Write Your Stories..

Καλώς ήρθες, στην παρέα μας!

Ένας νέος κόσμος, με μπόλικη φαντασία,ρομαντισμό,
τρόμο και συγκίνηση σε περιμένει!

Θυμάσαι τότε που έγραφες αποσπάσματα της φαντασίας σου
χαρτάκια και τα έκρυβες στο συρτάρι σου?

Και όταν τα έβρισκε η μητέρα σου ένιωθε υπερήφανη
για σένα? Καιρός να δείξεις αυτό που είσαι!

Καιρός να βγάλεις από μέσα σου το ταλέντο που κρύβεις!

Just start to write your storie!


Εγγραφείτε στο φόρουμ, είναι εύκολο και γρήγορο

Write Your Stories..

Καλώς ήρθες, στην παρέα μας!

Ένας νέος κόσμος, με μπόλικη φαντασία,ρομαντισμό,
τρόμο και συγκίνηση σε περιμένει!

Θυμάσαι τότε που έγραφες αποσπάσματα της φαντασίας σου
χαρτάκια και τα έκρυβες στο συρτάρι σου?

Και όταν τα έβρισκε η μητέρα σου ένιωθε υπερήφανη
για σένα? Καιρός να δείξεις αυτό που είσαι!

Καιρός να βγάλεις από μέσα σου το ταλέντο που κρύβεις!

Just start to write your storie!
Write Your Stories..
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

The legend of the cave (by ~Sadness Out Of Nowhere~)

Πήγαινε κάτω

The legend of the cave (by ~Sadness Out Of Nowhere~) Empty The legend of the cave (by ~Sadness Out Of Nowhere~)

Δημοσίευση από ~Sadness Out Of Nowhere~ Τετ Αυγ 31, 2011 1:48 am

The legend of the cave (by ~Sadness Out Of Nowhere~) Rainbubble
Πρόλογος

Η βροχή έπεφτε ακατάπαυστα εδώ και 2 ώρες, από την στιγμή που ο ήλιος είχε χαθεί και το φεγγάρι είχε πάρει πια την θέση του.
Το χώμα πλέον είχε μετατραπεί σε λάσπη, ενώ κάθε δέσμη φωτός είχε εξαφανιστεί.
Ο μόνος ήχος που ακουγόταν στον έρημο βάλτο, ήταν ο ελαφρύς βηματισμός ενός παιδιού.
Το μικρό αγόρι, προχωρούσε φοβισμένο, μέσα στο κρύο της νύχτας, δίχως δίνοντας σημασία στην βροχή, ψάχνοντας για κάποιο μέρος να προφυλαχτεί.
Είχε απομακρυνθεί πολύ από το χωριό, αυτό το ήξερε καλά, αλλά κάτι μέσα του, του έλεγε πως έπρεπε να πάρει αυτήν την κατεύθυνση. Πως αν το έκανε θα άλλαζε ριζικά η ζωή του.
Η λάσπη κολλούσε πάνω στα μικρά παπουτσάκια του καθώς αυτό προχωρούσε όλο και πιο αποφασιστικά στον χωμάτινο δρόμο. Τα κατάμαυρα μαλλιά του, ήταν κολλημένα πάνω στο βρεγμένο μέτωπο του, και τα καταπράσινα μάτια του, κοιτούσαν μανιωδώς κάθε γωνιά μέσα στο σκοτάδι.
Είχε πλέον χαθεί, για αυτό ήταν σίγουρο. Αποκλείεται να έβρισκε το δρόμο για να επιστρέψει σπίτι του.
Ξαφνικά, κάτι άλλαξε στο σκοτεινό βάλτο, ήταν λίγο φως που ερχόταν από λίγα μέτρα πιο πέρα, αν και ήταν πολύ αδύναμο, μπορούσε να το ξεχωρίσει. Αμέσως γέμισε ελπίδες, άρχισε να τρέχει προς την κατεύθυνση του φωτός, ελπίζοντας πως ίσως να ήταν κάποιο σπίτι, κάποιος συγχωριανός που είχε επιλέξει να μείνει απομονωμένος από το υπόλοιπο χωριό. Προχωρούσε αποφασιστικά, γεμάτος ελπίδες, και όνειρα, σκεφτόταν πως αν υπήρχε κάποιος ενήλικας θα μπορούσε να τον φιλοξενήσει και την άλλη μέρα το πρωί να βρίσκεται και πάλι στην αγκαλιά της μητέρας του, δίπλα στην μικροσκοπική κούνια της αδερφής του.
Φτάνοντας όμως εκεί, προς έκπληξη του, είδε πως δεν υπήρχε κανένα σπίτι, παρά μόνο μία σπηλιά, Μία βαθιά σπηλιά γεμάτη αναμμένους πυρσούς.
Όλο του το είναι του φώναζε να απομακρυνθεί και να φύγει μακριά από εκεί, όμως κάτι σε αυτήν την σπηλιά τον τράβαγε, κάτι τον έλκυε τόσο, έτσι σήκωσε το μικροσκοπικό του ποδαράκι και μπήκε μέσα στην σπηλιά αφήνοντας το σκοτάδι να τον καταπιεί, χωρίς κανείς να μπορεί να μάθει που ήταν. Μένοντας πάντα ένα μυστήριο.

~Sadness Out Of Nowhere~
~Sadness Out Of Nowhere~
Απλός Αναγνώστης
Απλός Αναγνώστης

Αριθμός μηνυμάτων : 42
Points : 9432
Ημερομηνία εγγραφής : 30/08/2011

Writer ID - Ταυτότητα Συγγραφέα
Λίγα λόγια για μένα..: Το όνομά μου είναι Μαντώ Μπεναρδή, αν και το κανονικό μου είναι Μαρία-Αδαμαντία Μπεναρδή αλλά τέλος πάντων. Από μικρή μου αρέσε να διαβάζω βιβλία, πριν ακόμα πάω στην πρώτη δημοτικού είχα τελειώσει το πρώτο μου αστυνομικό-παιδικό βιβλίο (4 1/2 φίλοι :P). Λατρεύω τα βιβλία που έχουν δράση και ρομαντισμό. Μου αρέσει να γράφω ιστορίες,και ποτε δεν ξέρεις ίσως κάποτε να γείνουν και βιβλία, Οι ιστορίες που γράφω συνήθως έχουν σχέση με το φανταστικό ή την μυθολογία, προσπαθώ να κάνω τον αναγνώστη να νιώθει την αγωνία του χαρακτήρα καθώς κρύβεται από τον κίνδυνο σαν να είναι ο ίδιος, να νιώθει την αγάπη στην σκινή ή τον έρωτα σαν να το ζει αυτός. Είμαι 15 χρονών Βασικά σχεδόν 15, οπότε η γραφή μου δεν θεωρώ πως έχει οριμάσει αρκετά για να πετύχω αυτό που θέλω. Όμως θα χαιρόμουν πολύ αν διαβάζατε κάπια από τις ιστορίες μουέτσι ώστε να μου δώσετε συμβουλές, και να κρίνετε το κείμενο μου ώστε να προσπαθήσω να γείνω καλύτερη!! Αυτά λοιπόν για μένα!!!!

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

The legend of the cave (by ~Sadness Out Of Nowhere~) Empty Απ: The legend of the cave (by ~Sadness Out Of Nowhere~)

Δημοσίευση από ~Sadness Out Of Nowhere~ Παρ Σεπ 23, 2011 11:51 pm

The legend of the cave (by ~Sadness Out Of Nowhere~) Images?q=tbn:ANd9GcQ9fSttgn4iD8L0G88QUmN3AhjnBX4rphD1lcQerJj-9J8cfJ5f
Κεφάλαιο 1ο
Το όραμα

“15 χρόνια έχουν περάσει από τότε που είχε συμβεί η πρώτη εξαφάνιση.
Η εξαφάνιση κάποιου ανήλικου. Κάποιου παιδιού που απομακρυνόταν από το χωριό προς την μεριά του βάλτου, και ποτέ δεν ξαναεμφανιζόταν.
Πριν από 15 χρόνια είχε εξαφανιστεί ένα 5χρονο αγόρι, ο αδερφός μου.
Δεν τον γνώρισα ποτέ, όταν εξαφανίστηκε ήμουν μόλις 2 μηνών. Ψάχνανε όλοι, όμως κανείς δεν βρήκε τίποτα, ούτε ένα στοιχείο για το που μπορεί να βρισκόταν. Όλοι είχαν απελπιστεί, και μετά από μία εβδομάδα αναζήτησης τα παραιτήσανε.
Πίστευαν ότι μπορεί να είχε πέσει μέσα στον βάλτο, ή να τον είχε φάει κάποιο θηρίο. Από τότε η μητέρα μου ήταν πολύ επιφυλακτική μαζί μου. Δεν με άφηνε να πάω πουθενά αν δεν ήξερε πως ήμουν μαζί με κάποιον άλλον.
5 χρόνια αργότερα, μία νύχτα σαν εκείνη, την ίδια ημερομηνία, έγινε η δεύτερη εξαφάνιση. Ετούτη την φορά είχε εξαφανιστεί ένα 8χρονο κορίτσι. Η έρευνες πάλι κράτησαν για μια εβδομάδα. Όλοι θεωρούσαν πως ήταν σύμπτωση που έγινε την αντίστοιχη ημέρα με τότε… Ώσπου καθώς αναζητούσαν το κορίτσι, βρήκαν σε έναν φρεσκοσκαμμένο λάκκο, 2 παιδικά παπούτσια, τα παπούτσια του αδερφού μου. Και έπειτα από 5 χρόνια επαναλήφτηκε η ίδια ιστορία αυτήν την φοράμε ένα 10χρονο αγόρι, και όταν γίνανε οι έρευνες για την εξαφάνιση του ανακάλυψαν ένα μικρό κοριτσίστικο φουστάνι, θαμμένο στο χώμα, στο ίδιο σημείο που είχαν βρεθεί 5 χρόνια νωρίτερα τα παπούτσια του αδερφού μου.
Από τότε, διάφοροι μύθοι έχουν φτιαχτεί.
Μύθοι όπως, ότι κάποιος απαγάγει τα παιδιά κάθε 5 χρόνια, ή ότι ένα τέρας προσελκύει όποιο πλάσμα βρίσκεται πιο κοντά. Άλλοι πάλι ακόμα υποστηρίζουν πως είναι συμπτώσεις.
Εγώ να σας πω την αλήθεια δεν πιστεύω καμία από αυτές τις εκδοχές, Αλλά εννοείται πως δεν πιστεύω ότι είναι μόνο μία σύμπτωση.
Είμαι η Amaradeath Mason και πιστεύω ότι και ο αδερφός μου αλλά και το άλλο αγόρι και το κορίτσι είναι ακόμα ζωντανοί κάπου εκεί έξω και έχω σκοπό να τους σώσω.
Θα μου πείτε πως μου ήρθε πάλι αυτό στο νου. Όχι ότι μπορούσα και να το ξεχάσω, όπου και να πήγαινα στο χωριό όλοι με έδειχναν και έλεγαν “Αυτή η καημένη έχασε τον αδερφό της, και είναι τόσο καλή” “Χάρης στον αδερφό της ξεκίνησαν οι εξαφανίσεις, αν δεν ήταν αυτό το παλιόπαιδο…”
Αλλά εκτός αυτού, σε μία μέρα θα ήταν η αντίστοιχη ημέρα, και σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, είχαν περάσει ακριβώς 5 χρόνια από την τελευταία εξαφάνιση, άρα τώρα θα ήταν η σειρά για κάποιο άλλο παιδί να εξαφανιστεί. Θα πήγαινα λοιπόν εγώ, με την θέλησή μου.”
Τις σκέψεις μου διέκοψε η φωνή της μητέρας μου.
«Amaradeath βγες έστω και λίγο από το δωμάτιο σου, έχω να σου πω ορισμένα πράγματα.»
Ήξερα τι θα μου πει, κάθε χρόνο η ίδια ιστορία, λίγο πριν έρθει η μέρα που σαν εκείνη εξαφανίστηκε ο αδερφός μου, με φώναζε και μου μιλούσε για το ότι είναι επικίνδυνο να βγαίνω από το σπίτι, και πως άμα βγω να μην απομακρυνθώ από το χωριό. Τα ήξερα όλα πλέον απ’ έξω, πάντα τηρούσα αυτό που μου ζητούσε, δεν ήθελα να την απογοητεύσω. Όμως αυτήν την φορά, τίποτε δεν θα μπορούσε να με σταματήσει από το να σώσω τον αδερφό μου, ήμουν αποφασισμένη.
Κατευθύνθηκα βιαστικά προς την κουζίνα στην οποία βρισκόταν η μητέρα μου.
Η κουζίνα ήταν λιτή, δεν είχε πολλά έπιπλα, μόνο ένα τραπέζι στο οποίο δειπνούσαμε εγώ και οι γονείς μου, κάτι ντουλάπια στα οποία η μητέρα μου φιλούσε τα τρόφιμα, και στην γωνία υπήρχε το τσιγκέλι με τα κάρβουνα.
Εκεί το τσουκάλι με το φαγητό βρισκόταν ήδη πάνω στα αναμμένα κάρβουνα και έβραζε το περιεχόμενο του.
«Μητέρα με ζήτησες;» Ρώτησα καθώς γύρισα να κοιτάξω την μητέρα μου, η οποία πρόσθετε τα τελευταία υλικά στο τσουκάλι.
Η μητέρα μου ονομαζόταν Sirena, ήταν αρκετά κοντή στο ύψος και παχουλή, τα μαλλιά της, αν και καστανά, όταν βρίσκονταν στον ήλιο κοκκίνιζαν, ενώ τα μάτια της στην απόχρωση του μπλε.
«Ναι γλυκιά μου. Όπως ξέρεις αύριο…»
«Ναι μητέρα ξέρω, άυριο κλείνουν 15 χρόνια από την εξαφάνιση του…»
«Γι αυτό ήθελα να σου υπενθυμίσω…»
«Να είμαι πολύ προσεχτική να μην βγαίνω από το σπίτι μόνη μου, και να μην απομακρυνθώ από το χωριό παρά μόνο αν είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου.»Διέκοψα και πάλι την μητέρα μου.
«Αχ, αυτό να μην έκανες μόνο…» Είπε παραπονιάρικα η Sirena.
«Μητέρα, μου τα λες από μικρό παιδί, πλέον τα ξέρω καλά.»
«Το ξέρω, απλώς φοβάμαι.»
«Μην φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά, σου υπόσχομαι θα κάνω ότι μου χεις πει.»
Το σιχαινόμουν που της έλεγα ψέματα, και το σιχαινόμουν που θα ‘πρεπε να βρω μία πολύ καλή δικαιολογία για να απομακρυνθώ από το σπίτι ΧΩΡΙΣ συνοδεία.
Γύρισα την πλάτη μου και κατευθύνθηκα προς την πόρτα του σπιτιού.
«Που πας;» Άκουσα την μητέρα μου να ρωτάει.
«Στο ρυάκι, να πάρω λίγο αέρα.» Απάντησα, και με γρήγορα βήματα βγήκα έξω από το σπίτι μου.
Το σπίτι μου ήταν σχετικά απομακρυσμένο από τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού.
Η μητέρα μου το είχε επιλέξει μαζί με τον πατέρα μου, γιατί αν και ήμασταν φτωχοί η φύση υπήρχε μέσα στην καρδιά μας.
Το σπίτι μας βρισκόταν στην μέση ενός καταπράσινου λιβαδιού, δέντρα το περιτριγύριζαν, τα περισσότερα ήταν πεύκα, αλλά υπήρχαν και διάφορα άλλα, όπως ελιές.
Όμως εμένα ένα δέντρο ήταν το αγαπημένο μου. Το μοναδικό πλατάνι που υπήρχε μέσα στα όρια του χωριού. Βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι μου, δίπλα σε ένα ρυάκι που υπήρχε εκεί. Όποτε ήθελα να σκεφτώ κάτι, πήγαινα και καθόμουν εκεί μαζί του, από μικρή. Δεν το θεωρούσα απλά ένα δέντρο, ήταν ο καλύτερός μου φίλος. Λόγο της εξαφάνισης του αδερφού μου, δεν κατάφερα να αποκτήσω κανονικούς φίλους, οπότε για μένα αυτό το δέντρο ήταν όλη μου η ζωή, ήταν το μοναδικό ζωντανό πλάσμα που καθόταν και με άκουγε όταν είχα κάτι να πω, ή με αγκάλιαζε με τα κλαδιά του όταν έκλαιγα.
Κατευθύνθηκα προς το ρυάκι, εκεί λίγο πιο δίπλα, έστεκε ο καλύτερός μου φίλος, έσπευσα με γρήγορα βήματα και έγειρα την πλάτη μου πάνω στον γέρικο κορμό του. Ο άνεμος έκανε τα φύλα του να πάλλονται, με τόση ηρεμία, που αν καθόσουν για πολύ ώρα να τα κοιτάς, θα σε υπνώτιζε. Όταν ήμουν πιο μικρή, έμπενα μέσα σε μία κουφάλα που έχει και το ένιωθα σαν σπιτικό μου, δυστυχώς πλέον δεν χωράω, παραμεγάλωσα όπως λέει και η μητέρα μου.
Άφησα τα χέρια μου να τυλιχτούν γύρω από ένα κλαδί του, και κάθισα στο έδαφος.
Έκλεισα τα μάτια μου, και άφησα την ζεστή αναπνοή του ανέμου να χτυπήσει το πρόσωπο μου.
Έπρεπε να σκεφτώ πως ακριβώς θα πήγαινα εκεί, πως θα έβρισκα τον αδερφό μου. Αν δεν ήμουν εγώ αυτή που θα καλούταν;
Αν καλούσαν κάποιον άλλον;
Θα πήγαινα λίγο έξω από τον βάλτο, και αν έβλεπα ότι εμένα δεν με έλκυε τίποτα, θα περίμενα να δω, πιο έλκυε, θα τον ακολουθούσα, θα πήγαινα μαζί του.
Μόνο αυτός ο τρόπος υπάρχει για να μπορέσω να σώσω τον αδερφό μου, αλλά και όσα άλλα παιδιά έχουν χαθεί.
Ο αδερφός μου λογικά τώρα θα είναι 20 το κορίτσι πρέπει να είναι 18 ενώ το άλλο αγόρι συνομήλικος μου, 15.
Έπρεπε να σταματήσει αυτή η ιστορία με της εξαφανίσεις, και η τελευταία μου ευκαιρία να το κάνω είναι τώρα, γιατί σε 5 χρόνια θα είμαι πλέον ενήλικη, δεν θα μπορούσα να πάω.
Χωρίς να το καταλάβω, με πείρε ο ύπνος. Όμως αυτό που είδα ήταν πολύ περίεργο, ήταν σαν το δέντρο να μου μετέδιδε κάποιο όραμα, για να με βοηθήσει.
Είδα εμένα δίπλα στο βάλτο, να προχωράω καθώς η βροχή έπεφτε ακατάπαυστα, δεν είχα ίχνος φόβου στο πρόσωπο μου. Βρισκόμουν μόνη μου μέσα στην νύχτα. Περπατούσα αποφασισμένη να φτάσω στον προορισμό μου, και ξαφνικά είδα ένα φως, ένα φως τόσο ελκυστικό.
“Το βρήκα” σιγομουρμούρισα. Όμως λίγο πριν φτάσω εκεί, όλα σκοτείνιασαν.
Άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα, συγκλονισμένη από το όνειρο-όραμα.
Σηκώθηκα με γρήγορες κινήσεις όρθια, και στράφηκα να κοιτάξω το αγαπημένο μου δέντρο. Ήμουν σίγουρη πως αυτό δεν ήταν συνηθισμένο όνειρο.
Ποτέ όταν κοιμόμουν κοντά στο πλατάνι μου, δεν έβλεπα συνηθισμένα όνειρα. Πάντα έβλεπα… οράματα. Ακόμα και όταν ήμουν μικρή, έβλεπα τι ήταν αυτό που ήθελα περισσότερο… Και πάντα αν ακολουθούσα το όραμα, το έβρισκα.
Απομακρύνθηκα αμέσως από το τεράστιο δέντρο, και γονάτισα μπροστά στο ρυάκι.
Τι να σήμαινε τώρα αυτό, και γιατί δεν με άφησε να δω από πού προερχόταν αυτό το φως; Τελικά θα καλέσει εμένα, η απλώς πρέπει να πάω μόνη μου και να μην αφήσω να καλέσει κανέναν άλλον; Τόσες απορίες. Οι οποίες θα μου λύνονταν, σε 1ημέρα από τώρα, για την ακρίβεια σε 1νύχτα.
Έβαλα τα χέρια μου μέσα στο παγωμένο ρυάκι, και με απαλές κινήσεις έριξα νερό στο πρόσωπο μου, μήπως και συνέλθω. Ποτέ άλλοτε δεν είχα ξανά σοκαριστεί έτσι από κάποιο όραμα που μου έστελνε ο πλάτανος.
Κοίταξα την αντανάκλαση μου ακριβώς μπροστά μου.
Τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά μου, έπεφταν σχεδόν κατσαρά πάνω στους ώμους μου, ενώ τα πράσινα μάτια μου ήταν ορθάνοικτα από το σοκ.
Έσπρωξα την τούφα που έκρυβε τον δεξί μου ώμο και κοίταξα το σημάδι που βρισκόταν εκεί.
Ήταν το σύμβολο ενός μισοφέγγαρου. Το είχα από τότε που γεννήθηκα.
Ξεφύσηξα και κάλυψα πάλι τον ώμο μου.
Όπως μου είχε πει η μητέρα μου, ήμουν ίδια με τον αδερφό μου.
Κανείς από τους δυο μας δεν της έμοιαζε. Μοιάζαμε και οι δυο μας στον πατέρα. Αλλά εγώ έβλεπα την ομοιότητα στα πρόσωπα μας.
Μπορεί να μην είχα πάρει ούτε το χρώμα των μαλλιών της, ούτε το χρώμα των ματιών της. Όμως το σχήμα του προσώπου μας ήταν το ίδιο, στρογγυλό, με ένα ελαφρός τριγωνικό πιγούνι.
Τον πατέρα δεν τον έβλεπα πολύ, ξημεροβραδιαζόταν στην ταβέρνα του χωριού.
Συζητούσε για τα προβλήματα της χώρας, για τον βασιλιά που δεν ασχολιόταν με τίποτα. Και για το πόσο άδικο ήταν που δεν βοηθούσε κανείς να σταματήσουν οι εξαφανίσεις.
Η μητέρα μου πάλι, πλέον έκανε κολλητή παρέα με τις άλλες μητέρες που είχαν χάσει τα παιδιά τους. Όλες την καταλάβαιναν, και εκείνη τις καταλάβαινε όλες.
Εγώ τον περισσότερο χρόνο μου τον περνούσα στο δωμάτιο μου.
Όταν λέω δωμάτιο, μην φανταστείτε καμία πολυτέλεια. Ήταν το πατάρι του σπιτιού μας. Είχα κάνει πέρα όλες τις κούτες έτσι ώστε να μπορέσω να τοποθετήσω ένα ξύλινο κρεβάτι, γεμισμένο με σανό, για να μπορώ να κοιμάμαι.
Στο σπίτι εκτός από το πατάρι, υπήρχαν άλλα δυο δωμάτια. Το ένα ήταν των γονιών μου, και το άλλο του αδερφού μου. Όμως κανείς από τους γονείς μου δεν ήθελε να αλλαχτεί, είχε μείνει ακριβώς όπως ήταν την ημέρα που εξαφανίστηκε, μέχρι και τα πράγματα του ήταν πεταμένα αριστερά και δεξιά.
Εγώ το μόνο δικό του που είχα, ήταν αυτά τα παπούτσια που φορούσε την ημέρα της εξαφάνισης του. Τα είχα ακουμπισμένα σε ένα “κομοδίνο” που έχω δίπλα στο κρεβάτι μου. Στην πραγματικότητα είναι μία από αυτές της παλιές κούτες, αλλά μου άρεσε γιατί επάνω είχε το μισοφέγγαρο που είχα και εγώ στον ώμο μου. Βέβαια ποτέ δεν προσπάθησα να την ανοίξω να δω τι έχει μέσα. Είχα υποσχεθεί στους γονείς μου ότι δεν θα το άνοιγα.
Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Ποιος ξέρει πόσο κάθισα εδώ έξω.
Αυτά παθαίνει κανείς όταν χάνετε στις σκέψεις του.
Σηκώθηκα όρθια και άρχισα και πάλι να κατευθύνομαι προς το σπίτι μου.
Μόλις μπήκα μέσα βρήκα την μητέρα μου να με περιμένει με σταυρωμένα χέρια, σημάδι ότι είχε θυμώσει.
«Τι έκανες εκεί έξω; Θες να με τρελάνεις; Υποτίθεται ότι θα καθόσουν για λίγο, όχι για όλη την ημέρα.»
«Μητέρα δεν είπα ποτέ πόσο θα κάτσω, εξάλλου το είχα ανάγκη.»
«Και τι έκανες; Πάλι μιλούσες με το αγαπημένο σου δεντράκι;»
Δεν απάντησα. Ήξερα πως η μητέρα μου ευχόταν να έκανα πραγματικούς φίλους και όχι ένα δέντρο. Ευχόταν να ήμουν πιο φυσιολογική.
«Γιατί το κάνεις αυτό κορίτσι μου; Γιατί δεν προσπαθείς να βρεις πραγματικούς φίλους, γιατί δεν προσπαθείς να συμπεριφέρεσαι λίγο πιο φυσιολογικά;» τι σας έλεγα…
«Μαμά, αυτή είμαι. Αυτό θέλω να κάνω. Αν με αγαπάς, θα το σεβαστείς. Μην μου ζητάς να αλλάξω. Αν σε έχω απογοητεύσει τόσο πια τότε πες το μου να το ξέρω.»
Δεν την άφησα να απαντήσει, έτρεξα γρήγορα προς τις ξύλινες σκάλες και άρχισα να τις ανεβαίνω με λύσσα, ώσπου έφτασα στο δωμάτιο-πατάρι μου.
Προχώρησα προς το κρεβάτι μου, όμως για άγνωστο λόγο, γλίστρησα, και έπεσα ακριβώς μπροστά στο κομοδίνο-κουτί, με το μισοφέγγαρο.
Τον τελευταίο καιρό, το πάθαινα αρκετά συχνά αυτό. Σαν να με καλούσε να το ανοίξω.
Σηκώθηκα όρθια και πήγα προς το μέρος του. Ακούμπησα τα παπούτσια του αδερφού μου στο πάτωμα, και έβαλα τα δυο μου χέρια αριστερά και δεξιά στο πάνω μέρος του κουτιού, αυτό ήταν.

Θα το άνοιγα. Είχε έρθει πλέον ο καιρός. Εξάλλου, δεν ξέρω αν θα είχα ποτέ άλλοτε την ευκαιρία να το κάνω…

~Sadness Out Of Nowhere~
~Sadness Out Of Nowhere~
Απλός Αναγνώστης
Απλός Αναγνώστης

Αριθμός μηνυμάτων : 42
Points : 9432
Ημερομηνία εγγραφής : 30/08/2011

Writer ID - Ταυτότητα Συγγραφέα
Λίγα λόγια για μένα..: Το όνομά μου είναι Μαντώ Μπεναρδή, αν και το κανονικό μου είναι Μαρία-Αδαμαντία Μπεναρδή αλλά τέλος πάντων. Από μικρή μου αρέσε να διαβάζω βιβλία, πριν ακόμα πάω στην πρώτη δημοτικού είχα τελειώσει το πρώτο μου αστυνομικό-παιδικό βιβλίο (4 1/2 φίλοι :P). Λατρεύω τα βιβλία που έχουν δράση και ρομαντισμό. Μου αρέσει να γράφω ιστορίες,και ποτε δεν ξέρεις ίσως κάποτε να γείνουν και βιβλία, Οι ιστορίες που γράφω συνήθως έχουν σχέση με το φανταστικό ή την μυθολογία, προσπαθώ να κάνω τον αναγνώστη να νιώθει την αγωνία του χαρακτήρα καθώς κρύβεται από τον κίνδυνο σαν να είναι ο ίδιος, να νιώθει την αγάπη στην σκινή ή τον έρωτα σαν να το ζει αυτός. Είμαι 15 χρονών Βασικά σχεδόν 15, οπότε η γραφή μου δεν θεωρώ πως έχει οριμάσει αρκετά για να πετύχω αυτό που θέλω. Όμως θα χαιρόμουν πολύ αν διαβάζατε κάπια από τις ιστορίες μουέτσι ώστε να μου δώσετε συμβουλές, και να κρίνετε το κείμενο μου ώστε να προσπαθήσω να γείνω καλύτερη!! Αυτά λοιπόν για μένα!!!!

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

The legend of the cave (by ~Sadness Out Of Nowhere~) Empty Απ: The legend of the cave (by ~Sadness Out Of Nowhere~)

Δημοσίευση από ~Sadness Out Of Nowhere~ Τετ Οκτ 26, 2011 11:51 am

The legend of the cave (by ~Sadness Out Of Nowhere~) Images?q=tbn:ANd9GcQLXLChKEohwAsXbAchwmRl_DerKxF9GVVMcFPlHEbdycFi4gNeAA
Κεφάλαιο 2ο
Το ταξίδι αρχινά

Έβαλα τα δυο μου χέρια στις άκρες του κουτιού, και με ήρεμο τρόπο άρχισα να τραβάω το καπάκι του προς τα πάνω ώσπου να ανοίξει.
Οι παλάμες μου έτρεμαν από την θέληση να ανακαλύψουν τι υπήρχε κρυμμένο μέσα σε αυτό το κουτί.
Με το που το άνοιξα, ένιωσα άνεμο να με τυλίγει, έκλεισα με φόρα τα μάτια μου, λόγο της πίεσης που μου ασκούταν.
Ένιωσα σαν κάτι να τυλίγεται στο σώμα μου, άνοιξα τα μάτια μου, και το ίδιο απότομα που εμφανίστηκε ο άνεμος, το ίδιο ξαφνικά εξαφανίστηκε.
Κοίταξα προσεχτικά γύρω μου, το κουτί ήταν ανοιχτό, και μέσα υπήρχε ένα ξίφος, και δίπλα του ακριβώς το φουστάνι που φορούσα.
Αμέσως κοίταξα εμένα την ίδια, το σώμα μου. Πλέον ήμουν ντυμένη με περίεργα ρούχα, έμοιαζαν με πολεμικά. Φορούσα κάτι καστανά σανδάλια που έφταναν ως το γόνατο μου. Το φόρεμα που φορούσα, με κόκκινα και μπλε σχέδια, ενώ στην μέση είχε ένα Χρυσό μισοφέγγαρο. Για την ακρίβεια το συγκεκριμένο φόρεμα θεωρούταν πολύ κοντό, ίσα που έφτανε μέχρι το μπούτι. Κοιτούσα τον εαυτό μου, λες και ήμουν μια άλλη.
Πίσω από τα σανδάλια υπήρχε χώρος για να κρύψω όποιο μαχαίρι ήθελα, και στο δεξιό μου πλευρό κρεμόταν μία θήκη ξίφους.
Κοίταξα πάλι το κουτί, μέσα βρισκόταν ακόμα το φόρεμά μου και το ξίφος.
Με μία άγρια κίνηση τράβηξα το ξίφος με το δεξί μου χέρι. Άρχισα να παρατηρώ το κάθε του σχέδιο. Η λαβή του ήταν από ασήμι και είχε διάφορα σχέδια από μπρούτζο, ενώ στην μέση υπήρχε το χαρακτηριστικό μισοφέγγαρο.
Με στοργή το πέρασα μέσα στην θήκη. Δεν ήξερα γιατί, αλλά αυτά τα ρούχα με έκαναν να νιώθω πολύ οικία, σαν να έχουν φτιαχτεί για εμένα.
Ίσως να έχουν σχέση με την αυριανή νύχτα, ίσως είναι για να με βοηθήσουν.
«Amaradeath κατέβα να καληνυχτίσεις τον πατέρα σου» Άκουσα την μητέρα μου να φωνάζει.
“Ωχ η μητέρα μου δεν πρέπει να με δει έτσι”
Άρχισα αμέσως να ξεντύνομαι, όταν όμως προσπάθησα να πάρω το φουστάνι μου από το κουτί, έμοιαζε σαν να είχε κολλήσει.
Στράφηκα προς την κούτα με τα ρούχα μου, και τράβηξα όποιο φόρεμα βρήκα μπροστά μου, βάζοντας στην θέση του την πολεμική στολή, και με γρήγορες κινήσεις το φόρεσα, καθώς κατέβαινα τρέχοντας τις σκάλες. Μπήκα στο δωμάτιο και είδα τον πατέρα μου να έχει ήδη ξαπλώσει στο κρεβάτι του. Έσκυψα βιαστικά και τον φίλησα στο μάγουλο, σιγομουρμούρισα ένα καληνύχτα στην μητέρα μου, και πήγα πάλι βιαστικά στο δωμάτιο μου.
Καθώς ξάπλωσα στο κρεβάτι μου, γύρισα να κοιτάξω έξω από το παράθυρο.
Το πέπλο της νύχτας είχε σκεπάσει για τα καλά, όλο το χωριό.
Κοίταξα αφηρημένη το φεγγάρι καθώς έλεγα στον εαυτό μου.
“Αύριο τέτοια ώρα θα κάνω αυτό που αναζητούσα τόσα χρόνια.” Και τελειώνοντας αυτήν την φράση μου αφέθηκα στον κόσμο των ονείρων. Που να ήξερα όμως ότι δεν θα ήταν τόσο εύκολα όπως νόμιζα.
Στον ύπνο μου, ήταν σαν να συνέχιζα το όραμα που είχα δει νωρίτερα την ίδια μέρα. Είδα πως και πάλι προχωρούσα στην βροχερή νύχτα, μόνο που αυτήν την φορά αναγνώριζα την πολεμική στολή που φορούσα.
Ακολουθούσα και πάλι το φως, όμως λίγο πριν φτάσω και μάθω από πού προέρχεται, ένας τεράστιος λύκος εμφανίστηκε μπροστά μου γρυλίζοντας.
Τράβηξα το ξίφος μου και προσπάθησα να του επιτεθώ, όμως ήταν πολύ πιο γρήγορα, με έριξε κάτω και ανέβηκε από πάνω μου. Έτρεμα, ένιωθα τον ιδρώτα να τρέχει από το πρόσωπο μου, με αποτέλεσμα να ξυπνήσω απότομα πέφτοντας από το κρεβάτι μου.
Ένιωθα τον δεξί μου ώμο να καίει. Με το ζόρι κράτησα μία κραυγή πόνου.
Κοίταξα το σημάδι μου. Και κατάλαβα γιατί πονούσα. Είδα το μισοφέγγαρο να έχει γίνει πλέον πιο ανάγλυφο ενώ ήταν περιτριγυρισμένο από μία χαρακωμένη γραμμή, μία γραμμή με το δικό μου αίμα.
Δεν ήξερα τι να κάνω
Κοίταξα τον ήλιο έξω και συνειδητοποίησα ότι πρέπει να κόντευε μεσημέρι.
Σηκώθηκα όρθια πείρα έναν σάκο και μέσα έβαλα την στολή μου και το ξίφος μου.
Έπειτα με ελαφρύ βηματισμό κατέβηκα τις σκάλες και βγήκα έξω από το σπίτι μου.
Οι γονείς μου έλειπαν βρίσκονταν και οι δύο στο χωριό. Ήταν η τέλεια ευκαιρία να το σκάσω.
Κατευθύνθηκα προς την μεριά του ψηλού δέντρου.
Άφησα τον σάκο στις ρίζες του, και αγκάλιασα και με τα δυο μου χέρια τον κορμό του.
Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια μου.
Ήξερα πως μπορεί να μην το ξαναέβλεπα ποτέ.
Ένιωσα τα κλαδιά του να τυλίγονται γύρω μου, και αν και μου φάνηκε περίεργο έμεινα εκεί στην τρυφερή αγκαλιά του.
«Πρέπει να φύγω τώρα» Μουρμούρισα, και αμέσως τα κλαδιά απομακρύνθηκαν από πάνω μου. Πλέον ούτε αυτό δεν μου φαινόταν περίεργο, όλα τα περίμενα σε αυτό το ταξίδι που ξεκινούσα, ακόμα και δέντρα με αισθήματα, κοίταξα τον παλιό μου φίλο, και μου φάνηκε πως είδα νερό να τρέχει από διάφορες σχισμές του, σαν να έκλαιγε όπως εγώ.
Έβαλα τα χέρια μου μέσα στην μικρή κουφάλα του και το χάιδεψα απαλά, έπειτα χωρίς να πω τίποτε άλλο, πήρα τον σάκο μου και άρχισα να κατευθύνομαι προς το μέρος του χωριού.
Κανένα παιδί δεν βρισκόταν έξω από το σπίτι του, όλοι φοβόντουσαν να τα αφήσουν να παίξουν εκείνη την ημέρα.
Οι μόνοι που κυκλοφορούσαν ήταν μερικοί γέροι, ή ορισμένες μανάδες που είχαν βγει για ψώνια. Παρόλα αυτά, ανέπτυξα ταχύτητα στον βηματισμό μου, καλύτερα να μην με πρόσεχε κανείς.
Είχα σκυφτό το κεφάλι και τα μαύρα μαλλιά μου χόρευαν στην κάθε πνοή του ανέμου.
Χωρίς να καταλάβει το πως, βρέθηκα στην άκρη του βάλτου. Λίγα βήματα πιο πέρα και θα ήμουν εντελώς εκτός του χωριού.
Πλέον πήγαινα όλο και πιο αργά, φόβος είχε αρχίσει να με κατακλύζει, ξαφνικά έπεσα πάνω σε κάποιον, δεν τολμούσα να σηκώσω το κεφάλι μου να δω ποιος είναι απλώς απομακρύνθηκα γρήγορα.
«Επ για πού το έβαλες.» Άκουσα κάποιον να λέει, γύρισα να κοιτάξω ποιος ήταν.
Ψιλός γύρω στην ηλικία τον 18 , με καστανά μακριά μαλλιά που έφταναν ως τον ώμο του και καταγάλανα μάτια.
«Εεε, εγώ…»
«Να υποθέσω πας στο άγνωστο να βρεις τους αγνοούμενους.» Μου είπε κοιτάζοντάς με σκυθρωπά.»
«Ναι, μα πως το ήξερες;» Δεν μου απάντησε, μόνο συνέχισε να μιλάει σαν να μην τον διέκοψα ποτέ.
«Άμα θες να φτάσεις εκεί και να μην είσαι άλλη μία αιχμάλωτος τους, πρέπει να έχεις στολή, πρέπει να ξέρεις να χειρίζεσαι το ξίφος.»
«Μα έχω και στολή, και ξίφος.» Είπα θαρραλέα.
«Ναι όμως ξέρεις να το χειρίζεσαι; Πήγαινε άλλαξε, θα σε περιμένω εδώ ακριβώς, θα σου μάθω, τουλάχιστον τα βασικά μέχρι να έρθει η ώρα να φύγεις.
«Μα εσύ που τα ξέρεις όλα αυτά, ποιος είσαι;»
«Κάποια στιγμή θα μάθεις, αλλά όχι ακόμα.» Μου απάντησε… Δεν επέμενα παραπάνω, εξάλλου αυτήν την εκπαίδευση την χρειαζόμουν και δεν είχα και πολύ χρόνο στην διάθεση μου. Ήδη είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει.
Κρύφτηκα πίσω από ένα περίεργο δέντρο και άρχισα να βγάζω τα ρούχα μου, όταν πλέον είχα αλλάξει, κατευθύνθηκα και πάλι προς τα εκεί όπου είχα δει το περίεργο αγόρι.
Πλέον το σημάδι στον ώμο μου ήταν ορατό.
Κοίταξα προς το μέρος του και είδα πως είχε βγάλει την μπλούζα του, πολύ τολμηρό για την εποχή εκείνη. Το σώμα του ήταν υπερβολικά γυμνασμένο και γεμάτο κοιλιακούς.
«Δεν έχουμε πολύ χρόνο καλύτερα να σου μάθω τα πιο βασικά, πριν βγει η πανσέληνος.» Μουρμούρισε χωρίς να με κοιτάει, και με έναν περίεργο τρόπο μάζεψε τα καστανά μακριά μαλλιά του έτσι ώστε να μην πέφτουν στο πρόσωπο του.
Έπειτα πήρε ένα ξίφος που ήταν ακουμπισμένο στο πάτωμα και με κοίταξε.
Δεν χρειάστηκε να μου το πει, έβγαλα το ξίφος μου από την θήκη του και στράφηκα απέναντί του.
Πριν με ειδοποιήσει καν, άρχισε να έρχεται προς το μέρος μου, και να με συγκρούει τα ξίφη μας ασταμάτητα. Προσπαθούσα να τον αποκρούσω, μέχρι που έπεσα κάτω.
«Δεν τα πήγες κι άσχημα για πρώτη φορά.» Μου είπε κι μου έκλεισε το μάτι, Ναι λες και δεν ήξερα πως τα πήγα χάλια.
Μου έδωσε το χέρι του και με βοήθησε να σηκωθώ.
Αφότου σηκώθηκα αυτήν την φορά ήμουν πιο προετοιμασμένη οπότε όταν πήγε να με χτυπήσει τον απέκρουσα αμέσως. Όσες πιο πολλές φορές γινόταν αυτό, τόσο πιο σίγουρη ένιωθα, πως τα μάθαινα όλα πια.
Κάθε λεπτό που περνούσε γινόμουν και καλύτερη, μέχρι που κατάφερα και τον αφόπλισα ρίχνοντας κάτω και απειλώντας τον με το δικό μου ξίφος.
«Μπράβο, είδες, μια χαρά… Ωχ ΟΧΙ.» Μου είπε και με κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια.
«Τι συνέβη?»
«Η πανσέληνος, φύγε γρήγορα.» Είπε δείχνοντας μου με το δάχτυλό του το φεγγάρι που σιγά, σιγά ξεπρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο. Εγώ τον κοιτούσα, πήγα να τον βοηθήσω να σηκωθεί, όμως αυτός μου είπε κάτι που περισσότερο με γρύλισμα ακούστηκε, παρά με ανθρώπινη λαλιά.
«Φύγε ΤΩΡΑ, ΤΡΕΧΑ.»
Έκανα αυτό που μου είπε, άρπαξα τον σάκο μου κι άρχισα να τρέχω, έτρεχα σαν να προσπαθούσα να ξεφύγω από κάτι, όμως δεν ήξερα από τι.
Καθώς έτρεχα κοιτούσα γύρω μου, μήπως και δω το φως.
Σταμάτησα απότομα καθώς ένιωσα την έλξη, γύρισα στα αριστερά μου, και είδα κάπου στο βάθος κάτι φώτα να αναφαίνονται. Είχε αρχίσει να βρέχει, και ο αέρας φυσούσε άγρια.
Αυτό ήταν. Το βρήκα.
~Sadness Out Of Nowhere~
~Sadness Out Of Nowhere~
Απλός Αναγνώστης
Απλός Αναγνώστης

Αριθμός μηνυμάτων : 42
Points : 9432
Ημερομηνία εγγραφής : 30/08/2011

Writer ID - Ταυτότητα Συγγραφέα
Λίγα λόγια για μένα..: Το όνομά μου είναι Μαντώ Μπεναρδή, αν και το κανονικό μου είναι Μαρία-Αδαμαντία Μπεναρδή αλλά τέλος πάντων. Από μικρή μου αρέσε να διαβάζω βιβλία, πριν ακόμα πάω στην πρώτη δημοτικού είχα τελειώσει το πρώτο μου αστυνομικό-παιδικό βιβλίο (4 1/2 φίλοι :P). Λατρεύω τα βιβλία που έχουν δράση και ρομαντισμό. Μου αρέσει να γράφω ιστορίες,και ποτε δεν ξέρεις ίσως κάποτε να γείνουν και βιβλία, Οι ιστορίες που γράφω συνήθως έχουν σχέση με το φανταστικό ή την μυθολογία, προσπαθώ να κάνω τον αναγνώστη να νιώθει την αγωνία του χαρακτήρα καθώς κρύβεται από τον κίνδυνο σαν να είναι ο ίδιος, να νιώθει την αγάπη στην σκινή ή τον έρωτα σαν να το ζει αυτός. Είμαι 15 χρονών Βασικά σχεδόν 15, οπότε η γραφή μου δεν θεωρώ πως έχει οριμάσει αρκετά για να πετύχω αυτό που θέλω. Όμως θα χαιρόμουν πολύ αν διαβάζατε κάπια από τις ιστορίες μουέτσι ώστε να μου δώσετε συμβουλές, και να κρίνετε το κείμενο μου ώστε να προσπαθήσω να γείνω καλύτερη!! Αυτά λοιπόν για μένα!!!!

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή


 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης