήταν λιτός, τα ρούχα του απλά κι αυτό
ήταν όλο. Δεν κάπνιζε, καφέ η τσάι, έπινε
μόνο όταν έπινα εγώ κι ούτε λόγος για
διασκέδαση η οτιδήποτε σχετικό. Σχεδόν
καλόγερος δηλαδή.


Αποφάσισα
να του μιλήσω. Ήμουν πρόθυμος, ακόμα και
να του δώσω κάποιο επίδομα, αν αυτό θα
τον έκανε να αφήσει τον δρόμο.


Πράγματι,
την επομένη, αφού ήρθε μετά από απουσία
δύο ημερών και αρκετά κουρασμένος, απ’
ότι μου φάνηκε, βρήκα την ευκαιρία να
ανοίξω την συζήτηση, όταν σχολίασε το
πόσο καλά μαγειρεύω.


«Κοίτα,
Ιμπραήμ,» ξεκίνησα να λέω, «δεν είμαι
κανένας πλούσιος…»


Το
ξέρω, απάντησε.


«…όμως
αυτά που έχω, φτάνουν για να μη δουλεύω,
όπως έχεις δει. Φτάνουν ακόμα και για
να συντηρήσω έναν λιτό άνθρωπο σαν
εσένα.»


«Μα
δεν χρειάζεται, με έκοψε,» δεν σου ζήτησα
κάτι τέτοιο. «Μπορώ να τα βγάλω πέρα
μόνος μου.»


«Αυτό
ακριβώς είναι το θέμα,» άδραξα την
ευκαιρία, «δεν χρειάζεται, στην ηλικία
σου, να κάνεις αυτή την δουλειά.»


«Ποια
δουλειά;» Ρώτησε με γνήσια απορία!


Ξαφνικά,
έβαλε τα γέλια. Γέλασε μέχρι που άρχισαν
να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια του!


«Που
είναι το αστείο;» Ρώτησα στυφά.


«Νομίζεις
ότι ζητιανεύω, όταν λείπω;» Είπε και
ξέσπασε πάλι σε γέλια.


Δεν
μίλησα μέχρι να ηρεμήσει.


Όταν
σταμάτησε, συνέχισα την κουβέντα.


«Δεν
νομίζεις ότι, είναι λογικό να σκεφτώ
κάτι τέτοιο;» Είπα. «Έτσι σε γνώρισα και
δεν μου είπες ποτέ που πας, όταν
εξαφανίζεσαι.»


«Τελικά
είσαι πολύ καλός άνθρωπος,» μου είπε.
«Πραγματικά χαίρομαι που σε γνώρισα.»


Εκείνη
την στιγμή, πάντως δεν αισθανόμουν
καθόλου καλός. Μάλλον προς το «βλάκας»
έφερναν αυτά που αισθανόμουν.


«Έχεις
δίκιο,» συνέχισε, «δεν σου είπα ποτέ που
πάω και τι κάνω, όταν φεύγω.»


Όχι
ότι είσαι υποχρεωμένος…»»



«Μα
είμαι,» με έκοψε, «απλά δεν μπορούσα να
σου πω, μέχρι να τελειώσω αυτό που έκανα.
Για σένα δούλευα.»


«Για
μένα;» Μα δεν…


«Για
σένα, ναι. Σου είμαι υποχρεωμένος βλέπεις.
Έχουμε δεσμούς αίματος πια.»


«Ευχαριστώ,
αλλά δεν χρειάζομαι τίποτα,» του είπα
συγκαταβατικά.


«Κι
όμως χρειάζεσαι. Ίσως όχι χρήματα, άλλα
πράγματα όμως, σίγουρα.»


«Άρχισες
πάλι τα μυστήρια;»


«Κάθε
άλλο. Αυτές τις μέρες, ετοίμαζα το επόμενο
πράγμα που θα σου δείξω.»


Πετάχτηκα
αμέσως από το κάθισμά μου.


«Τέρμα
αυτά,» φώναξα. «Είδα αρκετά.»


«Είσαι
σίγουρος;» Ρώτησε σοβαρός.


«Μέχρι
εκεί που δεν παίρνει άλλο,» απάντησα.


«Λυπάμαι
φίλε μου που θα σε στενοχωρήσω,» συνέχισα,
«αλλά πρέπει να ξέρεις ότι, μπορεί να
ήμουν μοναχός, αλλά οι θρησκείες με
αφήνουν ουσιαστικά, αδιάφορο.»


«Το
έχω καταλάβει.» είπε ξερά.


«Ωραία.
Αφού το κατάλαβες, δεν χρειάζεται να
σου πω ότι, δεν έχω καμία διάθεση να
βρίσκω συνέχεια τον μπελά μου, με
διάφορους φανατικούς.»


«Φανατικούς;
Ο μπάμπα Μωχάμεντ, φανατικός;»


«Εντάξει,»
παραδέχτηκα, «δεν μου έδειξε κάτι τέτοιο,
αλλά αν του έλεγα την πραγματική μου
γνώμη για τις θρησκείες, είσαι σίγουρος
για το πώς θα αντιδρούσε;»


«Όχι,»
απάντησε μονολεκτικά.



«Τα
βλέπεις;» Συνέχισα ακάθεκτος, «γι αυτό
λοιπόν στο ξαναλέω. Τέρμα αυτά.»


«Αυτό
που θέλω να σου δείξω, δεν έχει καμία
σχέση με θρησκείες,» απάντησε.


«Όχι;»
Ρώτησα καχύποπτα. «Με τι έχει σχέση
τότε;»


«Πρέπει
να το δεις για να καταλάβεις. Είναι πέρα
από κάθε περιγραφή. Αρκεί να σου πω ότι,
αυτοί που το έχουν δει ποτέ, είναι
μετρημένοι στα δάχτυλα.»


Το
μυαλό μου πήγε σε αρχαιολογικά δεδομένα,
κάτι που πραγματικά, με ενδιέφερε πολύ.
Περισσότερο από οποιαδήποτε θρησκεία.


Ήξερα
ότι, στην Αίγυπτο, όπως και στην Ελλάδα,
τα ανεπίσημα κυκλώματα, για να το πω
κομψά, γνώριζαν πράγματα, που οι κανονικοί
αρχαιολόγοι δεν έχουν δει ούτε στον
ύπνο τους.


Του
τα είπα αυτά, καθώς και το ότι, είχε
καταφέρει πάλι να μου κεντρίσει το
ενδιαφέρον.


Χαμογέλασε
πλατιά. «Άρα σε ενδιαφέρει να δεις ε;»
Έβγαλε το εύκολο συμπέρασμα.


«Και
βέβαια,» του είπα. «Περίμενε να ντυθώ
και φύγαμε.»


«Δεν
είναι και τόσο απλό ξέρεις.» Με σταμάτησε,
«Πέρα από τις ετοιμασίες που έχω ήδη
κάνει, πρέπει να γίνουν ακόμα κάποια
πράγματα.»


«Σαν
τι;» Ρώτησα ανυπόμονα.


«Για
πες μου,» ρώτησε ανέμελα, «αντέχεις στο
περπάτημα;»


«Όσο
θέλεις,» απάντησα. «Πόσο θα περπατήσουμε;»


«Χιλιόμετρα
δεν μπορώ να σου πω ακριβώς, αλλά σε
χρόνο, θα είναι γύρω στον ενάμιση μήνα».


«Ενάμιση
μήνα;» Ρώτησα έκπληκτος. «Που θα πάμε;
Στην Ελλάδα με τα πόδια;»


«Όχι
στο Σουδάν.» Απάντησε σαν να έλεγε το
απλούστερο πράγμα του κόσμου.



«Στο
Σουδάν; Τι δουλειά έχουμε εκεί και γιατί
πρέπει να πάμε με τα πόδια;»


«Δεν
θα πάμε με τα πόδια, αλλά θα γυρίσουμε
έτσι. Όσο για το τι δουλειά έχουμε εκεί,
θα σου δείξω κάτι που ελάχιστοι άνθρωποι
στην ιστορία, έχουν δει.»


«Μου
φαίνεται ότι, πάμε για χειρότερο μπλέξιμο
από το προηγούμενο,» είπα μέσα από τα
δόντια μου. «Για λέγε λεπτομέρειες.»


«Δεν
νομίζω ότι θα μπλέξουμε,» είπε αισιόδοξα,
«αλλά κι αν συμβεί, τι αξίζει η ζωή χωρίς
λίγη περιπέτεια;»


«Λίγη
εντάξει, αλλά δεν θέλω άλλους παλαβούς
με σπαθιά.»


«Δεν
υπάρχει τέτοια περίπτωση,» είπε με
έμφαση. «Εκεί που θα πάμε, θα είμαστε οι
δυό μας και κανένας άλλος.»


«Εντάξει,»
ξεφύσηξα, «πες μου τι πρέπει να κάνω και
τι να πάρω μαζί μου.»


«Λοιπόν,»
είπε, «έχω ετοιμάσει τα πάντα. Εσύ να
πάρεις μόνο λίγες αλλαξιές εσώρουχα,
να φορέσεις παπούτσια για περπάτημα
και όλα να χωράνε σε ένα μικρό σακίδιο.»


«Α
και κάτι ακόμα,» είπε μετά. «Να μείνεις
αξύριστος μέχρι να φύγουμε και να
λερώσεις μία γκελεμπία.»


Γιατί
αυτά τα δύο τελευταία; Ρώτησα.


«Γιατί
θα ταξιδέψεις σαν ντόπιος. Δεν πρέπει
να ξεχωρίζεις.»


«Γιατί;»

«Γιατί,
για λόγους ασφαλείας, δεν πρέπει να
καταλάβει κανένας ότι είσαι ξένος.»


Είχα
συνηθίσει πια τα μυστήρια του, αλλά δεν
μπορούσα να αποφύγω τις ανατριχίλες
στην ραχοκοκαλιά μου. Αισθανόμουν ότι,
ετοιμαζόμουν να βουτήξω σε πολύ βαθιά
νερά. Αλλά τι διάολο, όπως είχε πει και
ο Ιμπραήμ, τι αξίζει η ζωή, χωρίς λίγη
περιπέτεια!


Ξεκινήσαμε
μετά από τρείς μέρες, με το τραίνο για
το Ασουάν. Επειδή παρίστανα τον ντόπιο,
αξύριστος και με βρώμικη γκελεμπία, δεν
μπορούσαμε να πάμε με το τουριστικό
τραίνο, που έχει κρεβάτια και κλιματισμό
και φυσικά, δεν μπορούσαμε να πλησιάσουμε
ούτε τα καλά ξενοδοχεία που έχει εκεί.


Το
ταξίδι ήταν, όπως το περίμενα φρικτό.
Το βαγόνι ήταν ασφυκτικά γεμάτο και
φυσικά ούτε λόγος για ύπνο, η για φαγητό
της προκοπής.


Όταν
φτάσαμε στο Ασουάν, δεν σταθήκαμε ούτε
λεπτό. Απ’ ότι κατάλαβα, είχε οργανώσει
τα πάντα, γιατί μας περίμενε ένα μικρομπάς,
από αυτά που κυκλοφορούν κατά χιλιάδες
στους δρόμους της Αιγύπτου. Ήταν όλο
στην διάθεσή μας. Μπήκαμε μέσα και
ξεκίνησε αμέσως, χωρίς να ειπωθεί
κουβέντα. Ο οδηγός, ούτε που γύρισε να
μας κοιτάξει. Μάλλον είχε σχετική οδηγία.


Τραβήξαμε
ανατολικά. Αφήσαμε σύντομα τον Νείλο
πίσω μας και ανηφορίσαμε στα βουνά.


Ξαφνικά
το μικρομπάς, σταμάτησε στην μέση του
πουθενά και ο Ιμπραήμ κατέβηκε, κάνοντάς
μου νόημα να τον ακολουθήσω.


«Είσαι
σίγουρος;» Του μουρμούρισα.


Έκανε
μία ανυπόμονη χειρονομία και κατέβηκα
αμέσως.


Χωρίς
να πει κουβέντα, ξεκίνησε με ζωηρό βήμα,
να διασχίζει ένα
wadi



Θέλοντας
και μη, τον ακολούθησα.


Περπατήσαμε
για κανένα τέταρτο και κάποια στιγμή,
στρίβοντας πίσω από έναν βράχο, αντίκρισα,
με μεγάλη ανακούφιση, μία μεγάλη καλύβα.
Ήταν πετρόκτιστη, με την τυπική στέγη
από φοινικόφυλα.


Η
πόρτα ήταν κλειδωμένη με λουκέτο, αλλά
ο Ιμπραήμ, έβγαλε ένα κλειδί και το
άνοιξε, σαν να ερχόταν κάθε μέρα.


Μου
έκανε νόημα να μπω μέσα, με ακολούθησε,
αφού έριξε μία προσεκτική ματιά γύρω
κι έκλεισε πίσω μας την πόρτα.


Άναψε
μία λάμπα πετρελαίου και κάθισε σε έναν
σοφά, από τους τρεις που υπήρχαν μέσα
στην καλύβα.


«Γιατί
τόσο μυστήριο;» Ρώτησα.


«Γιατί
ο ήχος μεταδίδεται περίεργα σε αυτά τα
μέρη και μπορεί να φτάσει σε μεγάλη
απόσταση,» εξήγησε. «Είμαστε πολύ κοντά
στα σύνορα του Σουδάν και αύριο θα τα
περάσουμε. Δεν θέλουμε να τραβήξουμε
την προσοχή της αστυνομίας η του στρατού,
καμιάς από τις δύο πλευρές.»


«Δεν
μπορούμε να δώσουμε λίγο μπαξίς και να
μας αφήσουν ήσυχους;» Ρώτησα. «Έχω πάρει
μαζί μου κάπου 500 λίρες.»


«Κακώς,»
μου είπε. «Δεν χρειάζεσαι χρήματα, γιατί
έχω κανονίσει τα πάντα, αλλά εκτός αυτού,
αν μας βρουν και μας ψάξουν, δεν πρέπει
να βρουν απάνω μας τίποτα που να μην
δικαιολογείται από την φτωχική μας
εμφάνιση.»


«Έχω
και το διαβατήριό μου, ξέρεις,» του είπα
μαζεμένα.


«Είσαι
με τα καλά σου;» Έβαλε τις φωνές. «Αν το
βρούνε απάνω σου, δεν θα ξεμπερδέψουμε
ποτέ από το μπλέξιμο, άσε που μπορεί και
να μας καθαρίσουνε, είτε σαν κατασκόπους,
είτε για να πάρουνε το διαβατήριο. Η
αξία ενός ξένου διαβατηρίου και μάλιστα
ελληνικού, είναι πολύ μεγάλη σε τέτοια
μέρη.»


«Μα,
είμαι ξένος και έχω μάθει να το παίρνω
παντού μαζί μου.» διαμαρτυρήθηκα.



«Έχεις
δίκιο,» μου είπε πιο ήρεμα, «άλλωστε κι
εγώ δεν σου είπα τίποτα σε σχέση με
αυτό.»


Αλλάζοντας
τελείως διάθεση, μου είπε χαρωπά. «Νομίζω
ότι άδικα σου γκρινιάζω.


Οι
πιθανότητες να συναντήσουμε κάποιον,
είναι ελάχιστες. Δεν θα πρόδινα την
εμπιστοσύνη σου, βάζοντάς σε σε μεγάλους
κινδύνους, απλά θέλω να είμαστε έτοιμοι
για κάθε ενδεχόμενο.»


«Και
κάτι ακόμα,» συμπλήρωσε. «Αν τυχόν
συναντήσουμε κανέναν, μην μιλήσεις
καθόλου. Η προφορά σου θα σε προδώσει.»


«Μπορώ
να κάνω τον κωφάλαλο,» πρότεινα. «Είμαι
πολύ καλός σ’ αυτό, ξέρεις.»



«Αν
νομίζεις ότι μπορείς να είσαι πειστικός,
κάνε το» μου απάντησε. «Δώσε μου τώρα
το διαβατήριο και τα χρήματα.»


«Ελπίζω
να ξέρεις τι κάνεις,» του είπα δύσθυμα.
«Χωρίς αυτό θα έχω μεγάλα τραβήγματα
και από τις Αιγυπτιακές και από τις
Ελληνικές αρχές.»


«Μην
ανησυχείς,» μου είπε. Τα πήρε κι αφού
έγραψε ένα σημείωμα σε ένα παλιόχαρτο
τα τύλιξε σε ένα πανί και τα ακούμπησε
σε ένα ράφι στον τοίχο.


Μετά
με γρήγορες κινήσεις, ετοίμασε ένα
πρόχειρο γεύμα, με σαλάτα, αραβικές
πίτες και τυρί.


Αφού
φάγαμε και άναψα τσιγάρο, ο Ιμπραήμ, μου
έδωσε τις τελευταίες οδηγίες.



«Θα
κοιμηθούμε τώρα και θα ξεκινήσουμε το
ξημέρωμα. Θα μας πάρει δύο μέρες να
φτάσουμε στον προορισμό μας. Θα κάνουμε
δύο στάσεις κάθε μέρα. Μία στις 12 και
μία για διανυκτέρευση. Εντάξει;»


«Εντάξει,»
απάντησα.


«Επίσης,
θα μιλάμε όσο το δυνατόν λιγότερο και
ποτέ δυνατά. Τους λόγους στους έχω ήδη
πει. Καμιά απορία;»


«Καμία
απολύτως.»


Έτσι
όπως μου παρουσίαζε το πρόγραμμα, όχι
μόνο δεν έμοιαζε με ζητιάνο, αλλά θύμιζε
στρατιωτικό.


Του
το είπα και αυτός, χαρίζοντάς μου ένα
ακόμα χαμόγελο σφίγγας, με καληνύχτισε
και έσβησε το φως.


Το
πρωί, ξυπνήσαμε πριν χαράξει.


Τουαλέτα,
πρωινό, καφέ και τα σχετικά, έπρεπε να
τα ξεχάσω. Μου είπε κοφτά να πάω μαζί
του και με οδήγησε στο πίσω μέρος της
καλύβας. Εκεί σε μία πρόχειρη μάντρα,
υπήρχαν δύο γκαμήλες. Μόλις τις είδα
βόγκηξα. «Μ’ αυτές
θα ταξιδέψουμε;» Ρώτησα.


«Μ’
αυτές.» Απάντησε ξερά. «Είναι μόλις για
δύο μέρες, μετά, θα περπατήσεις τόσο,
που θα τις νοσταλγήσεις. Ξέρεις να τις
σελώνεις;»


«Όχι,»
απάντησα.


«Κοίτα,
λοιπόν, τι κάνω και κάνε το.»


Προσπάθησα
φιλότιμα, αλλά δεν κατάφερα να σταθεροποιήσω
την σέλα στην καμπούρα της.


«Λυπάμαι»
του είπα μετά την τρίτη προσπάθεια,
«αλλά πρέπει να το κάνεις εσύ. Μάλλον
δεν θα καταφέρω ποτέ να γίνω γκαμηλιέρης.»


Χωρίς
κανένα σχόλιο, ετοίμασε και την δική
μου γκαμήλα, με γρήγορες κινήσεις.
Τακτοποίησαμε την καλύβα και πριν
ξεκινήσουμε, έδεσε στο κεφάλι μου, μια
κεφίγια. Το μαντήλι που φοράνε όλοι οι
άραβες. Ήξερα ότι δεν ήταν μόνο για
λόγους μεταμφίεσης, αλλά κάτω από τον
ανελέητο ήλιο της ερήμου, μπορεί να σου
σώσει την ζωή.


Το
ταξίδι μας κύλισε χωρίς απρόοπτα. Δεν
συναντήσαμε ούτε ίχνος ανθρώπου. Μόνο
τις λιγοστές σαύρες της ερήμου κι αυτές
φευγαλέα.


Το
να ταξιδεύει κάποιος στην πλάτη γκαμήλας
και μάλιστα όταν είναι μεγαλόσωμος όπως
είμαι εγώ, είναι ένας αργός και επώδυνος
ευνουχισμός. Τόσο που σχεδόν δεν πρόσεχα
το μοναδικό τοπίο που διασχίζαμε.


Το
μόνο που με απασχολούσε, ήταν πότε θα
κάνουμε στάση για να συνέλθω και πότε
θα φτάσουμε στον προορισμό μας, για να
απαλλαγώ από το μαρτύριο.


Τελικά,
προς το τέλος της δεύτερης μέρας, άκουσα
την γλυκιά λέξη, φτάσαμε.


Πήδηξα
από την ράχη της γκαμήλας, χωρίς να
περιμένω να γονατίσει.


Ο
Ιμπραήμ, δεν διασκέδασε καθόλου με την
αντίδρασή μου.


«Μην
κάνεις απερίσκεπτα πράγματα,» μου
φώναξε. «Και το παραμικρό στραμπούληγμα,
εδώ μπορεί να αποβεί μοιραίο.»


«Συγγνώμη,
έχεις δίκιο,» μουρμούρισα, «δεν θα
ξαναγίνει. Αλλά κι εσύ δεν καταλαβαίνεις
τι κόλαση ήταν για μένα αυτές οι δύο
μέρες.»


Γέλασε.
«Θα συνηθίσεις», μου είπε.


«Αποκλείεται,»
απάντησα με έμφαση.


«Αν
χάσεις καμπόσα κιλά, θα είναι πιο άνετα
και για σένα και για την γκαμήλα.»


«Να
χάσω όσα θέλεις, αλλά εκεί πάνω, δεν
ξανανεβαίνω.» Είπα με έμφαση.


«Ποτέ
δεν ξέρεις,» είπε με μυστηριώδες ύφος.


Δεν
έδωσα συνέχεια και τον βοήθησα να λύσει
τις σέλες, τις οποίες κρύψαμε σε ένα
κοίλωμα στους βράχους.


«Λοιπόν,
από εδώ και πέρα, περπάτημα,» μου είπε.
«Ευκαιρία να χάσεις και μερικά από τα
κιλά που λέγαμε.»


«Οι
γκαμήλες τι θα γίνουν;»


«Μην
ανησυχείς γι αυτές. Ξέρουν να επιβιώνουν
και να βρίσκουν τον δρόμο τους.»


«Καλά
αυτές,» απάντησα, «με εμάς τι θα γίνει;
Είμαστε πάνω στα βουνά χωρίς τίποτα.
Δεν ξέρω αν το πρόσεξες, αλλά αφήσαμε
τα παγούρια μας στις σέλες.»



Είχα
αρχίσει να ανησυχώ πραγματικά. Ήμασταν
στην μέση του πουθενά και παρά τις
διαβεβαιώσεις του, δεν έβλεπα καμία
ετοιμασία. Είχα την εντύπωση ότι πηγαίναμε
στην τύχη.


«Μην
ανησυχείς ούτε για μας,» με καθησύχασε.
«Έχω φροντίσει για όλα, όσο για το νερό,
δεν πρόκειται να μας λείψει.»


Τον
κοίταξα καλά. Η περιοχή γύρω μας ήταν
κατάξερη. Μία σταγόνα υγρασίας εδώ, θα
άξιζε περισσότερο από χρυσάφι.


Του
είπα τις σκέψεις μου, αλλά το μόνο σχόλιο
που έκανε ήταν. «Δεν έχεις ιδέα που πάμε
και τι θα δεις. Περίμενε λίγο.»


Χωρίς
να σταθούμε καν για λίγη ξεκούραση,
ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε σε κάτι
απότομα βράχια.


Όταν
πια η διαδρομή έγινε τόσο απότομη, που
θα έπρεπε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε
για σχοινιά, φάνηκε ξαφνικά ένα μεγάλο
κοίλωμα στα βράχια. Σπρώχνοντας και
τραβώντας, έφτασα μέχρι εκεί και
σωριάστηκα δίπλα του, μια και είχε φτάσει
εκεί αρκετά νωρίτερα από μένα.


«Ευκαιρία
να σταματήσεις και το κάπνισμα, εκεί
που πάμε, ακούγεσαι σαν τραίνο με λίγα
μέτρα ανάβαση.»


«Δεν
μας παρατάς λέω,» του είπα ελληνικά και
άναψα τσιγάρο.


«Εκεί
που πάμε,» συνέχισε, μια και δεν κατάλαβε
το σχόλιο μου, «δεν θα μπορείς να
καπνίζεις. Άλλωστε, κάτι μου λέει πως
θα το ξεχάσεις. Θα έχεις τόσα πολλά να
σε απασχολούν.»


«Δεν
χρειάζομαι συμβουλές,» του είπα απότομα.
«Αν πρόσεξες, δεν έχω μαζί μου τσιγάρα,
εκτός από αυτό το πακέτο.»


«Πόσο
θα σκαρφαλώσουμε ακόμα;» Άλλαξα κουβέντα.


«Μέχρι
εδώ ήταν,» μου είπε χαρωπά. «Κοίτα γύρω
σου. Δεν είναι όμορφη η θέα;»


Τον
κοίταξα λοξά. «Αυτό εννοούσες όταν
έλεγες ότι θα δω κάτι που ελάχιστοι
έχουν δει;»


Μου
ανταπέδωσε το βλέμμα σταθερά.


«Πραγματικά,
σε πείραξε πολύ το ταξίδι με την γκαμήλα
ε;» ρώτησε.


«Γιατί
το λες αυτό;»


«Με
ρωτάς κάτι πράγματα…» είπε και σηκώθηκε
από την θέση του.


«Έλα,»
μου είπε και προχώρησε στο βάθος.


Τελικά
δεν ήταν απλή εσοχή, αλλά σπηλιά και
μάλιστα μεγάλη. Όμως δεν φαινόταν, ούτε
καν από εκεί που καθόμασταν, γιατί την
έκρυβε ένας μεγάλος βράχος.


Προχωρήσαμε
στο βάθος και πίσω από έναν μικρότερο
βράχο, αντίκρισα έκπληκτος, να μας
περιμένουν δύο μεγάλοι, σύγχρονοι σάκοι.


«Τι
είναι αυτά;» Ρώτησα. «Πως βρέθηκαν εδώ;»


«Στο
είπα ότι, είχα οργανώσει τα πάντα,»
απάντησε.


«Θέλεις
να πεις ότι, ήρθες μέχρι εδώ, έβαλες τους
σάκους και…»


Κούνησε
το κεφάλι του αποδοκιμαστικά.


«Με
ρωτάς κάτι πράγματα… αχ αυτή η γκαμήλα,
τι σου έκανε.»


Μου
έδειξε τον έναν. «Αυτός είναι ο δικός
σου,» είπε. «Άνοιξε τον και έλεγξε τα
πάντα. Πρέπει να το κάνουμε τώρα, πριν
ξεκινήσουμε, για να μην έχουμε απρόοπτα.»


Δουλέψαμε
για λίγη ώρα σιωπηλοί.


Αράδιασα
τα πάντα γύρω μου.


Υπήρχαν
τα πάντα.


Ένας
ελαφρύς υπνόσακος, από αυτούς που πιάνουν
ελάχιστο χώρο, ένας φακός κεφαλής κι
ένας χεριού, αλλά πολύ δυνατός, με
μπόλικες μπαταρίες, χημικές παστίλιες
για φωτιά, μαχαίρι επιβίωσης, σχοινιά,
πλεγμένα «κοτσίδες» με τον ορειβατικό
τρόπο. Μέχρι και ρούχα στο μέγεθός μου!
Δύο βαμβακερά παντελόνια στρατιωτικού
τύπου και μερικές βαμβακερές φανέλες
και κάλτσες.


Υπήρχαν
και μερικές κονσέρβες, κυρίως κρέας,
αλλά όχι αρκετές κατά την γνώμη μου,
καθώς και ένα πακέτο τσάι.


«Ιμπραήμ,
που θα πάμε τελικά;» Ξαναρώτησα.


«Μην
βιάζεσαι,» απάντησε. «Θα δεις σύντομα.
Απόψε θα ξεκουραστούμε καλά και αύριο
το πρωί, δρόμο.»


«Ξέρεις
τι πρόσεξα;» Του είπα.


«Τι;»

«Ότι
ο σάκος μου περιέχει ελάχιστο φαγητό
κι εσύ μου μίλησες για ενάμιση μήνα
ταξίδι.»


«Μη
σε απασχολεί,» απάντησε, «θα βρούμε ότι
χρειαζόμαστε στον δρόμο.»


Εδώ
που είχα φτάσει, αποφάσισα να παραμερίσω
τις αμφιβολίες και τους φόβους μου και
να ακολουθήσω μέχρι τέλους, αυτό που
ξεκίνησα.


Βρισκόμουν,
με την θέλησή μου, στο έλεός του, αλλά
στο κάτω κάτω, δεν είχα δει τίποτα κακό
από αυτόν, όσο καιρό τον γνώριζα.



Σαν
να κατάλαβε τις σκέψεις μου, γύρισε και
μου έριξε ένα ικανοποιημένο βλέμμα.


Φάγαμε
πρόχειρα και πέσαμε για ύπνο.


Σηκωθήκαμε
αρκετά πριν ξημερώσει και τακτοποιήσαμε
τους σάκους. Τον δικό μου τον έφιαξα πιο
ορθολογικά, με αποτέλεσμα να μου μείνει
αρκετός χώρος ελεύθερος.


«Ιμπραήμ,
δώσε μου μερικά από τα πράγματά σου,»
πρότεινα, «έχω χώρο και δεν χρειάζεται
να κουράζεσαι.»


«Ευχαριστώ,
αλλά δεν χρειάζεται.» Απάντησε. «Έχουμε
περίπου τα ίδια πράγματα και αν πάθει
κάτι ο ένας σάκος, θα έχουμε τον άλλον.
Να έχεις πρόχειρο τον φακό κεφαλής και
τον χειρός πάνω πάνω. Είπαμε πρέπει να
δεις, όχι απλά να περπατάμε.»


Φορτωθήκαμε
τους σάκους και ξεκινήσαμε, με τον
Ιμπραήμ οδηγό.


Η
σπηλιά έμπαινε βαθιά στο βουνό,
κατηφορίζοντας.


Για
την ώρα, δεν ήμουν σε θέση να δω τίποτα,
γιατί είχα τον νου μου να μην χτυπήσω
πουθενά το κεφάλι μου.


Η
διαδρομή που ακολουθούσαμε, ήταν αρκετά
άνετη για να μην χρειαστεί σε κανένα
σημείο, να μπουσουλήσουμε στα τέσσερα,
αλλά όχι αρκετά για να μην προσέχει
κανείς το κεφάλι του.


«Αυτό
το κομμάτι της διαδρομής, θα το περάσουμε
γρήγορα,» μου είπε. «Είναι προκαταρκτικό
και δεν έχει κανένα ενδιαφέρον.»


Προχωρήσαμε
λοιπόν, όσο γρήγορα μας επέτρεπε η
μορφολογία του εδάφους, το οποίο σε
μερικά σημεία, γινόταν έντονα κατηφορικό.


Από
ένα σημείο και μετά, κατάλαβα υγρασία
στην ατμόσφαιρα, που όσο περνούσε η ώρα,
γινόταν εντονότερη, μάλιστα άρχισα να
βλέπω τα σημάδια της στους τοίχους.


Είπα
τις παρατηρήσεις μου στον Ιμπραήμ.


«Ναι,
το ξέρω», απάντησε, «αυτό σημαίνει ότι,
φτάνουμε στο τέλος αυτού του κομματιού
της πορείας μας.»


Κάποια
στιγμή, συνειδητοποίησα ότι, έφτανε στα
αυτιά μου ένα βουητό.


Παραξενεύτηκα
κι εστιάζοντας την προσοχή μου, κατάλαβα
ότι ερχόταν από μπροστά μας και υπέθεσα
ότι οφειλόταν σε κάποιο υπόγειο ποτάμι.


«Έχουμε
ποτάμι μπροστά μας,» του είπα.


Δεν
απάντησε.


Ξαφνικά,
τα τοιχώματα γύρω μας, εξαφανίστηκαν
και βρεθήκαμε σε κάποια μεγάλη σπηλιά,
απ’ ότι κατάλαβα στο λιγοστό, για τα
μέτρα του χώρου, φως των φακών μας. Το
βουητό του ποταμού, ήταν πια πολύ έντονο.


Ο
Ιμπραήμ σταμάτησε και στάθηκα δίπλα
του.


«Εδώ
έχουμε μία μικρή κατάβαση,» μου είπε.
«Είναι κάπως απότομη, χωρίς να είναι
πολύ δύσκολη, αλλά το φως που έχουμε δεν
είναι αρκετό. Γι αυτό πρόσεχε, κοίτα που
βάζω τα πόδια μου και ακολούθα με.»


Η
«μικρή κατάβαση,» ήταν όπως υπολόγισα,
κάπου 500 μέτρα. Ήταν αρκετά ομαλή για να
μην χρειαζόμαστε σχοινιά, αν και
προτιμούσα να μην σκέφτομαι τι θα
γινόταν, αν κάποιος έχανε την ισορροπία
του.


Φτάσαμε
επιτέλους σε ομαλό έδαφος και ο Ιμπραήμ,
άφησε αμέσως κάτω τον σάκο του.


Τα
πήγες πολύ καλά μέχρι εδώ, μου είπε.


«Εντάξει,»
είπα αφήνοντας και τον δικό μου, «δεν
ήταν και τίποτα σπουδαίο.»


Κοίτα
το ρολόι σου.


Το
κοίταξα και κατάλαβα ότι, περπατούσαμε
14 ώρες! Και ούτε που το είχα καταλάβει.


Έσβησε
τον φακό κεφαλής κι έβγαλε τον μεγάλο
από τον σάκο.


«Έλα»,
μου είπε. «Θα σου δείξω ένα θέαμα
μοναδικό.»


Περπατήσαμε
για λίγο, πάνω σε κάτι βράχια, μάλλον
αποτέλεσμα κάποιας παλιάς κατολίσθησης.


Το
βουητό του ποταμού, γινόταν όλο και πιο
έντονο.


Μετά
από λίγο φτάσαμε στην όχθη.


Κάθισε
σε έναν επίπεδο βράχο και μου έκανε
νόημα να καθίσω δίπλα του.


«Αυτός
εδώ που βλέπεις, είναι ο μεγαλύτερος
ποταμός του κόσμου. Κοίτα!»


Έριξε
το φώς του φακού στην επιφάνεια του
νερού και σιγά σιγά το σήκωσε. Ο φακός
ήταν πανίσχυρος, αλλά δεν είδα την
απέναντι όχθη.


«Εδώ,»
μου εξήγησε, «έχει πλάτος ενάμιση
χιλιόμετρο.»


«Θέλεις
να πεις,» ρώτησα, «ότι υπάρχουν και
πλατύτερα σημεία;»


«Ναι,
αλλά όχι πολύ. Το μεγαλύτερο, απ’ όσο
ξέρω, είναι δύο χιλιόμετρα, αλλά και
πάλι, δεν μπορώ να σου πω με σιγουριά.
Δεν έχω ακολουθήσει ποτέ όλη την διαδρομή.
Αιώνες είναι που δεν έχει ακολουθήσει
κανείς το ποτάμι μέχρι τέρμα.»


«Αλλά
δεν είναι μόνο αυτό, συνέχισε. Το φράγμα
απάνω, έχει αλλάξει πολύ τα πράγματα.
Δεν νομίζω ότι τον έχει πλατύνει, αλλά
σίγουρα τον έχει κάνει πιο ορμητικό σε
μερικά σημεία. Δεν μας ενδιαφέρει και
πολύ αυτό, γιατί δεν πρόκειται να
περάσουμε απέναντι σε κανένα σημείο,
αλλά πάλι ενδέχεται να έχουν αλλάξει
αρκετά πράγματα. Θα μάθουμε σύντομα,»
κατέληξε.


«Δηλαδή,
κάποιος έχει ακολουθήσει όλη την
διαδρομή, έστω και παλιά;» Απόρησα.


«Ναι,
αλλά πολύ παλιά. Τόσο που σίγουρα, θα
έχουν αλλάξει πολλά, εκτός από αυτά που
άλλαξε το φράγμα. Όμως το κομμάτι που
θα διασχίσουμε, το ξέρω σχετικά καλά.
Μαζί σου θα είναι η τρίτη φορά που θα το
κάνω.»


«Ποιες
ήταν οι άλλες δύο;» Ρώτησα.


«Ασ’
το αυτό τώρα», είπε και μία σκιά θλίψης
πέρασε από τα μάτια του.


«Σου
είπα,» άλλαξε κουβέντα, «ότι αυτός είναι
ο μεγαλύτερος ποταμός του κόσμου.


Βρισκόμαστε
εδώ κάτω, περίπου 1000 μέτρα κάτω από τον
μικρότερο αδελφό του, στην επιφάνεια
και η πορεία του είναι καθοδική. Οι
πληροφορίες λένε ότι, εκβάλει σε μία
υπόγεια θάλασσα, σχεδόν κάτω από την
μεσόγειο, αλλά αρκετά δυτικότερα και
βορειότερα από τον μικρό αδελφό του, με
τον οποίο δεν ακολουθεί ακριβώς παράλληλη
διαδρομή, αλλά αρκετά κοντινή. Σε μερικά
σημεία αποκλίνουν αρκετά και σε άλλα
ξαναβρίσκονται.»


«Οι
πηγές του δε, ξεκινάνε περίπου από το
δέλτα του Οκαβάνγκο, δηλαδή πιο νότια
από τον από πάνω.»


Τον
άκουγα μαγεμένος. Αισθανόμουν σαν ήρωας
του Ιουλίου Βερν.


«Οι
πληροφορίες που σου δίνω, συνέχισε,
είναι από δεύτερο χέρι, δεν τα έχω δει
ο ίδιος. Έχω επιφυλάξεις για το αν είναι
πραγματικά, ο μεγαλύτερος, γιατί οι
πληροφορίες για το τι υπάρχει σε άλλα
μέρη, είναι συγκεχυμένες.»


Είχα
τόσα πολλά να ρωτήσω, που τελικά δεν
ρώτησα τίποτα. Πάντως, μέχρι εδώ, το
ταξίδι, άξιζε τον κόπο.


«Θα
έχουμε αρκετό χρόνο να τα πούμε και να
σου λύσω όσες απορίες μπορώ,» μου είπε.
«Τώρα πάμε να ξεκουραστούμε.»


Γυρίσαμε
εκεί που είχαμε αφήσει τους σάκους, μας
τους πήραμε και περπατήσαμε για λίγο,
μέχρι μία εσοχή, σκαμμένη στον βράχο.


Είχε
βάθος κάπου τρία μέτρα, μήκος περίπου
έξι και ύψος δύο.


Χωρούσαμε
να κοιμηθούμε άνετα.


«Ωραίο
σημείο,» είπα, «λες και είναι φτιαγμένο
για ύπνο.»


«Κοντά
έπεσες,» απάντησε. «Ήταν τάφος! Για την
ακρίβεια, υπήρχε μία σαρκοφάγος κάποτε.»


Ήμουν
πολύ κουρασμένος για να κάνω οποιοδήποτε
σχόλιο κι άλλωστε δεν επηρεάζομαι από
ιστορίες με νεκρούς και τάφους.


Κοιμήθηκα
σαν κούτσουρο!


Όταν
ξύπνησα, ο Ιμπραήμ έλειπε. Περίμενα
υπομονετικά και πραγματικά, σε λίγο
έφτασε κρατώντας ένα γατόψαρο του
Νείλου.


Καταλαβαίνοντας
την έκπληξή μου, γέλασε.


«Δεν
πιστεύω να νόμιζες ότι, ένα τέτοιο
ποτάμι, δεν θα είχε ζωή ε;» ρώτησε.


«Δεν
το είχα σκεφτεί,» απάντησα.


«Σου
είπα ότι, δεν θα μας λείψει το φαγητό
εδώ. Υπάρχουν μπόλικα ψάρια και άλλα
φαγώσιμα, καθώς και πολλά άλλα που δεν
τρώγονται. Νομίζω μάλιστα ότι, η
επικοινωνία μεταξύ των δύο ποταμών,
είναι πολύ πυκνή, γιατί τα ψάρια δεν
είναι τυφλά.»


Ετοίμασα
το ψάρι, μια και η μαγειρική δεν ήταν
από τα δυνατά σημεία του Ιμπραήμ και
φάγαμε με όρεξη.


«Δεν
υπάρχει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα
που θα πρέπει να ακολουθήσουμε,» μου
εξήγησε, «αλλά το μεγαλύτερο μέρος της
διαδρομής, δεν παρουσιάζει κανένα
ενδιαφέρον, απ’ όσο ξέρω κι έτσι, απλώς
θα προσπερνάμε. Ίσως ο ενάμισης μήνας
που σου είπα, να αποδειχτεί υπερβολικός.
Εξαρτάται και από την φυσική σου
κατάσταση, αλλά επειδή σε καμία περίπτωση
δεν θέλω να εξαντληθούμε, όταν νιώσεις
την ανάγκη για ξεκούραση, απλά πες το.»
Συνέχισε τις εξηγήσεις του.


«Στα
ενδιαφέροντα σημεία που γνωρίζω θα
σταματάμε, για να τα βλέπεις καλύτερα.


Μπορείς
να πλένεσαι στο ποτάμι,» συνέχισε, «αλλά
να διαλέγεις αβαθή σημεία ή απομονωμένες
λιμνούλες, από τις οποίες θα βρούμε
αρκετές. Βλέπεις, δεν μπορώ να σου εγγυηθώ
πως, όλα όσα κυκλοφορούν, είναι ακίνδυνα.
Για την ακρίβεια, δεν έχω ιδέα τι υπάρχει
δύο μέτρα από την όχθη.»


Ξεροκατάπια
κι έβαλε τα γέλια.


«Μην
φοβάσαι,» μου είπε καθησυχαστικά,
«ακολούθα τις οδηγίες μου και όλα θα
πάνε καλά.»


«Θα
το έχω υπόψη μου,» είπα σφιγμένα.


Ξεκινήσαμε
και για δύο μέρες, περπατούσαμε με μόνες
διακοπές τις στάσεις για φαγητό και
ύπνο. Η διαδρομή δεν ήταν δύσκολη, αν
εξαιρέσουμε ότι περπατούσαμε στο
σκοτάδι, με μόνη βοήθεια τους φακούς
που είχαμε στερεωμένους στα κεφάλια
μας, εφ όσον ο Ιμπραήμ, επέμενε τους
μεγάλους να τους κρατήσουμε για ώρα
ανάγκης.


Στα
μισά της τρίτης μέρας, άφησε κάτω τον
σάκο του και μου είπε να κάνω το ίδιο.


Πήρε
πάλι τον μεγάλο φακό και μου είπε να τον
ακολουθήσω.


Πήραμε
έναν πλάγιο διάδρομο που ξεκινούσε
περίπου τρία μέτρα ψηλότερα από εκεί
που ήμασταν. Ήταν πολύ ψηλός, αλλά
φαινόταν η οροφή του, το πλάτος του ήταν
πάνω από δέκα μέτρα.


Περπατήσαμε
σιωπηλοί, περίπου τρείς ώρες, μέχρι που
ο διάδρομος άρχισε να πλαταίνει.


Τέλος,
βρεθήκαμε σε έναν χώρο, τόσο μεγάλο που
δεν μπορούσε να τον φωτίσει ο φακός.


Ακολουθήσαμε
τον δεξιό τοίχο.


Ξαφνικά
το φως του φακού, έπεσε σε μία εσοχή, σαν
κι αυτήν που κοιμηθήκαμε το πρώτο βράδυ.
Υπήρχαν όμως κομμάτια πέτρας που ήταν
σαφώς υπολείμματα κάποιας σαρκοφάγου.


«Κοίτα,»
μου είπε σιγά κι έριξε το φως στον τοίχο,
ανεβάζοντάς το αργά.


Όλο
το τοίχωμα, ήταν γεμάτο εσοχές, όλες
κατειλημμένες από σαρκοφάγους τεραστίων
διαστάσεων.


Ο
αριθμός τους, ήταν τεράστιος κι αν
υπολόγιζα και την απέναντι μεριά, θα
πρέπει να ήταν εκατοντάδες.


Ένα
νεκροταφείο, ποιος ξέρει πόσο παλιό.


«Υποθέτω,»
είπα στον Ιμπραήμ, «ότι κάθε ράφι, θα
είναι κάτι σαν οικογενειακός τάφος.
Κρίνοντας από το μέγεθος των σαρκοφάγων,
η κάθε μία θα πρέπει να χωράει αρκετά
πτώματα.»


Με
κοίταξε με ένταση.


«Θέλεις
να ρίξεις μία ματιά;» Με ρώτησε.


«Δεν
το βρίσκω απαραίτητο, αλλά αν νομίζεις
ότι πρέπει, γιατί όχι;» Απάντησα.


«Έτσι
νομίζω,» είπε. «Έλα μαζί μου. Τα σκεπάσματα
είναι πολύ βαριά για να τα μετακινήσουμε,
αλλά ξέρω μία που είναι ανοιχτή.»


Προχωρήσαμε
λίγο παρακάτω και σκαρφαλώσαμε μέχρι
τον τρίτο όροφο.


«Κοίτα,»
είπε κι έριξε το φως στο εσωτερικό της
σαρκοφάγου.


Μου
κόπηκε η ανάσα.


Μέσα,
υπήρχε μόνο ένας σκελετός. Αλλά τι
σκελετός.


Είχε
ύψος, περίπου τέσσερα μέτρα.


Δεν
υπήρχε ίχνος από ύφασμα ή κάτι σχετικό,
όμως υπήρχαν πολλά κοσμήματα, μάλλον
χρυσά.


«Είναι
4,20 μέτρα,» μου είπε ο Ιμπραήμ. «Ήταν
γυναίκα, γι αυτό έχει τόσα κοσμήματα.
Θέλεις να πάρεις κανένα;»


«Δεν
είσαι καλά. Απάντησα απότομα. «Σου μοιάζω
για τυμβωρύχος;»


«Πραγματικά,
χαίρομαι που σε έχω μαζί μου.» Είπε
σοβαρά. «Αν θέλεις να δεις, υπάρχει και
ένας πολεμιστής, λίγο πιο κάτω. Αυτός
είναι γεμάτος όπλα.»


«Περίμενε
λίγο. Θέλω να το κουβεντιάσουμε πρώτα,»
είπα.


Κατεβήκαμε
πάλι στο έδαφος.


«Να
σε ρωτήσω πρώτα εγώ κάτι, μου είπε.
Νομίζεις ότι ο άνθρωπος, είχε πάντα την
ίδια όψη;»


«Δηλαδή;
Τι θέλεις να πεις;»


«Νομίζεις
ότι ήταν όπως είναι σήμερα η τέλος πάντων
τις τελευταίες χιλιάδες χρόνια;»


«Δεν
το έχω σκεφτεί,» απάντησα. «Αλλά τώρα
που το λες, μάλλον ναι. Αυτό νόμιζα. Στο
κάτω κάτω, οι επιστήμονες…»


«Άσε
τους επιστήμονες και σκέψου τι είδες
μόλις τώρα.»


Πραγματικά,
δεν μπορούσα να αμφισβητήσω αυτό που
είχα δει με τα μάτια μου κι ακόμα
περισσότερο τον αριθμό των σαρκοφάγων.
Αν ήταν μία ή δύο, θα μπορούσα να σκεφτώ
ότι, ήταν κάποιο τέρας, η κάποια απάτη.
Αλλά σε τέτοιους αριθμούς πια!


Σίγουρα,
ήταν κάτι που θα μπορούσε να ανατρέψει
πολλά πράγματα και σε πολλές επιστήμες.


«Ότι
και να σου εξηγήσω τώρα, δεν θα το
καταλάβεις,» συνέχισε ο Ιμπραήμ, «γιατί
δεν έχεις την απαραίτητη υποδομή.»


«Μη
με υποτιμάς,» του είπα θιγμένα.


«Αν
σε υποτιμούσα, δεν θα ήσουν εδώ τώρα.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, με την
άδεια σου, πριν αρχίσω να σου λέω
λεπτομέρειες, θα πρέπει να σου δείξω
και να σου μάθω πολλά. Πρέπει να
αναθεωρήσεις πολλά από αυτά που ξέρεις,
για να καταλάβεις. Λοιπόν τι λες; Θα μου
δώσεις χρόνο;»


«Μάλλον
δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, άρα έχεις όσο
χρόνο θέλεις. Εσύ κρατάς και το μαχαίρι
και το πεπόνι,» συμπλήρωσα ελληνικά.


«Σε
ευχαριστώ,» απάντησε με μεγάλη σοβαρότητα.


Χωρίς
να πούμε τίποτα άλλο, πήραμε τον δρόμο
της επιστροφής.


Όταν
φτάσαμε εκεί που είχαμε αφήσει τα
πράγματα μας, μου είπε να τακτοποιηθώ
γιατί θα μέναμε εκεί δύο μέρες κι έφυγε
κατευθείαν για το ποτάμι.


Γύρισε
μετά από μία ώρα, φορτωμένος καραβίδες,
τόσο μεγάλες που έμοιαζαν με αστακούς.


Τις
ψήσαμε και φάγαμε.


«Για
πες μου,» είπε με ανεμελιά τόσο ψεύτικη
που έβγαζε μάτι, «γιατί δεν πήρες ένα
κόσμημα, όταν σου το πρότεινα;»


«Για
διάφορους λόγους,» απάντησα.


«Μπορώ
να ακούσω μερικούς;» Είπε με το ίδιο
ύφος.


«Πρώτος
και κυριότερος είναι ότι, είμαι της
γνώμης ότι πρέπει να αφήνουμε τους
νεκρούς στην ησυχία τους. Αυτό δεν έχει
καμιά σχέση με θρησκεία, αλλά ομολογώ
ότι, είναι κάπως μεταφυσικό, αν και λίγο
ασαφώς. Δηλαδή αυτοί που στολίζουν τους
νεκρούς, είτε με πρωτοβουλία τους είτε
γιατί έτσι το θέλησε, ο νεκρός όσο ζούσε,
δεν το έκανε για μας, αλλά για τον εαυτό
τους. Διαφωνώ τόσο με τους αρχαιολόγους,
όσο και με τους τυμβωρύχους. Αμφότερους
τους θεωρώ ληστές».


«Το
ξέρω πόσο ασαφή ακούγονται όλα αυτά,
αλλά δεν μπορώ να τα εκφράσω καλύτερα,
αυτή την στιγμή. Μου πέσανε λίγο ξαφνικά
όλα αυτά.»


«Καλά
τα πας, μου είπε ενθαρρυντικά. Νομίζω
ότι καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις. Για
πες μου όμως, πως θα προοδεύσει η επιστήμη,
την οποία επικαλέστηκες πριν από λίγο;»


«Δεν
νομίζω ότι η επιστήμη προοδεύει με
τέτοιες μεθόδους,» απάντησα. «Μετά από
τόσα χρόνια αρχαιολογίας, δεν νομίζω
ότι έχουμε μάθει τίποτα ουσιαστικό.
Πάρε για παράδειγμα τις δύο χώρες μας.
Την Ελλάδα και την Αίγυπτο. Έχουν
ανασκαφεί και ληστευτεί, όσο καμία άλλη
και το αποτέλεσμα ποιο είναι; Τα διάφορα
ευρήματα, μαζί και τα ταφικά, στολίζουν
διάφορες συλλογές σε όλον τον κόσμο και
ουσιαστικά κανείς δεν τα προσέχει και
φυσικά κανείς δεν μπορεί να βγάλει τα
σωστά συμπεράσματα για το παρελθόν. Με
όλα αυτά, δεν έχουμε βοηθηθεί στην
κατανόηση του σήμερα κι ακόμα λιγότερο,
δεν έχουμε διδαχτεί τίποτα από τα λάθη
του παρελθόντος και τα επαναλαμβάνουμε
ξανά και ξανά.»


«Καλά
τα λες, αλλά αυτά που είδες είναι τόσο
παράξενα, που δεν θα μπορούσες να πείσεις
κανέναν ότι τα είδες, εκτός κι αν είχες
κάποιο αντικείμενο για απόδειξη.»
συνέχισε να με πιέζει.


«Δεν
χρειάζομαι να πείσω κανέναν,» είπα.
«Γιατί να το κάνω; Για να πλακώσουν οι
ληστές που λέγαμε, άλλοι με πτυχία και
άλλοι χωρίς και να μην αφήσουν λίθο επί
λίθου; Ας μη μιλήσουμε και για την
τουριστική «αξιοποίηση». Άσε καλύτερα.»
είπα δύσθυμα.


«Γιατί
τόσες ερωτήσεις; Θέλεις να πάω πίσω και
να πάρω οπωσδήποτε κάτι;»


«Όχι,
απλώς ήθελα να δω την υποδομή σου,» είπε
και τυλίχτηκε στον υπνόσακο.


Τον
μιμήθηκα και με πήρε ο ύπνος αμέσως.

mama_maria
Απλός Αναγνώστης
Απλός Αναγνώστης

Αριθμός μηνυμάτων : 5
Points : 9348
Ημερομηνία εγγραφής : 12/08/2011

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή


 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης